Τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες του τούρκου προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν, από την Αφρική και τον Καύκασο μέχρι την προβληματική σχέση του με την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξετάζει η εφημερίδα Financial Times, χαρακτηρίζοντάς τον «πρόβλημα στο κατώφλι της Ευρώπης».
Το εκτενές άρθρο με τίτλο «Το μεγάλο παιχνίδι του Ερντογάν: Το τουρκικό πρόβλημα στο κατώφλι της ΕΕ», αφού περιγράφει ένα περιστατικό το 2004 κατά τη διάρκεια των συνομιλιών ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, όταν ο Ερντογάν ως νέος πρόεδρος απειλούσε τους Ευρωπαίους ότι θα φύγει, σημειώνει χαρακτηριστικά «μετά από 15 και πλέον χρόνια η χώρα απέχει περισσότερο από ποτέ από την ένταξή της στην ΕΕ».
Αφού οι αρχηγοί του μπλοκ διέταξαν τον περασμένο μήνα την προετοιμασία νέων κυρώσεων εναντίον της Άγκυρας για τη διαμάχη στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, οι σχέσεις έχουν καταλήξει σε μια βαθύτερη κρίση, χωρίς προφανές σχέδιο για τον τρόπο αναβίωσής τους.
Η… οδυνηρή αγκαλιά
Όπως επισημαίνουν οι FT, η κλιμάκωση των διαφορών προκάλεσε φόβους σύγκρουσης και κατέστρεψε την εμπιστοσύνη πολλών ευρωπαϊκών χωρών και αξιωματούχων των Βρυξελλών προς τον γείτονά τους. Ταυτόχρονα, οι αμοιβαίες εξαρτήσεις σε τομείς όπως το εμπόριο, η μετανάστευση και η αντιτρομοκρατία σημαίνουν ότι καμία πλευρά δεν είναι ακόμη έτοιμη για μια πλήρη ρήξη – αφήνοντας και τους δύο κολλημένους σε μια «οδυνηρή αγκαλιά».
Μάλιστα, αναφορά γίνεται στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, όπου οι ρυρωπαίοι ηγέτες πρόκειται να πραγματοποιήσουν συνομιλίες σχετικά με τη στρατηγική τους για την Τουρκία, συμπεριλαμβανομένων νέων κυρώσεων.
Η Άνγκελα Μέρκελ, σύμφωνα με το άρθρο, έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο να σταματήσει το χάσμα μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας από το να μετατραπεί σε ολική ρήξη. Ήταν αυτή που προώθησε τη συμφωνία για το μεταναστευτικό του 2016. Το Βερολίνο γνωρίζει άλλωστε τόσο τη σημασία της Τουρκίας για τις γερμανικές εταιρείες όσο και αυτή των πολιτών τουρκικής καταγωγής στη χώρα.
Γιατί «ρίχνει γέφυρες»
Σύμφωνα με τους Financial Times, τις τελευταίες ημέρες ο Ερντογάν τηρεί πιο… ειρηνική στάση, εν μέρει για να προσελκύσει ξένο κεφάλαιο για να στηρίξει την οικονομία του έθνους του. Την Τρίτη, ο τούρκος πρόεδρος «χρησιμοποίησε» συνάντηση με πρεσβευτές της ΕΕ για να χαιρετίσει την έναρξη των διερευνητικών συνομιλιών με την Ελλάδα και είπε ότι επιδιώκει να δημιουργήσει «θετική ατζέντα» στις σχέσεις της Τουρκίας με τις Βρυξέλλες.
Όμως, πολλοί διπλωμάτες της ΕΕ, είναι σκεπτικοί για στο ενδεχόμενο μεγάλης αλλαγής στις διμερείς σχέσεις. Κάποιος είπε ότι περίμενε την πιο επιθετική προσέγγιση του τούρκου προέδρου να «επανεμφανιστεί πριν από τον Μάρτιο», όταν οι ηγέτες της ΕΕ αποφασίσουν για τις σκληρότερες οικονομικές κυρώσεις που έχουν αποφύγει εδώ και καιρό».
