Ιστορίες τρέλας
«Δύο μέτρα και δύο σταθμά» για όσους πούλησαν ακίνητα – Το κράτος μοίραζε «διπλές επιταγές» αλλά ελέγχουν τώρα για φοροδιαφυγή όσους δήλωναν στα συμβόλαια μόνον την αντικειμενική!
Μπορεί μεταβιβάσεις ακινήτων να μη γίνονται εδώ και μια δεκαετία πια, αλλά το υπουργείο Οικονομικών βρήκε τρόπο να εισπράξει φόρους και από τις μεταβιβάσεις που γίνονταν στο παρελθόν -ακόμα και πριν το 2005 που οι υποθέσεις αγοραπωλησιών έχουν πια παραγραφεί.
Με πρόσχημα τους ελέγχους στους τραπεζικούς λογαριασμούς, στοχοποιεί για «μαύρο χρήμα» όσους δήλωσαν στο πωλητήριο συμβόλαιο την αντικειμενική τιμή και όχι την πραγματικό τίμημα –πρακτικά δηλαδή σχεδόν όλους όσους πούλησαν ακίνητο πριν το 2013.
Στην παγίδα του νόμου δεν πέφτουν μόνο εργολάβοι-κατασκευαστές, αλλά και ακόμα και πάνω από 500.000 νοικοκυριά που πούλησαν ακίνητα στην δεκαετία του 2000. Το υπουργείο Οικονομικών καλείται να δώσει λύση, καθώς η εφορία τους αντιμετωπίζει όλους σαν φοροφυγάδες, αν διαπιστώσει πως κατέθεσαν στην τράπεζα μεγαλύτερο ποσό από το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο.
Εφαρμόζει όμως δύο μέτρα και δύο σταθμά. Ο μέσος ιδιοκτήτης που πούλησε κάποιο ακίνητο και δεν είχε να κερδίσει κάτι από την απόκρυψη του τιμήματος, καλείται τώρα να πληρώσει φόρους που ποτέ δεν όφειλε, ενώ άλλοι εμπλεκόμενοι που θησαύριζαν από τις πρακτικές αυτές (τράπεζες, μεσίτες, κατασκευαστές κλπ) μένουν στο απυρόβλητο.
Αλλά ακόμα και το ίδιο το Κράτος, που εισέπραξε δισεκατομμύρια από μεταβιβάσεις ακινήτων, νομιμοποιούσε τις «διπλές τιμές» (αντικειμενική-αγοραία) και τις «διπλές επιταγές» που έδιναν οι τράπεζες στους υποψήφιους αγοραστές, μία για να καλύψουν την αναγραφόμενη στα συμβόλαια αντικειμενική τιμή, και άλλη για το επιπλέον ποσό έως το πραγματικό τίμημα.
Ιστορίες τρέλας
Η σκληρή πραγματικότητα, με την οποία έρχονται καθημερινά πλέον αντιμέτωποι χιλιάδες φορολογούμενοι, έχει ως εξής:
Σκαλίζοντας τραπεζικούς λογαριασμούς εδώ και πέντε χρόνια για αδήλωτα κεφάλαια, οι φοροελεγκτές του υπουργείου Οικονομικών ανακάλυψαν έναν «κρυμμένο θησαυρό» δισεκατομμυρίων για να φορολογήσουν. Σε κάθε φορολογούμενο που ελέγχουν, αν αυτός έχει πουλήσει ακίνητο μετά το 2001, βρίσκουν και κάποια τραπεζική κατάθεση που ξεπερνά τα δηλωθέντα εισοδήματα της χρονιάς αφού, όπως όλοι κάνανε εδώ και 30 χρόνια, στο πωλητήριο συμβόλαιο δήλωναν μόνον την αντικειμενική τιμή που ίσχυε και όχι την πραγματική αγοραία αξία που είχε το ακίνητο.
Την διαφορά αυτή που δεν δικαιολογείται από το συμβόλαιο, την χαρακτηρίζουν «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας» και αξιώνουν φόρο έως 120% του τιμήματος που ξεπερνά το αναγραφέν στο συμβόλαιο. Δεν δέχονται ότι το ποσόν της κατάθεσης που εντόπισαν αποτελεί νόμιμα φορολογημένο εισόδημα επειδή δεν συμφωνεί με το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο και, εναλλακτικά, καλούν τον ιδιοκτήτη να πληρώσει αυτός τον φόρο μεταβίβασης που δεν πλήρωσε ο αγοραστής.
Ωστόσο όλα τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσε κοινό μυστικό και καθολικό φαινόμενο ο θεσμός της «συμφωνίας κάτω από το τραπέζι», με τις «ευλογίες» μεσιτών, τραπεζών, εφόρων, λογιστών, νομικών αλλά και του Κράτους ακόμη.
Είναι ενδεικτικό ότι όχι μόνον οι εμπορικές τράπεζες, αλλά ακόμα και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων –φορέας δηλαδή άμεσα εποπτευόμενος από το υπουργείο Οικονομικών- καλούσε με ανακοινώσεις που αναρτούσε στην ιστοσελίδα του τους δημοσίους υπαλλήλους να πάρουν δάνεια, προβάλλοντας σαν δέλεαρ ότι «χρηματοδοτεί τη διαφορά μεταξύ του αναγραφόμενου στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ως οφειλόμενου τιμήματος και της αγοραίας – εμπορικής αξίας του υπό δανειοδότηση ακινήτου»!
