Σε άρθρο του με τίτλο «Πικρές λεξικογραφικές αλήθειες», που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» την Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021, ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης βγάζει την πίκρα του με αναλήθειες εκτιθέμενος δημοσίως για τρίτη φορά, καθώς επιμένει στον ανυπόστατο ισχυρισμό ότι το Χρηστικό Λεξικό δεν ανήκει στην Ακαδημία Αθηνών (!), αλλά στον κ. Χαραλαμπάκη, ο οποίος μάλλον εξαπάτησε την Ακαδημία και τους 42 ακαδημαϊκούς της που του ανέθεσαν ομόφωνα, το 2003, την επιστημονική ευθύνη της σύνταξης ενός νέου λεξικού. Είναι τραγικά λυπηρό ότι επιμένει και πάλι πεισματικά στην άποψή του ότι δεν χρειαζόταν ένα πέμπτο νεοελληνικό λεξικό. Φυσικά και είναι αναγκαίο να εκπονηθούν και άλλα λεξικά της σύγχρονης γλώσσας, γιατί κανένα λεξικό, όσο καλό και αν είναι, δεν μπορεί να καλύψει τον ανεξάντλητο θησαυρό της γλώσσας μας. Για παράδειγμα, ακόμη και στην 5η έκδοσή του (2019) το λεξικό Μπαμπινιώτη αγνοεί τους όρους λοιμωξιολόγος και λοιμωξιολογία (δεν θα χαρούν ιδιαίτερα ο κ. Τσιόδρας και οι ομότεχνοί του, όταν το πληροφορηθούν) τους οποίους αναπτύσσει αναλυτικά το λεξικό της Ακαδημίας.
Ο κ. Μπαμπινιώτης, αφού με προκάλεσε, ανήμερα την Πρωτοχρονιά, με εκτενή επιστολή του που δημοσίευσε «Η Καθημερινή», αντιστρέφει την πραγματικότητα: «Δεν θα έγραφα, πάντως, τις γραμμές αυτές, αν δεν είχα προκληθεί από τον κ. Χαραλαμπάκη». Τα γεγονότα αποδεικνύουν ποιος προκάλεσε ποιον. Στη συνέχεια γράφει: «Ο (ευρύτατα άγνωστος πλην του χώρου της Αρχαιολογίας) ακαδημαϊκός κ. Πετράκος δεν με ενδιαφέρει»! Ισως κάποια στιγμή να νιώσει ντροπή ο κ. Μπαμπινιώτης για την ύβρη που εκστόμισε. Του έχει ήδη επισημανθεί το «κόρος ύβριν τίκτει».
Ο κ. Μπαμπινιώτης δηλώνει στο απαράδεκτο κείμενό του, εμμέσως πλην σαφώς, ότι τον «καλόπιανα» για να με κάνει καθηγητή, υπήρξα δηλαδή «κόλακας» και «αγνώμων» προς τον «ευεργέτη» μου. Οφείλω, επομένως, για τον εαυτό μου και την οικογένειά μου, να υπερασπιστώ την εντιμότητα και τις ηθικές αρχές μου.
Θα ήμουν μικροπρεπής αν δεν ανέφερα τα θετικά σημεία του λεξικού Μπαμπινιώτη, όταν μάλιστα ο ίδιος με παρακάλεσε να είμαι κεντρικός ομιλητής στην επίσημη παρουσίαση του λεξικού με παρόντα τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Λίγες εβδομάδες αργότερα έδωσα στον κ. Μπαμπινιώτη 25 σελίδες με σοβαρά λάθη του λεξικού τα οποία διόρθωσε στη δεύτερη έκδοση, εκφράζοντάς μου ονομαστικά τις ευχαριστίες του στον Πρόλογο του έργου. Ετσι προχωρούν η επιστήμη και η έρευνα, διορθώνοντας καλόπιστα, σεμνά και αθόρυβα ο ένας ερευνητής τον άλλο. Παρουσίασα και άλλες εργασίες του, όπως και δεκάδων άλλων γλωσσολόγων, με γενναιοδωρία, άγνωστη σε εκείνον.
Ερχομαι τώρα στο προκείμενο. Κάποτε πρέπει να αξιοποιηθούν οι εισηγητικές εκθέσεις για την εκλογή καθηγητών πανεπιστημίου, οι οποίες αποτελούν δημόσια έγγραφα. Τότε θα αναδειχθούν οι πιο σκοτεινές πλευρές ανθρώπων που ασκούν εξουσία χωρίς να ελέγχονται από κανένα.
