του Σάντρο Μετζάντρα *
Το πρόβλημα της Δημοκρατίας στην Ευρώπη, έτσι όπως υπογραμμίστηκε σ’ όλη του την οξύτητα από το τερατούργημα της 13ης Ιουλίου 2015, συναρτάται άμεσα και με το πρόβλημα της νομιμοποίησης των δυνάμεων εντός της Ευρώπης. Τουλάχιστον κατ’ όψιν, το πλέον σοβαρό από τα επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν, πριν- και a fortiori, μετά- το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, από τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκειμένου ν’ αφοπλίσουν το αίτημα της Ελληνικής κυβέρνησης για διαπραγματεύσεις (για το χρέος, την οικονομία και το μέλλον της χώρας εντός του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος) ήταν το κάτωθι: Οι ανάγκες ενός λαού κράτους- μέλους της ΕΕ (ή ενός μέλους της ευρωζώνης) δεν είναι δυνατόν να υπερφαλαγγίζουν τις ανάγκες των άλλων 18 (ανάγκες που εκφράζονται από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους, που βασίζουν τη νομιμοποίησή τους στις τακτικές εκλογικές αναμετρήσεις).
Αυτό κατά το μάλλον ή ήττον, αντανακλά το «επικοινωνιακό συστατικό» που μηχανεύθηκαν οι Βρυξέλλες και επαναλαμβάνεται κατά κόρον από τους ανταποκριτές των εφημερίδων που πρόσκεινται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στη Γαλλία, ιδίως οι «Le Monde» και «Liberation»). Εμπεριέχει δε την ιδέα πως ένα «μέρος» δεν μπορεί να αποφασίζει για το «όλον» (επιπλέον, θα πρέπει να πούμε ότι το «όλον» μπορεί να επιβάλλει σε ένα «μέρος» τις θυσίες της δικής του ύπαρξης, εξόν από την περίπτωση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος). Εν τούτοις, αυτό είναι εφαρμόσιμο εάν, και ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες των αντιπροσωπευτικών διαδικασιών, προκύπτει μία αντικρουόμενη συζήτηση στην οποία ο «λαός»- υπό τη δημοκρατική έννοια του όρου (ήτοι το σύνολο των πολιτών που εκπροσωπούνται και επηρεάζονται από τις τελικές αποφάσεις)- λαμβάνουν μέρος.
Η ευρωπαϊκή τεχνοδομή και οι πολιτικές τάξεις διαφόρων κρατών (που ζηλότυπα διαφυλάσσουν τα μονοπώλια της «διαμεσολάβησης» μεταξύ του κράτους και της Ευρώπης) δεν θέλουν μήτε να το ακούν καν. Απέχουμε ήδη πόρρω από την εποχή που ορισμένες χώρες είχαν δρομολογήσει το 2005, δημοψηφίσματα για το σχέδιο του «Ευρωπαϊκού Συντάγματος», μολονότι υπήρξαν ορισμένες φωτεινές στιγμές διαλόγου και συλλογικής συμμετοχής. Μολαταύτα, τα αρνητικά αποτελέσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία (όποια κι εάν είναι η περιπλοκότητα των ερμηνειών που αυτά αποδέχονται) χρησιμοποιήθηκαν τάχιστα για να δυσφημίσουν ακόμη κι αυτήν την ιδέα της προσφυγής στη λαϊκή βούληση και για ν’ ακυρώσουν τα αποτελέσματά της: Να οδηγήσουν κάτι που έχει ένα μαζικό αποτέλεσμα προς τη διάσπαση του κοινωνικού πνεύματος στην Ευρώπη και ως κάποιο βαθμό, εξηγεί και τη βιαιότητα των αντιδράσεων που εκφράστηκαν για το ελληνικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου.
