Το βαθύ λαρύγγι και η έρευνα
Πάνω από 1.500.000 έγγραφα δόθηκαν στην δημοσιότητα από το ICIJ αποκαλύπτοντας τις διαδρομές των υπεράκτιων εταιριών με έδρα το διάσημο νησιωτικό σύμπλεγμα της Καραϊβικής
Οι Μπαχάμες, ένα νησιωτικό σύμπλεγμα της Καραϊβικής, θεωρούνται ένας εξωτικός παράδεισος, στα εφτακόσια νησιά που το αποτελούν είναι σχεδόν πάντα καλοκαίρι και οι Αμερικανοί στην πλειοψηφία τους τουρίστες λιάζονται σε all inclusive resorts απολαμβάνοντας κοκτέιλ σε πολύχρωμους συνδυασμούς.
Δίπλα στον όρο «εξωτικός προορισμός» ταιριάζει απόλυτα και ένας άλλος, ο «φορολογικός παράδεισος», αφού στο συγκεκριμένο κράτος οι νόμοι περί εμπιστευτικότητας είναι τόσο ισχυροί που εδώ και δεκαετίες έχει χαρακτηριστεί ως το «πλυντήριο της Καραϊβικής».
Μόνο που από την περασμένη Τετάρτη το βράδυ, το συγκεκριμένο… πλυντήριο «άνοιξε» κατά κάποιο τρόπο με την διαρροή εγγράφων που αφορούν offshore εταιρίες με έδρα τις Μπαχάμες, στην δημοσιότητα από το ICIJ ένα διεθνές κονσόρτσιουμ δημοσιογράφων.
Το μέγεθος της διαρροής είναι 38 GB, ο αριθμός των εγγράφων 1.300.000, ο αντίστοιχος εταιριών, ιδρυμάτων και καταπιστευμάτων 175.888 και ο αριθμός των προσώπων που συνδέονται με αυτά (διευθυντές, γραμματείς, μέλη διοικητικών συμβουλίων, υπάλληλοι κ.α.) μεγαλύτερος από 25.000.
Ανάμεσα σε αυτούς φιγουράρουν μια Ευρωπαία επίτροπος, μια υπουργός της Βρετανίας, ένας πρώην πρωθυπουργός αραβικού κράτους, και αρκετοί πάνω από εβδομήντα Έλληνες, ανάμεσά τους επιχειρηματίες και χρηματιστές αλλά και ένας έμπορος όπλων.
Όπως επισημαίνουν και οι ερευνητές του ICIJ το να είναι κανείς ιδιοκτήτης μίας offshore δεν είναι παράνομo, αντίθετα θεωρείται μια λογική επιλογή για ορισμένες διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές.
Απτά παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Μια υπεράκτια εταιρία δύναται να χρησιμοποιείται από έναν πετρελαϊκό κολοσσό που επιθυμεί να κρυφτεί από τους ανταγωνιστές του, όταν κάνει έρευνες για κοιτάσματα, επειδή πολύ απλά με την offshore δεν φαίνονται τα πραγματικά στοιχεία του ιδιοκτήτη. Επίσης, μια τέτοια εταιρία στον χώρο της ναυτιλίας ιδρύεται συνήθως για την διευκόλυνση των διεθνών εμπορικών δραστηριοτήτων της.
Το κακό στην περίπτωση των offshore ξεκινάει από αυτή την ανωνυμία που προσφέρουν και η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από διάφορους για παράνομες δραστηριότητες, όπως το λαθρεμπόριο όπλων, η φοροδιαφυγή, η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων όπως είναι τα έργα τέχνης και ο χρυσός αλλά και για μίζες από συμβόλαια που υπογράφηκαν με αδιαφανείς διαδικασίες.
Το βαθύ λαρύγγι και η έρευνα
Η διαρροή των Bahama Leaks παρουσιάζει πολλές ομοιότητες σε κάποιες λεπτομέρειες με αυτή των Panama Papers. Η πηγή της διαρροής επικοινώνησε-ακριβώς όπως είχε συμβεί και με τον τεράστιο όγκο των αρχείων της Mossack Fonseca από τον Παναμά-με δύο δημοσιογράφους της Γερμανικής εφημερίδας «Sueddeutsche Zeitung», τους Μπαστιάν Ομπερμάγερ και Φρέντερικ Ομπερμάιερ.
Εικασίες για το ποιος κρύβεται πίσω από την νέα διαρροή είναι αναπόφευκτο να γίνουν. Κάποιοι έχουν ήδη αρχίσει να κοιτάνε προς τις Μπαχάμες ψάχνοντας για κάποιον πρώην υπάλληλο η στέλεχος με πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία.
