Πριν από 11 χρόνια, στις 21 Δεκεμβρίου 2009, έφυγε από τη ζωή ο Χρήστος Λαμπράκης, πρόεδρος και ιθύνων νους του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη επί σειράν δεκαετιών.
Όπως έχω ξαναγράψει, σε άρθρο δημοσιευμένο στο in.gr προ δύο ετών, στην επέτειο και πάλι της εκδημίας του, ο Λαμπράκης, όπως και κάθε άλλος αποθανών, γνωστός ή μη στο ευρύ κοινό, δεν μπορεί και δεν πρέπει ούτε να αγιοποιηθεί ούτε να δαιμονοποιηθεί.
Η αποτίμηση των εν γένει δραστηριοτήτων και του ούτως ή άλλως σημαντικού έργου της πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας καλό είναι να γίνεται με ευθυκρισία και, στο μέτρο του δυνατού, με αντικειμενικότητα.
Πέραν τούτων, είμαι της άποψης ότι, στην πραγματικότητα, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου, ο εσωτερικός κόσμος και τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του, διαγράφεται και εντέλει αναφαίνεται μέσα από πτυχές τού καθ’ ημέραν βίου, της ζώσης πραγματικότητας.
Σε αυτές, νομίζω, αξίζει να στρέψουμε το βλέμμα μας, σε αυτές αξίζει να σταθούμε, ώστε να εξαγάγουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα.
Με αυτό το σκεπτικό, παραθέτω δύο κείμενα που αναφέρονται στον εκλιπόντα εκδότη, κείμενα ανθρώπων που πορεύτηκαν μαζί του επί μακρόν.
Στα κείμενα αυτά αποτυπώνονται το ύφος, η συμπεριφορά και το μοντέλο διοίκησης που πέραν πάσης αμφιβολίας χαρακτήριζαν τον Λαμπράκη.
Το πρώτο είναι του γελοιογράφου των «ΝΕΩΝ» Κώστα Μητρόπουλου, το δεύτερο του Κώστα Γεωργουσόπουλου.
Πουλάτε εδώ αυγά;
Με το σκίτσο στο χέρι, χτύπαγα την πόρτα που ήταν ανοιχτή, νόμιζα πως άκουγα ένα «περάστε» και έμπαινα. Ήταν ένας λεπτός ψηλόλιγνος νέος άνθρωπος που φόραγε πάντα ένα ασαφές καρό πρασινοκαφέ σακάκι με ένα αταίριαστο ασαφές πουκάμισο και με μια αταίριαστη ασαφή γραβάτα.
Τηλεφωνούσε ή έγραφε κοιτώντας συγχρόνως το σκίτσο. Σε ελάχιστο χρόνο άκουγα ένα μπερδεμένο «άστε το, καλό είναι» ή κάτι τέτοιο και νομίζω πως σημείωνε ένα ΝΑΙ στο πλάι του σχεδίου. Ποτέ δεν ήμουν βέβαιος γιατί είχα ήδη γυρίσει και έφευγα.
Αυτό ακριβώς επί μισό αιώνα!
Τρεις φορές όμως μιλήσαμε διεξοδικότερα. Επί δύο λεπτά περίπου.
– Ρίχτε μια ματιά στον Λάνκτον, μου είπε μια φορά και μου έδωσε την Γκάρντιαν.
Ο άγγλος σκιτσογράφος είχε ένα μονόστηλο – πρωτοσέλιδο με μια κυρά της αριστοκρατίας για ηρωίδα. Κάτι σαν Μαντάμ Σουσού στα αγγλικά. Κατάλαβα. Σχεδίασα μια κυρία Λίλιαν να λέει διάφορα χαζά. Κράτησε αρκετούτσικα.
Τη δεύτερη φορά μου έδωσε ένα βιβλίο με σκίτσα του Τζάιλς. Ήξερα τον Άγγλο με τις τρίστηλες πολυπρόσωπες γελοιογραφίες γεμάτες μωρά και παππούδες. Έτσι περάσαμε στα βρεφοκομεία με τους τρίχρονους δολοφόνους. Η τρίτη φορά είχε τζερτζελέ. Το ίδρυμα του Δοξιάδη σε συνεννόηση με τον Λαμπράκη μάς μοίρασε δελτία για συμπλήρωση, με την παράκληση να απαντήσουμε με ειλικρίνεια. Μια από τις ερωτήσεις ήταν «Ασκείτε και κάποιο άλλο επάγγελμα;». Απάντησα- με ειλικρίνεια- ότι πουλούσα αυγά. Αυτό διαδόθηκε και έγινε πλάκα.
