Το ελληνικό πρόγραμμα έληξε, όμως όσο κι αν αυτό φαίνεται αδιέξοδο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, αρκεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη να υπάρξει διάθεση για συμβιβασμό, αναφέρει το γερμανικό περιοδικό Spiegel, στην ηλεκτρονική του έκδοση. «Η λήξη ενός τόσο αμφιλεγόμενου δευτέρου πακέτου διάσωσης έχει πλεονεκτήματα και μπορεί να γίνει μια ευκαιρία για μια νέα αρχή», τόνισε.
«Τέλος του προγράμματος διάσωσης: Ελλάδα, ώρα μηδέν», αναφέρει στον τίτλο του άρθρου του ο Stefan Kaiser. «Ωστόσο υπάρχει και μία καλή: Δεν χάθηκαν ακόμα όλα. Κι ίσως αυτήν ακριβώς την ώρα μηδέν για την Ελλάδα υπάρχει η ευκαιρία, να γίνουν πολλά πράγματα καλύτερα από ό,τι μέχρι τώρα, με μια νέα συμφωνία», αναφέρει.
Ο αρθρογράφος κάνει λόγο για μια «αναξιοπρεπή» αντιδικία επί του δεύτερου προγράμματος που δηλητηρίασε τη διάθεση στην Ευρώπη. «Οι διαπραγματευτές μπλέχτηκαν σε αδιέξοδους καβγάδες για τον ΦΠΑ και τις συντάξεις. Για αυτό το λόγο αποτελεί κάτι απελευθερωτικό, το ότι αυτό το πακέτο έχει περάσει πλέον στην ιστορία», τόνισε.
«Από την Ελλάδα εξαρτώνται πλέον όλα, καθώς η μεγάλη καταστροφή δεν έχει ακόμη συμβεί. Αυτή τη κατάσταση δεν θα διαρκέσει για πάντα. Στις 20 Ιουλίου η Αθήνα πρέπει να καταβάλει νέες δόσεις», αναφέρει και προσθέτει: Δεν αποτελεί λύση η απομάκρυνση της Ελλάδας από τη νομισματική ένωση, αυτό το ενδεχόμενο είναι ανεπιθύμητο.
«Οι Έλληνες αναζητούν μια προοπτική και δικαίως», τονίζει και συνεχίζει: «Ελλάδα και δανειστές έχουν στη διάθεσή τους λίγο ακόμα χρόνο για να επιτύχουν μια καινούρια συμφωνία και θα πρέπει να τον αξιοποιήσουν πετώντας τη “σαβούρα” από τις παλαιότερες διαπραγματεύσεις. Η καινούρια συμφωνία πρέπει να είναι ένας πραγματικός συμβιβασμός και των δύο πλευρών».
«Η καινούρια συμφωνία πρέπει να είναι ένας πραγματικός συμβιβασμός, που να περιλαμβάνει όσα είναι σημαντικά και από τις δύο πλευρές: τα κράτη της ευρωζώνης θέλουν με το δίκιο τους μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση και το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα. Απαιτούν επίσης δικαιολογημένα η Ελλάδα να ελέγξει τον προϋπολογισμό της σε ένα βαθμό που να της επιτρέπει να έχει σε βάθος χρόνου περισσότερα έσοδα από τα έξοδα», γράφει και συνεχίζει:
«Όμως από την άλλη μεριά είναι σημαντικό για τους Έλληνες, να έχουν μια προοπτική να μπορέσουν κάποια στιγμή να ζήσουν και πέρα από τα προγράμματα που επιβάλλονται έξωθεν. Και αυτό είναι κατανοητό. Και για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει το βάρος του χρέους να μειωθεί – καθότι είναι αυτό που δίνει στους πιστωτές τη δύναμή τους επί της Ελλάδας.
»Το ότι οι δόσεις για αποπληρωμές των δανείων στα ευρωπαϊκά κράτη αρχίζουν από το 2020 δεν αλλάζει τίποτα, υπάρχουν πληρωμές από την Αθήνα προς το ΔΝΤ, την ΕΚΤ τη στιγμή που ο προϋπολογισμός της Ελλάδας βρίσκεται στο “κόκκινο”. Κατά πάσα πιθανότητα τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις θα μπορούσαν να αναλάβουν τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης».
«Όμως κάτι τέτοιο θα απαιτούσε η Γερμανία να συμφωνήσει πως δεν θα εισπράξει από την Αθήνα μέρος των δανείων που έχει χορηγήσει στην Ελλάδα και μπροστά σε μια τέτοια αναδιάρθρωση, η γερμανική κυβέρνηση επιδεικνύει σήμερα τόσο φόβο όσο και οι Έλληνες μπρος στην Τρόικα. Διότι για αυτό το σκοπό, η καγκελάριος θα πρέπει να πει στους βουλευτές και ψηφοφόρους της, ότι τουλάχιστον ένα μέρος από τις μέχρι τώρα πιστώσεις προς την Ελλάδα δε θα εισπραχθεί. Αυτή την αλήθεια πολλοί Γερμανοί θα είναι δύσκολο να την αντέξουν», καταλήγει το άρθρο.