Κάποιον που αποφάσισε να δώσει τελικά ένα μέρος της data στους δημοσιογράφους της Γερμανικής εφημερίδας, κάτω από συνθήκες που δεν έχουν διευκρινιστεί ακόμη.
Λίγες ημέρες μετά την δημοσιοποίηση των Panama Papers κάποια ρεπορτάζ αποκάλυψαν λεπτομέρειες για την πηγή της διαρροής, το πως ήρθε σε επαφή με τους δημοσιογράφους, τους φόβους του για την ζωή του και την εμμονή του στο κρατηθεί μυστική η ταυτότητά του.
Δεν ζήτησε τίποτε για τον τεράστιο όγκο εγγράφων που παραχώρησε, πέρα από το να διαπιστωθεί αν υπάρχουν αξιόποινες πράξεις και να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Στην περίπτωση των Bahama Leaks ακούστηκε ότι η δημοσιοποίηση τους μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός πολέμου ανάμεσα σε χάκερ και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα ακουστούν και άλλα.
Όποια όμως και αν ήταν η πηγή και παρόλο που το μέγεθος της διαρροής είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με τα Panama Papers-μόλις το 1/10-πέφτει για πρώτη φορά φως σε αυτόν τον εξωτικό φορολογικό παράδεισο.
Εκεί όπου φιλοξενούνται εκατοντάδες χιλιάδες offshore εταιρίες, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν και ακόμη και αν γίνει αυτό να οδηγήσουν τους ερευνώντες μέσα από τις δαιδαλώδεις συνήθως διαδρομές τους στους πραγματικούς τους ιδιοκτήτες.
Οι πρωταγωνιστές
Σε μια έρευνα που διήρκεσε πάνω από τρεις μήνες και ολοκληρώθηκε στις αρχές της εβδομάδας που τελειώνει ερευνήθηκαν εξονυχιστικά όλα τα έγγραφα των Bahama Leaks, που κινούνται χρονολογικά από το 1990 μέχρι το 2015.
Σε αυτά περιλαμβάνονται κάποια ηχηρά ονόματα, κάποια μάλλον αναπάντεχα όπως αυτό της επί ετών Ευρωπαίας Επιτρόπου Νέλι Κρους, η οποία φέρεται να υπήρξε από το 2000 έως το 2009 διευθύντρια της offshore Mint Holdings.
H ίδια μέσω του δικηγόρου της δήλωσε ότι είναι έτοιμη να ενημερώσει τον πρόεδρο της Κομισιόν για την υπόθεσή της, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη.
Την ίδια στιγμή κάτοχος όχι μιας αλλά δύο εξωχώριων εταιριών στις Μπαχάμες είναι η υπουργός Εσωτερικών της Βρετανίας Άμπερ Ρουντ σύμφωνα με τον Guardian, στις οποίες μάλιστα είχε την θέση της διευθύντριας.
Με offshore στον συγκεκριμένο φορολογικό παράδεισο εμφανίζεται και ο πρώην πρωθυπουργός του Κατάρ Χαμάντ Μπιν Τζασίμ Μπιν Χαμπέρ Αλ Θάνι, την Trick One Limited. Η εταιρία εμφανίζεται τον Ιανουάριο του 2005, όταν ο Αλ Θάνι υπέγραψε με τράπεζα συμφωνία για να λάβει δάνειο ύψους 53.000.000 δολαρίων για το οποίο έβαλε ως εγγύηση το εκπληκτικό σκάφος του Al Mirqab αξίας 300.000.000 δολαρίων.
Σε ότι αφορά τους Έλληνες που σχετίζονται με τα Bahama Leaks τα ονόματα που περιέχονται είναι πάνω από εβδομήντα και κάποια από αυτά ιδιαίτερα γνωστά.
Ανάμεσα σε αυτά εμφανίζεται ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης αλλά και αυτό του Γιώργου Κυριακίδη, γιος του πρώην πολύ στενού συνεργάτη του επιχειρηματία, Πέτρου Κυριακίδη. Πατήρ και υιός φυγοδικούν από τον Μάρτιο του 2013, όταν είχαν κληθεί να καταθέσουν για την εμπλοκή τους στο σκάνδαλο της Proton Bank.
Οι Λαυρεντιάδης και Κυριακίδης σύμφωνα με τις αποκαλύψεις των Bahama Leaks εμφανίζονται ως μέλη του συμβουλίου στο ίδρυμα Dionar Foundation που «γεννήθηκε» πριν από έξι χρόνια στις Μπαχάμες.
Σύμφωνα με την έρευνα το συγκεκριμένο ίδρυμα ιδρύθηκε με αποκλειστικό σκοπό την τον έλεγχο άλλου ιδρύματος με έδρα την Ολλανδία.