Αποδεχόταν έτσι και το ίδιο το Κράτος ότι, κατά την συνήθη πρακτική που όλοι εφάρμοζαν για ακίνητα και στο πιο μικρό χωριό της Ελλάδας, άλλη τιμή θα αναγράφεται στο συμβόλαιο που θα κατατεθεί στην εφορία και άλλο θα είναι το πραγματικό που θα εισπράξουν οι πωλητές.
Από την άλλη, και ενώ για δεκαετίες το υπουργείο Οικονομικών εισέπραττε δισεκατομμύρια από φόρους μεταβίβασης από τα συμβόλαια με βάση αντικειμενικές αξίες που το ίδιο καθόριζε, «ενοχοποιεί» όσους συμφωνούσαν υψηλότερο τίμημα. Αλλά όταν οι αγοραίες τιμές έπεσαν κάτω από τις αντικειμενικές, δεν έδειξε την ίδια ευαισθησία να τις διορθώσει. Ακόμα και όταν -πέρυσι μόλις- τις διόρθωσε, το υπουργείο επέλεξε με ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια να αφήσει αμετάβλητες τις αξίες σε όσες και όποιες περιοχές ήθελε, αδιαφορώντας αν οι τρέχουσες πραγματικές τιμές και αξίες είναι υψηλότερες ή χαμηλότερες από τις αντικειμενικές.
«Λεφτά υπάρχουν» στις μεταβιβάσεις ακινήτων
Ωστόσο το υπουργείο Οικονομικών δεν θεωρούσε ποτέ τα λεφτά που εισέπρατταν τα φυσικά πρόσωπα από την πώληση ακινήτων σαν εισόδημα που έπρεπε να φορολογηθεί –με εξαίρεση το 2006 που επιβλήθηκε Φόρος Υπερτιμήματος αλλά αμέσως καταργήθηκε και από το 2014 τον Φόρο Υπεραξίας Ακινήτων που και αυτός όμως ανεστάλη και δεν λειτούργησε.
Παρόλα αυτά, εν έτει 2016, το υπουργείο Οικονομικών χαρακτηρίζει ως «μη φορολογημένο εισόδημα» και «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας» την κατάθεση του υπερτιμήματος (πάνω από αυτό που αναγράφεται στο συμβόλαιο) εφόσον μπήκε στον λογαριασμό όποιου πούλησε ακίνητο.
Αυτό γίνεται με την σύγκριση των καταθέσεων και της δηλώσεως Ε1. Οι πωλητές ανέγραφαν σαν έσοδο «από εκποίηση περιουσιακού στοιχείου» στον Κωδικό 781 του Ε1 και δεν φορολογούνταν, αλλά τώρα δεν μπορούν να αποδείξουν ότι η κατάθεση των επιπλέον ποσών προέρχεται από την ίδια συναλλαγή.
Επιπλέον η κυβέρνηση σχεδιάζει να επεκτείνει άμεσα από τον Οκτώβριο τους αναδρομικούς ελέγχους αυτούς και σε 1,3 εκατομμύρια πολίτες, των οποίων τα στοιχεία των τραπεζικών κινήσεων από το 2002 και μετά παρέδωσαν ήδη οι τράπεζες στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Τους ζητά μάλιστα και να… αυτοκαταγγελθούν, πληρώνοντας φόρο που δεν όφειλαν, για να μην τους κατάσχει όσα έχουν και δεν έχουν.
Οι εμπνευστές του σχεδίου υπολογίζουν -με βάση τα στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ- ότι στην «χρυσή δεκαετία» 2001-2010 πουλήθηκαν τουλάχιστον 800.000 ακίνητα. Εκτιμούν σε 80-100.000 ευρώ, κατά μέσο όρο, τη μέση απόκλιση πραγματικής (αγοραίας) και αντικειμενικής αξίας που γράφτηκε στα συμβόλαια. Εκτιμούν έτσι πως το χρήμα που «καίει» τα χέρια όσων πούλησαν ακίνητα και μπορεί τώρα να φορολογηθεί ή να ενταχθεί σε ρύθμιση για να νομιμοποιηθεί, αγγίζει ή και ξεπερνά τα 60-80 δισ. ευρώ.
Η πρόχειρη λύση στην οποία καταφεύγουν πάντως οι ιδιοκτήτες που πούλησαν ακίνητο, μετά και από «φιλική σύσταση» των εφοριακών, είναι να συμφωνήσουν με τον αγοραστή να συντάξουν συμπληρωματικό συμβόλαιο και να δηλώσουν τώρα το υπερτίμημα. Η εφορία θα εισπράξει το 3% του ποσού σαν φόρο μεταβίβασης (πχ 600 ευρώ για διαφορά αξίας 200.000 ευρώ) το οποίο –ως μη όφειλε όμως- αναλαμβάνει συνήθως να το πληρώσει ο πωλητής αντί του αγοραστή, καθώς αυτός είναι που «καίγεται» να γλιτώσει τα χειρότερα από την εφορία.
Και έτσι ακόμα όμως ο πωλητής κινδυνεύει να μείνει εκτεθειμένος σε πρόστιμα 40%-120%, σε περίπτωση που δεν εντοπίσει τον αγοραστή και αυτός αρνηθεί να συνεργαστεί, από φόβο ότι η εφορία θα ελέγξει και το δικό του πόθεν έσχες για την αγορά του παρελθόντος, αν έχει πρόβλημα και δεν μπορεί να το καλύψει.
Πηγή: newmoney.gr