Ανυπομονώντας για άρση των κυρώσεων που της είχε επιβάλει η κυβέρνηση Τραμπ, η Τεχεράνη εντείνει την πίεση προς τον Τζο Μπάιντεν για άμεση επιστροφή των ΗΠΑ στη διεθνή συμφωνία γύρω από το πυρηνικό της πρόγραμμα, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα περιορίσει τους ελέγχους των διεθνών επιθεωρητών στις εγκαταστάσεις της.
«Αν η άλλη πλευρά (δηλαδή οι ΗΠΑ) δεν τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου, τότε η κυβέρνησή μας θα υποχρεωθεί να εφαρμόσει τον νόμο και να αναστείλει την εθελοντική εφαρμογή του συμπληρωματικού πρωτοκόλλου», προειδοποίησε χθες ο εκπρόσωπος Τύπου του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών Σαΐντ Χατιμπζαντέχ. Ο σχετικός νόμος προωθήθηκε την περασμένη χρονιά από τους σκληροπυρηνικούς, που πλειοψηφούν στο ιρανικό Κοινοβούλιο. Προβλέπει ότι από την 21η Φεβρουαρίου 2021 οι επιθεωρητές της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) δεν θα μπορούν να διενεργούν αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε διάφορες εγκαταστάσεις ανά την ιρανική επικράτεια, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, αλλά μόνο στις επίσημα δηλωμένες εγκαταστάσεις του πυρηνικού της προγράμματος.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει εκφράσει τη βούλησή του να επιστρέψουν οι ΗΠΑ στην ιστορική συμφωνία του 2015, από την οποία αποδεσμεύθηκε η κυβέρνηση Τραμπ. Μάλιστα, όρισε ως ειδικό απεσταλμένο του για το Ιράν τον Ρομπ Μάλεϊ, έναν από τους αρχιτέκτονες της εν λόγω συμφωνίας. Ωστόσο, η κυβέρνηση Μπάιντεν θέτει ως προϋπόθεση να τηρήσει το Ιράν τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει με τη συμφωνία του 2015, δηλαδή να περιορίσει σημαντικά τον εμπλουτισμό ουρανίου. Αντίθετα, η Τεχεράνη ζητεί να προηγηθεί η άρση των ολέθριων για την ιρανική οικονομία κυρώσεων που της επιβλήθηκαν.
Μεσολαβητική προσπάθεια μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης έχει αναλάβει το Κατάρ. Ο υπουργός Εξωτερικών του εμιράτου Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραχμάν αλ Θάνι επρόκειτο να συναντηθεί χθες με τον πρόεδρο και τον υπουργό Εξωτερικών του Ιράν, στην Τεχεράνη. Επικαλούμενο Ιρανούς αξιωματούχους, το πρακτορείο Reuters εκτιμά ότι, παρά τη σκληρή ρητορική της, η Τεχεράνη είναι διατεθειμένη να δείξει ευελιξία έναντι του Μπάιντεν, ώστε να διασωθεί η συμφωνία του 2015.