Οι Μπαχάμες αποδείχτηκαν ιδανικό μέρος και για κάποιες από τις πολυσχιδείς δραστηριότητες του εμπόρου όπλων Βλάση Καμπούρογλου και της στενής του συνεργάτιδας Γκορντάνα Σανάντι.
Η τελευταία λόγω στενότατης φιλίας είναι πολύ συχνά καλεσμένη στην οικία Καμπούρογλου, μαζί με τον σύζυγό της Τόμισλαβ ο οποίος εμφανίζεται ως μέλος δύο τουλάχιστον εταιριών στους ισολογισμούς τους, οι οποίες συνδέονται άμεσα με μια τουλάχιστον από τις υπεράκτιες εταιρίες στις οποίες εμπλεκόταν ο εκλιπών έμπορος όπλων.
Πρόκειται για την Rydston Properties, με έδρα τις Μπαχάμες που οδηγεί στην εταιρία Beomotion LLC, στο εταιρικό site της οποίας υπάρχουν στοιχεία για δύο υπό κατασκευή project, τα οποία έχουν αναλάβει άλλες δύο εταιρίες, η Six Star και η Grosko.
Τους ισολογισμούς των τεσσάρων τελευταίων ετών υπογράφει ο Τόμισλαβ Σανάντι, δείγμα και αυτό της απόλυτης εμπιστοσύνης αλλά και της πολύ φιλικής σχέσης, που είχαν ο Καμπούρογλου και η Γκορντάνα.
Έτερος Έλληνας που εμφανίζεται στα Bahama Leaks είναι ο χρηματιστής Γεώργιος Δασκαλέας, προφυλακισμένος αυτή την περίοδο για το γνωστό σκάνδαλο εξαπάτησης επενδυτών μέσα από ένα κύκλωμα που φέρεται να καρπώθηκε ποσό που αγγίζει τα 200.000.000 ευρώ.
Το όνομά του εμφανίζεται σε έγγραφο με τον τίτλο του διευθυντή της εταιρίας GP&K Advisors Ltd με έδρα τις Μπαχάμες, ενώ εξαιρετικό ενδιαφέρον για άλλο λόγο παρουσιάζουν άλλες δύο υπεράκτιες εταιρίες που αποκαλύφθηκαν από τα Bahama Leaks.
Από την έρευνα που διενήργησαν οι ελληνικές δικαστικές αρχές προκύπτει ότι οι εν λόγω εταιρίες λειτούργησαν για να διοχετευθούν μίζες σε Έλληνες αξιωματούχους που εμπλέκονταν στις προμήθειες εξοπλιστικών προγραμμάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Η πρώτη είναι η Darley Consultants μέσω της οποίας από το 2004 μέχρι το 2007 διοχετεύτηκαν σύμφωνα με την δικογραφία μίζες για την προμήθεια πενήντα τεσσάρων (54) αντιαεροπορικών συστημάτων Stinger.
Όπως αποκαλύπτουν τα ελληνικά δικαστικά έγγραφα διαχειριστής της εταιρίας με έδρα τις Μπαχάμες ήταν ανώτατος Έλληνας αξιωματούχος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας που φέρεται να έλαβε ποσό άνω των 260.000 ευρώ.
Η δεύτερη είναι η Dronfield Investments S.A. που σύμφωνα με τις ελληνικές δικαστικές αρχές συνδεόταν άμεσα με ανώτατο αξιωματούχο που υπηρετούσε στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού. Ο τελευταίος φέρεται σύμφωνα με την δικογραφία να έχει λάβει ποσό κατά τι λιγότερο από 1.000.000 ευρώ, μέρος του οποίου διακινήθηκε μέσω της συγκεκριμένης offshore κατά τα τα έτη 2005-2007.
Αυτό που προκαλεί εύλογα ερωτήματα στις δύο τελευταίες περιπτώσεις είναι ότι αμφότερες οι εταιρίες δείχνουν να είναι σε λειτουργία, μέχρι και πέρυσι. κάτι ασυνήθιστο για offshore που ιδρύονται και χρησιμοποιούνται για δωροδοκίες.
Συνήθως όταν τα χρήματα «περάσουν» από αυτές κλείνουν ώστε να είναι ακόμη πιο δύσκολη η αναζήτησή τους από τις αρχές των χωρών που ερευνούν τέτοιες υποθέσεις, αναζητώντας την άκρη στον δαιδαλώδη κόσμο των υπεράκτιων εταιριών σε φορολογικούς παραδείσους ανά τον κόσμο, ενίοτε δε και εξωτικούς, όπως οι Μπαχάμες.
πηγή : protothema.gr