Το 1981, σε ηλικία 33 ετών, ήμουν υποψήφιος για τη θέση έκτακτου καθηγητή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Εισηγητές για τους πρώτους καθηγητές του Ιδρύματος ορίστηκαν από το δεκαμελές πανελλήνιο εκλεκτορικό σώμα οι καθηγητές Αγαπητός Τσοπανάκης, Αθανάσιος Καμπύλης (αργότερα και οι δύο τακτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών) και ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης. Υστερα από πολύμηνη παρελκυστική τακτική του κ. Μπαμπινιώτη, οι δύο επιφανείς καθηγητές κατέθεσαν έκθεση 80 χειρόγραφων σελίδων προτείνοντάς με ανεπιφύλακτα για την προκηρυχθείσα θέση. Ο κ. Μπαμπινιώτης υπέβαλε εκ των υστέρων χωριστή εισήγηση με το πρόσχημα ότι προχωρεί σε μια «ειδολογική περισσότερο διάκριση του έργου» μου. Πρόκειται για ένα κατάπτυστο κείμενο δέκα σελίδων (Επίσημα Πρακτικά, σελίδες 47-56). Ενώ θεωρεί «βασικό σε σημασία δημοσίευμα» τη διδακτορική μου διατριβή, την επικρίνει στη συνέχεια για «έλλειψη συνθετικότητας» (!), «αγνόηση της διαχρονικής σημασιολογίας» και τελικά με ειρωνεύεται ότι «ανακαλύπτω κοινούς τόπους της γλωσσικής επιστήμης» (!). Και να φανταστεί κανείς ότι επιβλέπων της διδακτορικής μου διατριβής, με δύο άλλα επιφανή μέλη, τον Hans Eideneier και τον Reinhold Merkelbach, υπήρξε ένας από τους διασημότερους επιστήμονες στον κόσμο, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κολωνίας και πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών της Χαϊδελβέργης, επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Albrecht Dihle (1923-2020). Ωστε έγραψα μια «άχρηστη διατριβή», έχοντας λάβει τη μεγαλύτερη υποτροφία της γερμανικής κυβέρνησης. Η «άχρηστη διατριβή» μου, με θέμα την Ελληνική Λεξικογραφία, τυπώθηκε σε βιβλίο το 1976 με δαπάνη του Ιδρύματος Προώθησης της Γερμανικής Επιστήμης. Για μία από τις καλύτερες μελέτες μου, δημοσιευμένη σε επιστημονικό περιοδικό της Ακαδημίας Αθηνών το 1978, διατείνεται (σελ. 50) ότι «δεν προσφέρει τίποτε το σημαντικό» (!). Δύο δημοσιεύματά μου για τον Γεώργιο Χατζιδάκι, τα οποία εκθείασαν ο Τσοπανάκης και ο Καμπύλης, έκρινε αυθαίρετα (σελ. 54) ότι «δεν προσφέρουν τίποτε καινούργιο» (!).
Για να αποτρέψει την εκλογή μου, δεν δίστασε να με χαρακτηρίσει γραπτώς ακόμη και «κόλακα», επειδή σε φοιτητικό δημοσίευμά μου επαινώ τον συμπατριώτη μου καθηγητή της Λαογραφίας Γεώργιο Σπυριδάκη από τον οποίο έμαθα την αξία του περιφρονημένου λαϊκού πολιτισμού. Ο κ. Μπαμπινιώτης με «αποτελειώνει» περαίνοντας την εισήγησή του με τα επαίσχυντα και ασύντακτα στην αρχή της διατύπωσης λόγια (σ. 56): «Ο κ. Χαραλαμπάκης δεν είναι, ας το πούμε καθαρά, ούτε προβλέπεται σύντομα να εξελιχθή σε πρώτο ανάστημα της γλωσσικής επιστήμης, οπωσδήποτε όμως ανήκει στις δυνάμεις εκείνες στις οποίες μπορεί να στηριχθή ένα νέο πανεπιστήμιο στο ξεκίνημά του». Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις κάποιοι ελάχιστοι καθηγητές της ίδιας πάστας έλεγαν σε εμάς τους «μικρούς» ότι χρειάζεται και η «σαβούρα», το έρμα, για να σταθεροποιηθεί το πλοίο. Ημουν, λοιπόν, χρήσιμη σαβούρα κατά τον κ. Μπαμπινιώτη.
Η εισήγηση Μπαμπινιώτη ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών. Οταν κατά τη συνεδρίαση του εκλεκτορικού σώματος (Ρέθυμνο, 14 Ιουνίου 1982), ο κ. Μπαμπινιώτης είδε ότι με ψήφιζαν, αγνοώντας τον, ο ένας εκλέκτορας μετά τον άλλο, ο Γρηγόριος Σηφάκης, ο Λίνος Πολίτης, ο Αγαπητός Τσοπανάκης, ο Γιώργος Σαββίδης, ο Νίκος Παναγιωτάκης, ο Απόστολος Σαχίνης, ο Μιχάλης Μερακλής, ο Αθανάσιος Καμπύλης και η Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος, αναγκάστηκε να πει ταπεινωμένος «ψηφίζω και εγώ θετικά».
Ο κορυφαίος καθηγητής Γλωσσολογίας στα Πανεπιστήμια του Σικάγου και της Βόρειας Ντακότας Δημήτριος Γεωργακάς έστειλε με ημερομηνία 7 Ιουνίου 1982 δισέλιδη επιστολή διαμαρτυρίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης για την εισήγηση-λίβελο του κ. Μπαμπινιώτη, στην οποία, ανάμεσα στα άλλα, τονίζει: «Το να ακούει λοιπόν κανείς την τελείως ακατατόπιστη και ακατανόητη γλώσσα ανθρώπου που μιλεί εναντίον του κ. Χαραλαμπάκη, είναι σαν να μιλεί γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα του επιστήμονα. […] Ελπίζω ότι ο κ. Μπαμπινιώτης θα έλθει στα καλά του και να μην απαιτεί από τον υποψήφιο να απαρνηθεί τα δικαιώματά του ως δημοκρατικού πολίτη. […] Θα παρακαλούσα να αγνοηθεί η αντιδημοκρατική και χουντική απαίτηση του Μπαμπινιώτη. Με τιμή, Δημ. Ι. Γεωργακάς».Ούτε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με έφερε ο κ. Μπαμπινιώτης. H τιμητική μετάκλησή μου έγινε ερήμην του το 1993 στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Σε ό,τι αφορά τη μετακίνησή μου το 2000 στη Φιλοσοφική Σχολή, και όχι «εκλογή», όπως παραπλανητικά υποστηρίζει, προτιμώ να μη πω τίποτα.
«Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω», για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη. * Ο κ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης είναι ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.