Μερικούς μήνες νωρίτερα, όταν η χώρα συγκλονιζόταν από την αγόρευση της εισαγγελέως Αριστοτελείας Δόγκα στη διάρκεια της δίκης για τον βιασμό και τη στυγερή δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, ορισμένοι βιάζονταν να προσθέσουν έναν αστερίσκο στην ενθουσιώδη αποδοχή της σαφούς τοποθέτησης της δικαστικού.
Δεν ήταν άτομα που αμφισβητούσαν την αθωότητα της νεκρής, ούτε ανήκαν στη συνομοταξία εκείνων που ταυτίζουν την αντικειμενικότητα με την ουδετερότητα και την τοποθετούν υπεράνω κάθε άλλης ηθικής αξίας. Οι φωνές αυτές, ανήκαν σε εκείνους που μπορούσαν να διακρίνουν τόσο τις ομοιότητες της υπόθεσης με κάθε άλλη υπόθεση βιασμού, όσο και τις ιδιαιτερότητές της.
Η τραγική ιστορία της Ελένης Τοπαλούδη δεν μπορούσε να αφήσει σε κανέναν αμφιβολίες για το τι πραγματικά είχε συμβεί. Ήταν μια κοπέλα «που δεν είχε δώσει δικαιώματα», που αντιστάθηκε, που βρήκε βασανιστικό θάνατο στα χέρια των βιαστών της. Όσες λογικές ακροβασίες και αν έκανε κανείς, θα ήταν δύσκολο να βρει επιχειρήματα που να μετατοπίζουν τις κτηνώδεις αυτές πράξεις στη ζώνη του «γκρι».
Όμως δεν ισχύει το ίδιο για όλες τις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας του ίδιου του αριθμού τους. Αρκεί να ρωτήσει κανείς σχετικά τις γυναίκες στον κύκλο του, για να διαπιστώσει ότι σχεδόν όλες έχουν να διηγηθούν μια ιστορία παρενόχλησης, ένας τεράστιος αριθμός έχει υποστεί βιασμό και οι περισσότερες έχουν βιώσει καταστάσεις που και οι ίδιες ίσως δυσκολεύονται να αποφασίσουν αν συνιστούσαν ή όχι κακοποίηση –ίσως επειδή αν τις ορίσουν ως τέτοιες, θα καταστούν και πιο πραγματικές.
Και αυτό σημαίνει ότι πλάι στον τεράστιο αριθμό των γυναικών που έχουν βιαστεί, υπάρχει και ένας εξίσου μεγάλος αριθμός ανδρών που έχουν βιάσει, συχνά χωρίς να αντιλαμβάνονται καν ότι η συμπεριφορά τους είναι κακοποιητική, ακριβώς επειδή έχουν μάθει ότι τα γυναικεία σώματα είναι δικά τους για να τα μεταχειρίζονται με όποιον τρόπο κρίνουν κατάλληλο.
Βιασμός είναι κάθε σεξουαλική πράξη χωρίς συναίνεση, ακόμη και αν η συναίνεση αυτή αποσύρθηκε στη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Αυτός είναι ο ορισμός που δίνει πλέον και η ελληνική νομοθεσία. Δεν απαιτείται βία ή έντονη αντίσταση για να στοιχειοθετηθεί σεξουαλική κακοποίηση. Δεν απαιτείται το θύμα να πεθάνει προσπαθώντας να αποφύγει τον βιασμό του. Και σίγουρα δεν απαιτείται να παραμείνει «τσακισμένο» για πάντα μετά το ανείπωτο τραύμα που έζησε.
Μετά τη χιονοστιβάδα καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση ή παρενόχληση στον χώρο του ελληνικού αθλητισμού, μεγάλη μερίδα ανθρώπων διατυπώνει φαινομενικά εύλογα ερωτήματα για την υπόθεση της Σοφίας Μπεκατώρου, που ήταν και το έναυσμα για το αποκαλούμενο «ελληνικό MeToo».
«Γιατί μπήκε στο δωμάτιό του;», αναρωτιούνται ορισμένοι. «Γιατί δεν φώναξε, γιατί δεν πάλεψε;», απορούν άλλοι. «Αφού δεν μίλησε τότε, άφησε απροστάτευτες κι άλλες γυναίκες», κατηγορούν κάποιοι, θεωρώντας ουσιαστικά την ολυμπιονίκη συνυπεύθυνη για τις ενδεχόμενες επακόλουθες εγκληματικές πράξεις του φερόμενου ως βιαστή της. Και φυσικά, δεν λείπουν κι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η ίδια η σταδιοδρομία της, το γεγονός ότι έκανε οικογένεια, ότι συνέχισε να βάζει στόχους και να τους πετυχαίνει δείχνουν ότι τελικά, μάλλον δεν της συνέβη και τίποτα –ίσως να μην είναι όλα παρά μόνο ένα ψέμα «για να κερδίσει δημοσιότητα».
Πενήντα –και βάλε- αποχρώσεις του victim blaming διάχυτες σε ολόκληρο το ελληνικό internet.
Δεν φταίνε τα θύματα που εμπιστεύτηκαν τους βιαστές τους. Ανθρώπους που στις περισσότερες περιπτώσεις έτσι κι αλλιώς έχουν φροντίσει με κάθε κόστος να κερδίσουν αυτή την εμπιστοσύνη, προκειμένου να καταφέρουν και να την εκμεταλλευτούν.