Ο Δοξιάδης ενοχλήθηκε και έκανε παράπονα. Την επομένη με κάλεσε ο Λαμπράκης.
– Πουλάτε αυγά; με ρώτησε με πεντακάθαρη άρθρωση αυτήν τη φορά. – Μάλιστα κύριε Λαμπράκη.
– Πού τα πουλάτε;
– Σε διάφορους, είπα.
– Εδώ μέσα;
– Μάλιστα.
Το μάτι του είχε αρχίσει να γυαλίζει.
– Μια στιγμή. Πουλάτε και αγοράζουν αυγά εδώ, στο Συγκρότημα; ρώτησε.
– Αγοράζει και η αδελφή σας, είπα όσο χαμηλόφωνα μπορούσα. Πράγματι η Λένα Σαββίδη έπαιρνε μερικές φορές για τον Μανώλη και τον Δημήτρη που ήταν μικρά παιδιά. Όταν τελείωσε η συζήτηση ήμασταν και οι δύο πτώματα.
Εξήγησα εν ολίγοις ότι είχα ξαμολήσει καμιά πενηνταριά κότες ελεύθερες σ΄ ένα οικόπεδο στον Μαραθώνα. Τα αυγά ήταν το κάτι άλλο!
Λίγο καιρό αργότερα μπουκάρησε μια αλεπού στο οικόπεδο και ησυχάσαμε όλοι. Συγκρότημα, πωλητές και αγοραστές.
Οι γελοιογράφοι έχουν μια αγωνία με τους διευθυντές. Εντέλει άδικα την είχα με τον Χρήστο Λαμπράκη. Είδε χιλιάδες σκίτσα μου. Δεν έκοψε ποτέ κανένα. Ποτέ δεν μου είπε τι να κάνω ή να μην κάνω. Στεναχωρήθηκα που έφυγε. Τώρα ήταν που χρειαζόταν. Όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο φαίνεται ότι λείπει.
(Κώστας Μητρόπουλος)
Άνθρωπος στην πράξη
Θέλησα να παρέλθει έστω μικρός χρόνος από την εκδημία του Χρήστου Λαμπράκη, για να μου δοθεί η αναγκαία συναισθηματική αποφόρτιση που φέρνουν τα αιφνίδια γεγονότα, για να καταθέσω τη μαρτυρία μου γι’ αυτήν την αυθεντική προσωπικότητα της ελληνικής κοινωνίας, παιδείας, πολιτισμού.
Ο Αριστοτέλης δογμάτιζε πως η τραγωδία είναι μίμησις πράξεως και ουχί ανθρώπων. Επειδή εξάλλου η τραγωδία είναι μίμησις πράξεως ζώντων, άρα αναπαράσταση της ζωής, και ο βίος των ανθρώπων γίνεται κατανοητός από τις πράξεις τους και όχι από τον φορμαλισμό τής εκ των προτέρων χαρακτηρολογίας.
Προηγείται η πράξη, η δράση, η αντίδραση στα γεγονότα και έπεται, πάντα με ρίσκο, με αμφιβολίες, αν είμαστε έντιμοι, με τη σχετικότητα των μέτρων μας αλλά και τη μεταβλητότητα μέσα στον χρόνο των κριτηρίων, των αξιών και τη στάθμη των καθιερωμένων ιδεών, ο γενικός χαρακτηρισμός ενός δρώντος και ιστορικά πρωταγωνιστούντος προσώπου. Γι΄ αυτό θα αποφύγω κάθε τέτοιου είδους κλασάρισμα που συχνά επισύρει σε τρίτους καλοπροαίρετους και κακοπροαίρετους από φθόνο, ιδεολογική αντιπαλότητα ή ιδεολογική θέση και θα προσεγγίσω τον Χρήστο Λαμπράκη από δύο γεγονότα που έχουν να κάνουν με τις σπάνιες φορές που οι δρόμοι μας συναντήθηκαν, αμέσως ή εμμέσως.