Ένα φάντασμα στοιχειώνει την Ευρώπη: Είναι η φωνή του λαού- κι ακόμη ακόμη η δύναμη του λαού. Καθώς όμως η άνοδος των δημοκρατικών αιτημάτων συμβαδίζει με την αύξουσα ανησυχία- και σ’ ορισμένες περιπτώσεις, τον θυμό- που παράγεται από τη μετάθεση των πολιτικών αποφάσεων από το εθνικό κράτος προς υπερεθνικούς θεσμούς και σκαιούς οργανισμούς, οι οποίοι δεν υπόκεινται σε κανενός είδους λαϊκό έλεγχο, ένα πακέτο «αποζημιώσεων» έχει τεθεί σ’ εφαρμογή, ένα πακέτο που βραχυπρόθεσμα έχει ολέθρια αποτελέσματα και τρομερά ανησυχητικές επιπτώσεις για το μέλλον.
Ξεκινώντας από το δεδομένο ότι μεγάλο μέρος από τα αμφίβολα δημόσια χρέη έχουν εξαγοραστεί από «δημόσιους» ευρωπαϊκούς οργανισμούς, η ιδέα ότι διαρκώς «πληρώνουν για τους Έλληνες» (οι οποίοι άλλο τίποτε δεν κάνουν πλην να σκορπούν τα χρήματα που τους «δίνονται», όταν κατ’ ουσίαν τα περισσότερα από τα χρήματα τούτα ξοδεύονται για την αποπληρωμή των τόκων από τα προηγούμενα δάνεια) σφυροκοπά νυχθημερόν τα μυαλά των φορολογουμένων στις γειτονικές χώρες, κι επιπλέον η ιδέα ότι θα χάσουν, προσωπικά, πολλά λεφτά εάν οι Έλληνες χρεοκοπήσουν άτακτα χωρίς να παράσχουν κάποιου είδους ασφάλεια (την ώρα που τα χρήματα αυτά είναι εικονικά ποσά, των οποίων ο ουσιαστικός αντίκτυπος στην οικονομία εκάστου κράτους εξαρτάται πλήρως από το οικονομικό πλαίσιο).
Η εφαρμογή τούτης της κρατικής προπαγάνδας, που κατακλύζει στο σύνολό της την κοινή γνώμη, παράγει έναν λαϊκισμό ή μάλλον έναν εξτρεμισμό «του κέντρου» (για να χρησιμοποιήσουμε μία έκφραση του κοινωνιολόγου Ούλριχ Μπίλεφελντ), που είναι ιδιαίτερα ενεργός σε χώρες όπως η Φιλανδία, όπου μπορούμε να τον διακρίνουμε καθαρά, σε συνδυασμό και με στοιχεία ξενοφοβικά. Ως αποτέλεσμα αυτού, η οικονομική κρίση αναπτύσσεται ως ένα κενό της αντιπροσώπευσης, το οποίο με τη σειρά του συνδέεται με το γεγονός ότι δεν απομένει καμία απολύτως δυνατότητα στους Ευρωπαίους πολίτες- είτε ως άτομα, είτε ως εδαφικές επικράτειες, είτε ακόμη ως τοπικές, εθνικές και διακρατικές κοινότητες- να ελέγχουν ουσιαστικά τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο όνομά τους (καθώς το Ευρωκοινοβούλιο δεν αποτελεί παρά ένα κενό σκεύος, που δεν διαδραματίζει κανέναν ρόλο στη διερεύνηση της ελληνικής χρεωκοπίας και των ευρύτερων επιπτώσεών του, εξόν από τις προκλητικές και υποτιμητικές δηλώσεις του προέδρου του, Μάρτιν Σουλτς).
(Πηγή: «The Brussels diktat: and what followed», κείμενο το οποίο συνυπέγραψε ο Μετζάντρα, με τους Ετιέν Μπαλιμπάρ και Φρίντερ Ότο Βολφ)
* Ο Σάντρο Μετζάντρα, είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνιας
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ- ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του πρακτορείου.