“Τα κενά στην ανταλλαγή φορολογικών δεδομένων στο εσωτερικό της ΕΕ ενδεχομένως ενθαρρύνουν τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή”, προειδοποιεί με σημερινή του έκθεση το Ευρωπαϊκ΄Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ).
“Τα απολεσθέντα λόγω της φοροαποφυγής εταιρειών φορολογικά έσοδα στην ΕΕ εκτιμάται ότι κυμαίνονται ετησίως μεταξύ 50 και 70 δισεκατομμυρίων ευρώ και ότι φθάνουν τα 190 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου εάν ληφθούν υπόψη ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις και οι αδυναμίες στην είσπραξη των φόρων”, αναφέρει το ΕΕΣ.
Σύμφωνα με νέα ειδική έκθεση του ΕΕΣ, “η ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ δεν έχει ακόμη φτάσει σε επαρκές επίπεδο ώστε να διασφαλίζεται η δίκαιη και αποτελεσματική φορολόγηση στην ενιαία αγορά”.
Το ΕΕΣ καταγράφει ότι “τα προβλήματα δεν αφορούν μόνο το νομοθετικό πλαίσιο της αλλά και την εφαρμογή του στην πράξη και την παρακολούθησή του” και οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι” οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν ήταν χαμηλής ποιότητας και δεν αξιοποιούνταν επαρκώς”.
Η έκθεση αναφέρει ότι ‘”τα κρυπτονομίσματα, αλλά και άλλες μορφές εισοδήματος, δεν καλύπτονται από την υποχρέωση υποβολής στοιχείων, με αποτέλεσμα να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αφορολόγητα”. Δεύτερον, “δεν παρέχεται επαρκής στήριξη στα κράτη μέλη”. Η Κομισιόν ελάχιστα ασχολείται με το πρόβλημα της κακής ποιότητας των δεδομένων και δεν αξιολογεί την αποτελεσματικότητα και τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης. Επιπλέον, “πρέπει να παρέχει περισσότερη καθοδήγηση για να βοηθήσει τα κράτη μέλη, ιδίως στον τομέα της ανάλυσης και χρήσης δεδομένων”. Οι ελεγκτές επισημαίνουν ότι, στην πράξη, απουσιάζει ένα ενιαίο σύνολο δεικτών επιδόσεων στην ΕΕ για τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ των κρατών μελών. Τέλος οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι ανταλλαγές κατόπιν αιτήματος, όπως και οι αυθόρμητες ανταλλαγές, λειτουργούν ικανοποιητικά. Ομοίως, οι ταυτόχρονοι έλεγχοι που διενεργούνται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη σε φορολογούμενους κοινού ή συμπληρωματικού ενδιαφέροντος έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικό εργαλείο για τον έλεγχο της φορολόγησης διασυνοριακών συναλλαγών.