Μέρες χαράς, μέρες ζεστασιάς, μέρες οικογενειακής επανένωσης. Για τους περισσότερους τα Χριστούγεννα αποτελούν εκείνες τις γιορτές που τους δίνουν τη δυνατότητα να περάσουν περισσότερο χρόνο με τους δικούς τους, που οι γιαγιάδες και οι παππούδες θα «χαρούν» παραπάνω τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Φέτος όμως τα Χριστούγεννα είναι διαφορετικά μιας και η πανδημία του κορωνοϊού άλλαξε την καθημερινότητα όλων και τις αγαπημένες τους συνήθειες.
Πολλές είναι οι οικογένειες που δεν θα καταφέρουν «να ανταμώσουν» στο καθιερωμένο οικογενειακό τραπέζι. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η οικογένεια της συνταξιούχου Λίτσας Βέζου που ζει μόνιμα στην Πάτρα και φέτος δεν θα καταφέρει να «σμίξει» με τα παιδιά και τα εγγόνια της αλλά θα περάσει τις γιορτές με την 82χρονη μητέρα της. Το σπίτι της κ. Βέζου, που είναι μητέρα τριών παιδιών και γιαγιά δύο εγγονιών, κάθε χρόνο τέτοια μέρα γέμιζε από τραγούδια, χαρά, γλυκά και δώρα. Αυτό όμως δεν θα συμβεί φέτος και τη θέση της φυσικής παρουσίας στο τραπέζι θα πάρουν οι βιντεοκλήσεις. «Είναι πρωτόγνωρο όλο αυτό που ζούμε. Ειδικά τα τρία τελευταία χρόνια που απέκτησα τα εγγόνια μου ήταν διαφορετικές οι γιορτές, τώρα όμως λόγω του κορωνοϊού η κάμερα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη φυσική παρουσία, δεν με καλύπτει να βλέπω τα παιδιά και τα εγγόνια μου μέσω skype και μέσω viber», αναφέρει η κ. Βέζου στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Χαρακτηρίζει αυτές τις γιορτές δύσκολες και διαφορετικές. Όπως λέει, «η διαφορετικότητα αυτή την πληγώνει, την στεναχωρεί, την μελαγχολεί ενώ δεν πρέπει». Το ένα της εγγόνι κατάφερε να το δει λίγο πριν την καραντίνα, το άλλο ωστόσο έχει να το δει από το καλοκαίρι. Για το λόγο αυτό έχει γεμίσει το σπίτι της με φωτογραφίες των παιδιών της και των εγγονιών της. «Θέλω να νιώθω ότι υπάρχουν κοντά μου γιατί αυτή η διαφορετικότητα μας έχει κάνει να χάσουμε τη ζεστασιά», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ενώ όπως αναφέρει, ακόμα κι αν δεν υπήρχε η απόσταση πάλι θα ήταν δύσκολα λόγω κατάστασης και περιορισμών. «Η μητέρα μου είναι 82 χρόνων, είναι επικίνδυνο να δω κάποιο άλλο πρόσωπο μέσα στις γιορτές, και για μένα προσέχω πολύ, αλλά οι πιο μεγάλοι άνθρωποι κινδυνεύουν περισσότερο», τονίζει.
