Το ζήτημα της ελλιπούς ενημέρωσης της Επιτροπής για τα επιδημιολογικά δεδομένα ανά περιφέρεια και τη σημασία της συνταγογράφησης των διαγνωστικών τεστ υπογράμμισε ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, κατά την εισαγωγική παρέμβασή του στην διαδικτυακή εκδήλωση που διοργανώνει ο ρ/σ Στο Κόκκινο με θέμα: «Πανδημία CoViD-19 – Πώς φτάσαμε έως εδώ; Η επόμενη μέρα για τη χώρα μας».
Ο κ. Τσίπρας έκανε λόγο για «πολύ δύσκολη στιγμή», αναφέροντας ότι στις 31 Οκτωβρίου, λιγότερες από 40 ημέρες πριν, η επίσημη καταγραφή θανάτων από covid ήταν 626 και σήμερα, μέσα σε έναν μήνα οι απώλειες έχουν φτάσεις στις 3.003. «Το ερώτημα που είναι στα χείλη όλων μας είναι αν μπορούσαμε να το είχαμε αποφύγει και τι κάνουμε από εδώ και στο εξής» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έκανε ιδιαίτερη μνεία στις αποκαλύψεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα, σημειώνοντας πως «η Επιτροπή των ειδικών που συμβουλεύει την κυβέρνηση, ενδεχομένως να καλείται να αποφασίζει χωρίς να έχει πλήρη εικόνα για τα στοιχεία της εξέλιξης της πανδημίας». Τόνισε πως δεν αναφέρεται μόνο στην «περιβόητη αποκάλυψη για διπλή πλατφόρμα καταγραφής που κι εδώ είναι ερώτημα για ποιο λόγο να υπάρξει και ιδιωτική πλατφόρμα όταν υπάρχει η δημόσια», αλλά και στο γεγονός ότι το 70% των κρουσμάτων καταγράφεται περίπου στο 30% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή στη βόρεια Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Τσίπρας διατύπωσε το ερώτημα αν το στοιχείο αυτό «ήταν εν γνώσει της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της πανδημίας το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, πριν φθάσουμε εδώ». «Αν δεν υπήρχε ενημέρωση της Επιτροπής για τα κρούσματα ανά περιφέρεια και ανά νομό τότε τους ζητούσαμε να πάρουν αποφάσεις χωρίς να έχουν πλήρη εικόνα» πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας, επικαλούμενος το αρνητικό παράδειγμα της Δράμας και της Κοζάνης, όπου οι φορείς κατά την επίσκεψή του τον ενημέρωσαν πως «έβλεπαν ότι υπήρχαν κρούσματα αλλά η περιοχή ήταν πράσινη γιατί δεν γίνονταν μαζικά τεστ, δεν πήγαιναν κλιμάκια για έλεγχο σε μεγάλους εργασιακούς χώρους».
Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε ότι «αυτό μας δείχνει ότι το ζήτημα της διαφάνειας των στοιχείων είναι πολύ κρίσιμο για τη διαχείριση της πανδημίας και υπολείπεται ο ΕΟΔΥ σε ό,τι αφορά τη διαφάνεια και την ποιότητα των στατιστικών στοιχείων». Στο ίδιο μήκος κύματος τόνισε ότι ο ΕΟΔΥ δεν δίνει εικόνα για το πόσα κρούσματα υπάρχουν πχ σε κλειστές δομές και μέσα στα νοσοκομεία.
Παράλληλα, ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε εμφατικά το ζήτημα της συνταγογράφησης και της μαζικότητας των διαγνωστικών τεστ. Ανέφερε χαρακτηριστικά πως «χθες ανακοινώθηκαν κάτω από 1.000 κρούσματα, αλλά ο αριθμός των τεστ που έγιναν ήταν κάτω από 10.000», διερωτώμενος κατά πόσο «η αυξομείωση των τεστ αλλάζει και την ψυχολογία της κοινής γνώμης». Έθεσε το ερώτημα πώς εξηγείται να υπήρξαν σχεδόν 2.000 θάνατοι ενώ έχουμε λοκντάουν, για να υπογραμμίσει ότι στο κρίσιμο θέμα της πρόληψης μπορεί να απαντήσει η μαζική διενέργεια των τεστ.
Η τρίτη παρατήρηση στην οποία στάθηκε ο κ. Τσίπρας κατά την εισαγωγική του τοποθέτηση, είχε να κάνει με τον σταθερό αριθμό των διασωληνωμένων που «βλέπουμε να κινείται σταθερά περίπου στους 600», διερωτώμενος εάν αυτό είναι ένα τυχαίο γεγονός ή έχει να κάνει με την κάλυψη της προσφοράς των κλινών εντατικής θεραπείας, ενώ με αφορμή ένα τραγικό περιστατικό στη Νάουσα υπογράμμισε ότι δεν γνωρίζουμε πόσοι συμπολίτες μας «χάνονται εντός και πόσοι εκτός ΜΕΘ».
Χαρακτήρισε «αδιανόητο» το γεγονός να υπάρχει κορεσμός δυνατοτήτων σε ΜΕΘ και πολύ μεγάλα ιδιωτικά νοσηλευτήρια να είναι «κλειστά» για covid περιστατικά, να μένουν «αμόλυντοι» και να μη βάλουν το χέρι στη φωτιά, φέρνοντας το παράδειγμα του Διαβαλκανικού και του Αγίου Λουκά στη Θεσσαλονίκη. Χαρακτήρισε δε «σκανδαλώδες» όταν γίνεται «επίταξη» ιδιωτικών νοσοκομειακών μονάδων να γίνεται για κάποιες μικρές μονάδες, η αποζημίωση τους να είναι διπλάσια από ό,τι στην προ-Covid περίοδο και μάλιστα ανεξάρτητα από το μέγεθος των υπηρεσιών που προσφέρουν.
Με αυτά τα δεδομένα, ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε την ανάγκη να ανοίξουν οι ιδιωτικές δομές για covid περιστατικά, να ενισχυθούν οι άνθρωποι που δίνουν τη μάχη στην πρώτη γραμμή στα δημόσια νοσοκομεία και να ανοίξει η πολύ ουσιαστική συζήτηση για ένα νέο ΕΣΥ ισχυρό και αποτελεσματικό.
Σημείωσε πως ένα νέο ΕΣΥ ισχυρό και αποτελεσματικό σημαίνει αύξηση γιατρών και νοσηλευτών, αναβάθμιση του μισθολογίου τους, ένταξη τους στα βαρέα και ανθυγιεινά, ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας. «Σίγουρα δεν σημαίνει», τόνισε, «600 εκατ. λιγότερα για την Υγεία όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης για το έτος της πανδημίας, το 2021», αλλά να φτάσουμε σταδιακά σε ποσοστό αντίστοιχο του ευρωπαϊκού μέσου όρους για τις δαπάνες για την Υγεία.