Δεν φταίνε τα θύματα που δεν φώναξαν, που δεν πάλεψαν. Ακόμη και αν δεχτούμε πως μια τέτοια κίνηση δεν θα κατέληγε δεδομένα στο θάνατό τους, τη στιγμή που σου συμβαίνει το αδιανόητο, που ζητάς από κάποιον να σταματήσει κι εκείνος σε αγνοεί ενώ βλέπει ότι υποφέρεις, ότι δεν θες, ότι τον αποστρέφεσαι –γιατί το βλέπει, ας είμαστε σοβαροί- γιατί να πιστέψεις ότι η βαναυσότητα θα σταματήσει εκεί, τι είναι αυτό που θα σε κάνει να νιώσεις ότι αν αντιδράσεις θα είσαι ασφαλής;
Η αντίδραση σε μια επίθεση, κάποτε θεωρούνταν ότι μοιράζεται στο δίπολο μάχης-αποφυγής. Όμως υπάρχει και μια εξίσου φυσιολογική, εξαιρετικά διαδεδομένη τρίτη εκδοχή: Ο φόβος κάνει πολλές και πολλούς να παγώνουν, να αποστασιοποιούνται από το ίδιο τους το σώμα, να περιμένουν απλώς μέχρι η φρίκη να τελειώσει. Και παρεμπιπτόντως, σε τέτοιες περιπτώσεις η ιατροδικαστική εξέταση ίσως δεν είναι σε θέση να δώσει σαφείς απαντήσεις για το τι πραγματικά συνέβη.
Και φυσικά, δεν οφείλουν τα θύματα να πληρώσουν για τα εγκλήματα που υπέστησαν. Ας φανταστούμε τη Σοφία Μπεκατώρου ή την όποια Σοφία, σε ηλικία 21 ετών, να καταγγέλλει τον βιασμό της από κάποιο μεγαλοπαράγοντα με ισχυρές διασυνδέσεις. Σε μια εποχή δεκαετίες πριν την ψήφιση του νόμου που όρισε τον βιασμό ως σεξ χωρίς συναίνεση –δηλαδή ως απουσία του «ναι» και όχι ως αδιαφορία για την αντίσταση που προβάλλει το θύμα. Ακόμη και αν δικαιωνόταν, πράγμα δύσκολο να πιστέψει κανείς αν ρίξει μια ματιά στις υποθέσεις βιασμού στη χώρα μας στη διάρκεια των τελευταίων τριών-τεσσάρων ετών και χωρίς καν να κάνει αναδρομή μέχρι τη δεκαετία του ’90, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η καριέρα της θα είχε τελειώσει, πριν καν αρχίσει.
Δεν ήταν ευθύνη της –δεν είναι ευθύνη κανενός θύματος- να αυτοθυσιαστεί για το «κοινό καλό». Τα άτομα που έχουν βιώσει σεξουαλική βία, δεν οφείλουν σε κανέναν να μιλήσουν πριν αισθανθούν έτοιμα. Γράφτηκε, και δικαίως, ότι αντιδράσεις σαν αυτές που κατέκλυσαν τα ελληνικά ΜΜΕ, σαν αυτή της ίδιας της ΕΙΟ, είναι ακριβώς η αιτία που τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων δεν καταγγέλλουν αμέσως αυτό που τους συνέβη. Και είναι γεγονός. Οι δικαστικές διαμάχες, συνήθως καταλήγουν με το θύμα να βιώνει εκ νέου κακοποίηση, αναγκασμένο να θυμηθεί καρέ-καρέ την τραυματική του εμπειρία, αλλά και να αποδείξει σε δύσπιστους δικαστικούς και εριστικούς δικηγόρους ότι «δεν είναι ελέφαντας».
Δεν θα έπρεπε καν να είναι ανάγκη να ειπωθεί ότι, ακόμη και αν υπήρξαν πολλές «Σοφίες» μετά τη βία που υπέστη το κάθε θύμα που δεν μίλησε, υπαίτιος για τα περιστατικά είναι μόνο ο δράστης και ενδεχομένως εκείνοι που τον προστάτευαν. Όχι από φόβο, αλλά από συμφέρον ή ακόμη και επειδή δεν διέφεραν και τόσο πολύ από εκείνον.
Και ταυτόχρονα, κανένα άτομο που έχει βιώσει σεξουαλική ή οποιαδήποτε άλλη κακοποίηση δεν υποχρεούται να μετατραπεί σε πρότυπο ή σε άγιο. Καμιά δεν είναι υποχρεωμένη να αποδειχθεί γενναία, να αποκηρύξει τα όνειρά της ή να παραμείνει «τσακισμένη» για πάντα, να μετατραπεί με λίγα λόγια στο «τέλειο θύμα» που εμφανώς έχουμε ανάγκη για να δείξουμε τη στήριξή μας.
Καμιά δεν διαλέγει να βιαστεί, ανεξάρτητα από τον αριθμό των σεξουαλικών της συντρόφων, ανεξάρτητα από το αν ήταν ολυμπιονίκης, φοιτήτρια, νοικοκυρά ή σεξεργάτρια, ανεξάρτητα από το αν γνώρισε τον βιαστή της μισή ώρα πριν το περιστατικό σε ένα μπαρ ή αν ήταν παντρεμένη μαζί του. Καμιά δεν ήταν ψυχολογικά εξοπλισμένη να αντιμετωπίσει τη φρίκη. Και καμιά δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο κριτικής για το πώς κατάφερε να ξανακάνει τη ζωή της αξιοβίωτη μετά από αυτό.
Δεν υπάρχουν τέλεια θύματα. Και αν θέλουμε η σεξουαλική βία να πάψει να αποτελεί καθημερινότητα, πρέπει να σταματήσουμε να τα αναζητάμε.