Και για την κόρη της Θάνια, που είναι αναπληρώτρια εκπαιδευτικός και κατοικεί στην Αθήνα, η φετινή κατάσταση είναι αρκετά δύσκολη και δημιουργεί «μια παλέτα συναισθημάτων». Όπως εξηγεί, ειδικά φέτος, που «η ιδέα του θανάτου λόγω της συγκυρίας βρίσκεται στο μυαλό όλων» η ανάγκη να είναι με τους δικούς τους ανθρώπους είναι ακόμα πιο έντονη. «Αυτό που σηματοδοτεί πιο έντονα την ανάγκη μας να είμαστε με τους δικούς μας ανθρώπους τις γιορτές είναι αυτή η κατάσταση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Όσα ακούμε στα ΜΜΕ, όλες αυτές οι εικόνες που βλέπουμε καθώς και η ίδια η πραγματικότητα που είναι αδιαμφισβήτητη, κάνει ακόμα μεγαλύτερη την ανάγκη να είμαστε με τους άλλους. Οι σκέψεις μας περιτριγυρίζονται γύρω από τα ερωτήματα “αν θα είμαστε του χρόνου όλοι μαζί, αν θα την βγάλουμε και το 21, αν θα τα καταφέρουμε”. Η Θάνια βρίσκεται μακριά από την μόνιμη κατοικία της στην Πάτρα, εδώ και 21 χρόνια, και οι γιορτές αποτελούσαν πάντα την ευκαιρία να ενωθεί πάλι με την οικογένειά της. Ως αναπληρώτρια εκπαιδευτικός έχει αναγκαστεί να αποχωριστεί τους δικούς της για μεγάλα διαστήματα μιας και οι επαγγελματικές της υποχρεώσεις την είχαν ταξιδέψει από το Διδυμότειχο και την Ξάνθη μέχρι τη Λέσβο. «Τα Χριστούγεννα ήταν το ραντεβού που δίναμε. Ήταν η χαρά όλης της οικογένειας. Ήταν η συνάντηση της ευρύτερης οικογένειας», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Μητέρα και κόρη προσπαθούν να βρουν εναλλακτικούς τρόπους να «αναπληρώσουν κάπως το κενό και την απουσία που δημιουργείται», ωστόσο όπως λένε, είναι πολύ δύσκολο να αναπληρωθεί. «Επικοινωνούμε μέσω viber, μέσω skype, αλλά είναι άψυχο, δεν υπάρχει η ζεστασιά της αγκαλιάς της γιαγιάς που κάνει όλα τα χατίρια στα εγγόνια που κάθεται μαζί τους και φτιάχνουν κουλουράκια, που κάθεται μαζί τους και τους λέει παραμύθια», αναφέρει η κ. Βέζου. Παρόλα αυτά δεν το βάζει κάτω και κάνει τα αδύνατα- δυνατά για να νιώσει κοντά την οικογένειά της. Τα δέματα που ταξιδεύουν από Πάτρα προς την Αθήνα δίνουν και παίρνουν και η κόρη της Θάνια μαζί με το παιδί της, τα περιμένουν κάθε φορά πώς και πώς. Μάλιστα, όπως λέει η Θάνια, κάθε φορά που αφήνει κάποιος δέμα από την μητέρα της έξω από την πόρτα, την καλούν και συνομιλούν ώστε να πάει ο μικρός να ανοίξει την πόρτα και να παραλάβει τα δώρα του, προσπαθώντας να του μεταδώσουν κάτι από τη μαγεία των Χριστουγέννων.
«Νύχτα μέρα το μυαλό μου είναι στα παιδιά μου, στα εγγόνια μου, στους δικούς μου ανθρώπους. Δεν το βάζω κάτω όμως είμαι χειμερινή κολυμβήτρια, περπατάω αρκετά, βλέπω και τις ταινίες μου αλλά μου λείπουν πολύ», λέει η κ. Λίτσα Βέζου. Οι ευχές της για το νέο έτος είναι «όλος ο κόσμος να γίνει καλά, να βρεθούν στα σπίτια τους και να προσέχουν πολύ», ενώ ελπίζει ότι από το καλοκαίρι κι έπειτα τα πράγματα να είναι διαφορετικά. «Όλοι μας ελπίζουμε γιατί χωρίς την ελπίδα θα ήμασταν με ένα κεφάλι σκυμμένο κάτω», καταλήγει.