Τον Νοέμβριο του 1972, εν μέσω χούντας, ανέβηκε στο θέατρο «Κάβα» το έργο του μακαρίτη υπουργού και πολιτικού με πλούσια ιστορία Αβέρωφ, το πρώτο του θεατρικό πόνημα με τον τίτλο «Επιστροφή στις Μυκήνες», μια σύγχρονη εκδοχή της «Ορέστειας» με σαφείς αναφορές στους σύγχρονους πολέμους αλλά και στην ελληνική πρόσφατη τότε ιστορία. Ο Αβέρωφ, παροπλισμένος εκ των πραγμάτων του καιρού πολιτικός, είχε έως τότε εκδώσει αξιόλογα μυθιστορήματα σχετικά με το βορειοηπειρωτικό πρόβλημα, τους Τσάμηδες και τους Κουτσόβλαχους, με τόλμη και ιστορική τεκμηρίωση. Είδα την παράσταση του ιστορικού δράματος και πριν συντάξω την κριτική μου μού τηλεφώνησε ο μακαρίτης Χάρης Μπουσμπουρέλης, αλλά εν συνεχεία και ο φίλος Γιώργος Ρωμαίος, στελέχη διευθυντικά του «Βήματος» όπου τότε έγραφα, για να μου εκφράσουν την επιθυμία του Χρήστου Λαμπράκη να επισπεύσω το κείμενό μου, διότι κάθε πρωί κατέφθανε στο γραφείο του ο Αβέρωφ για πρωινό καφέ, ρωτώντας συνεχώς πότε θα δημοσιευθεί η κριτική μου.
Απάντησα πως κρατάω σειρά για λόγους δεοντολογικούς προτεραιοτήτων αλλά και οι δύο φίλοι με παρακάλεσαν να βιαστώ, έστω παραβαίνοντας τις αρχές μου. Πράγματι έγραψα μια εκτενή κριτική με κάθετες και σοβαρές αντιρρήσεις και για το θέμα και για τη θεατρική του διαχείριση (τώρα δημοσιευμένη στον τόμο «Κλειδιά και κώδικες θεάτρου ΙΙ- Ελληνικό Θέατρο», Εκδόσεις Εστίας). Όπως πάντα χειρόγραφος παρέδωσα το κείμενό μου και εκ των υστέρων ο αξέχαστος διευθυντής τότε συντάξεως Λέων Καραπαναγιώτης μού αφηγήθηκε ό,τι συνέβη.
Όταν ο Αβέρωφ κατέφθασε στο γραφείο του Λαμπράκη εκλήθη με το εσωτερικό κουδούνι του κλητήρας να φέρει το χειρόγραφό μου. Ο κλητήρας το έφερε, ο Λαμπράκης, χωρίς να το κοιτάξει καν, το παρέδωσε στον Αβέρωφ. Εκείνος το διάβασε αργά και με συνεχόμενη αλλά διπλωματικά κρυμμένη αγανάκτηση και όταν το τελείωσε, το άφησε αμήχανα στο γραφείο. Ο Λαμπράκης το πήρε, σήκωσε από το συρτάρι του έναν μαρκαδόρο και χωρίς να του ρίξει πάλι ματιά έγραψε μεγαλογράμματα «ΤΥΠΩΘΗΤΩ». Χτύπησε το κουδούνι και το παρέδωσε στον κλητήρα, λέγοντας ήρεμα: «Στον κ. Καραπαναγιώτη για τυπογραφείο»!
Την εποχή εκείνη είχα έναν χρόνο κριτικός στο «Βήμα» και δεν είχα ποτέ την τύχη και τη χαρά να συναντήσω τον Χρήστο Λαμπράκη πρόσωπο με πρόσωπο. Είχα μόλις δύο χρόνια στη δουλειά και παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1974 ανέβαινα τα σκαλοπάτια της εφημερίδας για να ευχηθώ «Καλή Χρονιά», όταν κατέβαινε ο Λαμπράκης με τον Καραπαναγιώτη. «Σας πρόλαβα», είπα, «ερχόμουν να ευχηθώ Χρόνια Πολλά». Έπιασα τον Λαμπράκη με τον κανθό τού ματιού να ρωτάει βουβά τον Καραπαναγιώτη «Ποιος είναι;», ο Καραπαναγιώτης με συνέστησε και με την ευγένεια που τον διέκρινε ο Λαμπράκης μού έσφιξε το χέρι. Τρία χρόνια στη δουλειά του, σε καιρούς που δεχόμουν καταιγισμούς πυρών, δεν με γνώριζε ούτε φυσιογνωμικά. Επιστρέφοντας τότε στην ενέργειά του του 1972 αισθάνθηκα πώς βρισκόμουν κάτω από την προστασία ενός ανθρώπου που πρότασσε τις αρχές και την απέραντη εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους που είχε αναθέσει μια αποστολή και ως εκ τούτου είχαν ακέραιη την ευθύνη. Εξάλλου τρεις φορές που βρέθηκα κατηγορούμενος για αδικήματα του Τύπου, είχα την αμέριστη συμπαράσταση του Οργανισμού και τις τρεις φορές που δικαιώθηκα ένιωθα πως δικαίωνα την εμπιστοσύνη Του.
(Κώστας Γεωργουσόπουλος)