«Η παράξενη αλλά σωστή λογική είναι η εξής: ‘μην κλωτσήσεις κάποιον ενώ είναι κάτω, γιατί μπορεί να κάνει ακόμη πιο τρελά πράγματα’» είπε ο διπλωμάτης. «Δεν έχουμε αντιμετωπίσει ποτέ τα διαρθρωτικά ζητήματα και είπαμε στον Ερντογάν: ‘Αν συνεχίζετε να συμπεριφέρεστε έτσι, θα υπάρξουν οικονομικές συνέπειες’».
Γεωπολιτική ισχύ με «στρατό και κατασκόπους»
Σύμφωνα με την εφημερίδα, την εξωτερική πολιτική του τούρκου προέδρου τη χαρακτηρίζει τον τελευταίο καιρό σκληρή ρητορική και χρήση στρατιωτικών μέσων, όπως φάνηκε και με τη στήριξη που προσέφερε η Αγκυρα στις ένοπλες δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν στην πρόσφατη σύρραξη με την Αρμενία για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Μέσα σε μόλις πέντε χρόνια, ο Ερντογάν έχει διατάξει στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία και στο βόρειο Ιράκ, ενώ έστειλε στρατό στη Λιβύη και ενεπλάκη σε ναυτική αντιπαράθεση με την Ελλάδα στο Αιγαίο. Η νέα αυτή επιθετική εξωτερική πολιτική έχει προκαλέσει την ανησυχία των συμμάχων της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, ενώ οδήγησε στην αναζωπύρωση παλαιών διενέξεων και στην ανάδειξη νέων γεωπολιτικών αντιπάλων.
Εχοντας συνειδητοποιήσει, όμως, τη σημασία της ήττας του Ντόναλντ Τραμπ και την ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, ο Ερντογάν δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ότι προτίθεται να «γυρίσει σελίδα» στις σχέσεις του με τη Δύση. Αγνωστο παραμένει, ωστόσο, εάν ο Ερντογάν είναι πρόθυμος για συμβιβασμούς σε θέματα που πλήττουν τις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τα κράτη της Μέσης Ανατολής. «Εχουν σημειωθεί μικρές κινήσεις της Τουρκίας, που μπορούν να θεωρηθούν κλάδοι ελαίας, χωρίς όμως ουσιαστικό αντίκρισμα. Η προώθηση της συνεννόησης είναι πολύ δύσκολη» λέει ευρωπαίος διπλωμάτης.
Η εξωτερική πολιτική Ερντογάν έχει χαρακτηρισθεί «νεοοθωμανική». Τούρκοι αξιωματούχοι επιμένουν, όμως, ότι μόνο κίνητρό τους είναι η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων τους. «Οταν η Γαλλία παρεμβαίνει, είναι απλά η Γαλλία, κανείς δεν αποκαλεί την πολιτική της ναπολεόντεια» λέει τούρκος διπλωμάτης.
Η αποφασιστικότητα και η μονομέρεια της εξωτερικής πολιτικής της Αγκυρας έχουν μεγάλο κόστος. «Η Τουρκία δεν έχει βρεθεί ποτέ τόσο απομονωμένη στην ιστορία της. Υπάρχει διευρυνόμενο μέτωπο κρατών που εχθρεύονται την Τουρκία» λέει η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Διεθνών Θεμάτων και Ασφάλειας του Βερολίνου, Σινέμ Αντάρ.
Η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 επέτρεψε στον Ερντογάν να ενισχύσει τον έλεγχό του πάνω στις ένοπλες δυνάμεις, ενώ η εκλογική του συμμαχία με το ακραία εθνικιστικό κόμμα MHP τον οδήγησε σε ιδεολογική στροφή προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, υιοθετώντας τις θέσεις της για την εθνική ασφάλεια και ιδιαιτέρως για την πάταξη του κουρδικού αυτονομιστικού κινήματος. Την ίδια στιγμή, η μετάβαση στην Προεδρική Δημοκρατία το 2018 υποβάθμισε τον ρόλο του υπουργείου Εξωτερικών, που διοικείτο παραδοσιακά από φιλικούς προς τη Δύση «μανδαρίνους».
Πολλοί Τούρκοι επικρίνουν την τακτική του Ερντογάν να επαφίεται σε «στρατιωτικούς και κατασκόπους» για την εξωτερική του πολιτική, παραγκωνίζοντας τους διπλωμάτες. Στις επισκέψεις του στο εξωτερικό, ο Ερντογάν συνοδεύεται πάντα από τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Χακάν Φιντάν και τον υπουργό Αμυνας Χουλουσί Ακάρ.