Να εντοπίσουν την καθοριστική στιγμή που ο Homo sapiens έσπασε τα δεσμά της βιολογίας, ξέφυγε από τις λιγότερο εξελιγμένες μορφές και κυρίευσε τον πλανήτη.
Οι επιστημονικές έρευνες επικεντρώνονται πλέον στην επανεξέταση όλων των διαθέσιμων στοιχείων, με τη βοήθεια των σύγχρονων τεχνολογιών και της γενετικής. Από τη μια οι ανθρωπολόγοι αντλούν πληροφορίες από οστά και απολιθώματα, από την άλλη οι ερευνητές μελετούν τις επιπτώσεις των κλιματικών μεταβολών και τέλος οι γενετιστές πειραματίζονται προσπαθώντας να αναπαράγουν τις γενετικές μεταλλάξεις που οδήγησαν στον σύγχρονο άνθρωπο.
Τα μέχρι σήμερα συμπεράσματα συγκλίνουν στο ότι υπήρξαν τρεις φάσεις της ανθρώπινης εξέλιξης: στην πρώτη, η φύση έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο, κάνοντας τους δικούς της «πειραματισμούς». Στη δεύτερη, επικράτησε το μοντέλο του συλλέκτη και κυνηγού, από το οποίο προέκυψε στην τρίτη φάση ο Homo sapiens, ο οποίος κυριάρχησε στον πλανήτη.
Οι κλιματικές αλλαγές
Το μεγάλο όπλο του ανθρώπου είναι ο νους του, η δυνατότητά του να σκέφτεται και να σχεδιάζει, και το εργαλείο είναι ο εγκέφαλος. Οι επιστήμονες έχουν καταλήξει ότι οι σημαντικές κλιματικές αλλαγές έπαιξαν βαρύνοντα ρόλο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, ιδιαίτερα πριν από τρία εκατομμύρια χρόνια, με την υποχώρηση των παγετώνων. Πριν από 2,5 εκατομμύρια χρόνια ο εγκέφαλος άρχισε να μεγαλώνει ταχύτατα, καθώς όσο πιο έξυπνος ήταν ο άνθρωπος τόσο καλύτερα μπορούσε να ανταποκριθεί στα δύσκολα καιρικά φαινόμενα και να προσαρμοστεί στο νέο κλίμα.
Το επόμενο στάδιο, που συμπίπτει περίπου χρονικά, είναι η αλλαγή στη διατροφή και συγκεκριμένα η έναρξη της κρεατοφαγίας. Ο εγκέφαλος καταναλώνει πολλή ενέργεια και το κρέας ήταν μια σημαντική πηγή θερμίδων, που αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο όταν ο άνθρωπος ανακάλυψε τη φωτιά και το μαγείρεμα. Μελέτες έχουν δείξει ότι η διατροφή που αποτελείται αποκλειστικά από ωμή τροφή δεν παρέχει ικανοποιητική ενέργεια στον ανθρώπινο εγκέφαλο για να αξιοποιήσει όλες του τις δυνατότητες, οι οποίες τον διακρίνουν από τους λιγότερο εξελιγμένους «προγόνους» του.
Οσο μεγάλωνε ο εγκέφαλος, τόσο συρρικνώνονταν το πεπτικό σύστημα και οι μύες, προκειμένου να εξοικονομηθεί κι άλλη ενέργεια. Ταυτόχρονα, ο ανθρώπινος οργανισμός άρχισε να συσσωρεύει λίπος, με στόχο τη συντήρηση του εγκεφάλου υπό αντίξοες συνθήκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα βρέφος έχει στο σώμα του ποσοστό λίπους 15%, ενώ ένας νεογέννητος χιμπαντζής μόλις 3%.
Ο τρόπος με τον οποίο, όμως, διαμορφώθηκαν οι συνάψεις του εγκεφάλου, οι νευρώνες και τα κύτταρα, που καθορίζουν τη σκέψη και τη δημιουργικότητα του ανθρώπινου είδους, παραμένει ακόμη μυστήριο για τους επιστήμονες. Οι ερευνητές αναζητούν την απάντηση σε αυτό το ερώτημα στα γονίδια.
Συγκρίνοντας το γονιδίωμα του ανθρώπου και του χιμπαντζή, κατάφεραν να εντοπίσουν ένα ποσοστό της τάξης του 1,4% στο οποίο τα δύο είδη διαφοροποιούνται απόλυτα. Εκτιμούν, λοιπόν, ότι σε αυτό το 1,4% κρύβεται το κλειδί για τις ιδιότητες που ξεχωρίζουν το ανθρώπινο γένος.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους βιολόγους έχουν τα γονίδια που διαδραμάτισαν ρόλο στην εξέλιξη του εγκεφάλου και γι’ αυτό διεξάγονται διάφορα πειράματα από πανεπιστήμια και ινστιτούτα, με αρκετή επιτυχία.
Ανάμεσα στις προκλήσεις για τους επιστήμονες είναι να εντοπίσουν το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο άνθρωπος αντέστρεψε τους ρόλους: αντί να προσαρμόζεται εκείνος στο περιβάλλον, άρχισε να προσαρμόζει το περιβάλλον στις δικές του ανάγκες.
Πηγή: ethnos.gr