Πώς θα μειωθεί η απόσταση και η μοναξιά των ημερών
Η επικοινωνία και η εκδήλωση πραγματικού ενδιαφέροντος αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που χρειάζονται για να μειωθεί η φυσική απόσταση με τα οικεία πρόσωπα, σύμφωνα με την ψυχολόγο- ψυχοθεραπεύτρια, Δρ. Μαρία Κατσιφαράκη. Οι φετινές γιορτές των Χριστουγέννων αποτελούν μια δύσκολη περίοδο ανεξαρτήτως ηλικιακής ομάδας καθώς οι δραστηριότητες όλων έχουν μειωθεί σημαντικά. Όπως περιγράφει η Δρ Κατσιφαράκη, ξαφνικά οι νεότεροι άρχισαν να μπαίνουν στη θέση της τρίτης ηλικίας με έναν βίαιο τρόπο καθώς είδαν τις δραστηριότητές τους και τις επιλογές τους να περιορίζονται αρκετά. Η κατάσταση αυτή «δημιουργεί μια καλή βάση για να επικοινωνήσουμε, καθώς έχουμε μπει στα παπούτσια αυτών των ανθρώπων και είναι ένα καλό έδαφος για να συζητήσουμε μαζί τους, πώς βίωναν μέχρι τώρα όλη αυτή την κατάσταση». Σύμφωνα με τη δρα Κατσιφαράκη αυτό που παρατηρείται είναι ότι η τρίτη ηλικία νιώθει σαν να χάνει τον ρόλο της, καθώς δεν μπορούν να κάνουν όσα πράγματα έκαναν πριν, κατά τη διάρκεια των γιορτών. «Για παράδειγμα αναρωτιούνται ποιοι είναι, εφόσον δεν μπορούν να φτιάξουν ένα φαγητό για τα εγγόνια, ποιοι είναι, εφόσον δεν μπορούν να δώσουν στο εγγόνι τους ένα χαρτζιλίκι», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το πιο σημαντικό από όλα, όπως τονίζει, για να έρθουμε πιο κοντά με αυτούς τους ανθρώπους, είναι να εκδηλώσουμε το πραγματικό μας ενδιαφέρον. «Οι βιντεοκλήσεις, οι τηλεφωνικές κλήσεις, ακόμα και ένα γράμμα αποτελούν σαφέστατα επιλογές για να μειωθεί η απόσταση, ωστόσο το σημαντικό δεν είναι το μέσο αλλά το μήνυμα που θα εκφράσουμε. Σημασία έχει το τι θα πούμε. Για παράδειγμα μια τυπική συνομιλία, τι κάνεις, καλά Χριστούγεννα, δεν θα κάνει τον άλλον να νιώσει ζεστασιά και να μειώσει το αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης. Αυτό που θα μας κάνει να έρθουμε πιο κοντά στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας κι αυτοί πιο κοντά σε εμάς, είναι να μοιραστούμε αυτή την ευαλωτότητα. Όλοι είμαστε μόνοι μας, όλοι έχουμε να αντιμετωπίσουμε υπαρξιακούς φόβους για την υγεία τη δική μας και όσων αγαπάμε, για τον βιοπορισμό μας αλλά και για τα οικονομικά μας», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Μια απλή ερώτηση όπως «πώς νιώθεις τώρα γιαγιά που δεν μπορούμε να βρεθούμε από κοντά», ή η έκφραση τους συναισθήματος που γεννά η απουσία, ότι μας λείπουν πολύ δηλαδή, μπορεί να κάνει τους άλλους να νιώσουν λιγότερο μόνοι τους. «Να εκφράζουμε τα συναισθήματα μας και να ρωτάμε τι έχουν ανάγκη από εμάς για να νιώθουν λιγότερο μόνοι τους. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία σαν μέσο για να πούμε βαθύτερα πράγματα, αλήθειες και ανάγκες που έχουμε. Είναι καλή εποχή τώρα να τις εκφράσουμε και να τις επικοινωνήσουμε σε βαθύτερο επίπεδο. Μπορούμε να τραφούμε συναισθηματικά μέσα από μία επικοινωνία τέτοιου είδους. “Τι έχεις ανάγκη από μένα γιαγιά-μαμά, για να αισθανθείς λιγότερη μοναξιά”. Πολλές φορές μια πολύ απλή ερώτηση μπορεί να μας ανοίξει μεγάλους δρόμους γιατί ο άλλος μπορεί να χρειάζεται κάτι πολύ απλό για να αισθανθεί παρηγοριά. Πολλές φορές και να μας ακούσει ο άλλος έχει πολύ μεγάλη σημασία», καταλήγει η Δρ Κατσιφαράκη.