Μπορεί ο Περικλής Χριστοφορίδης (1907-1983) να μην έγινε ποτέ πρωταγωνιστής, αλλά ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα σταθερά υποστυλώματα της νοσταλγίας μας. Οπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο κριτικός Ιάσων Τριανταφυλλίδης στο βιβλίο του «Ελληνικός Κινηματογράφος – Οι ηθοποιοί που έγραψαν ιστορία» (ειδική έκδοση του «Βήματος», 2015): «Γιατί ένα από τα ισχυρά στοιχεία του ελληνικού κινηματογράφου, που έλκυαν τον κόσμο στα σινεμά, ήταν μια ολόκληρη σειρά ηθοποιοί που προέρχονταν από την επιθεώρηση ή και από την πρόζα, και οι οποίοι έπαιξαν σε μια ατέλειωτη σειρά ταινίες δεύτερους, τρίτους ή και τέταρτους ρόλους δίνοντας με την ερμηνεία τους κύρος και ρεαλισμό, και με το πέρασμα του χρόνου καθιερώθηκαν στη συνείδηση όλων μας σαν «δικά μας» πρόσωπα. Σε αυτή την κατηγορία ακριβώς ανήκε και ο Περικλής Χριστοφορίδης». Ισως να έχουμε ξεχάσει από καιρό το όνομά του ή να μην το συγκρατήσαμε και ποτέ, αλλά εξακολουθεί να βάζει την προσωπική του σφραγίδα (και να την ανανεώνει, σε κάθε τηλεοπτική επαναπροβολή) στις αναμνήσεις μας από τη χρυσή εποχή της μεγάλης οθόνης: στην «Καφετζού» (1956) και στη «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» (1957) του Αλέκου Σακελλάριου, στα «Κορίτσια για φίλημα» (1965) του Γιάννη Δαλιανίδη, σε τόσες άλλες…
Η κλασική πλέον «Μια ζωή την έχουμε» (1958) του Γιώργου Τζαβέλλα συναρμόζει απροσδόκητα στην ίδια παραγωγή πολλά από τα κατοπινά «ιερά τέρατα» – από τον Δημήτρη Χορν και τον Βασίλη Αυλωνίτη έως τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Κώστα Γκουζγκούνη. Ο Χριστοφορίδης ερμηνεύει εδώ έναν τραπεζικό υπάλληλο, συνάδελφο του σχολαστικά τίμιου Χορν. Ο τελευταίος έχει μόλις ανακαλύψει στο ταμείο του – και πολλαπλά τσεκάρει, σε βαθμό τρέλας – πλεόνασμα «ενός εκατομμυρίου, εκατόν μίας χιλιάδων, εκατόν μίας δραχμών και δέκα λεπτών», ποσό κολοσσιαίο για εκείνον τον καιρό. Καθώς το πλεόνασμα δεν έχει καταγραφεί πουθενά, το μοναδικό εμπόδιο για να το καταχραστεί ο Χορν είναι η… τιμιότητά του. Ο Χριστοφορίδης, ως άλλος Εωσφόρος, τον ρωτάει πονηρά: «Τη θεωρία του μανδαρίνου την ξέρεις;». «Ποιανού;», επιστρέφει ο Χορν την ερώτηση αφηρημένα. «Εάν σου πουν», του εξηγεί ο Χριστοφορίδης, «ότι τώρα εδώ στην Αθήνα θα πατήσεις ένα κουμπί και την ίδια στιγμή στα βάθη της Κίνας θα πεθάνουν τρεις χιλιάδες μανδαρίνοι, αλλά εσύ θα γίνεις πάμπλουτος, το πατάς το κουμπί ή όχι;». «Τρεις χιλιάδες μανδαρίνοι, στα βάθη της Κίνας», μονολογεί στοχαστικά ο Χορν. «Κίτρινοι σαν τις χρυσές τις λίρες», τον τσιγκλάει ξανά ο Χριστοφορίδης. Ο Χορν υπολογίζει αστραπιαία, με βάση την τότε ισοτιμία χρυσής λίρας και δραχμής: «Πες τρεισήμισι (χιλιάδες). Κάθε μανδαρίνος και λίρα». Κουνάει αποφατικά το κεφάλι του, λιγότερο σίγουρος αυτή τη φορά: «Και πάλι θα το σκεφτόμουνα».
Το σκληρό δίλημμα επαναλαμβάνεται συχνά στον ελληνικό κινηματογράφο εκείνων των ημερών με διάφορους μανδύες, άλλοτε ως απόηχος αρχαίας τραγωδίας και άλλοτε ως στομφώδες μελόδραμα. Ενδεικτικά αναφέρω την εκπληκτική «Με τη λάμψη στα μάτια» (1966) του Πάνου Γλυκοφρύδη, σε σενάριο του ιδίου και του Ιάκωβου Καμπανέλλη, όπου ένας συνταρακτικός Λαυρέντης Διανέλλος θα πρέπει να επιλέξει, τον καιρό της Κατοχής, σε ποιον από τους τρεις γιους του θα χαρίσουν οι Γερμανοί τη ζωή· έναν χρόνο αργότερα, στον «Πυρετό στην άσφαλτο» (1967) του Ντίνου Δημόπουλου, σε φωσκολικό σενάριο, ο Γιώργος Φούντας ως αρχιφύλακας αμφιταλαντεύεται βασανιστικά ανάμεσα στην εσπευσμένη μεταφορά της ετοιμόγεννης γυναίκας του στο νοσοκομείο και στην καταδίωξη ενός φρενοβλαβούς δραπέτη που απειλεί να σκοτώσει τριάντα παιδάκια. Παραλλαγές του διλήμματος εντοπίζουμε ακόμη και σε ανέκδοτα, όπως σ’ εκείνο το αμίμητο που φέρνει αντιμέτωπους τους φιλότεχνους με τους φιλόζωους: «Εάν έπιανε φωτιά το Λούβρο, ποια θα προτιμούσατε να διασώσετε; Την «Τζοκόντα» του Λεονάρντο ντα Βίντσι ή μια γάτα παγιδευμένη στο περβάζι;».
Εν κατακλείδι, όλες οι εκδοχές του διλήμματος, από τις πιο γραφικές έως τις πιο οδυνηρές, ανάγονται σε ένα κοινό αρχέτυπο: τον βιβλικό μύθο του βασιλιά Σολομώντα. Οταν δύο μητέρες – μια αληθινή και μια ψεύτικη – διεκδικούν το ίδιο βρέφος ως δικό τους, ο βασιλιάς Σολομών αποφασίζει να το κόψει στη μέση και να δώσει το μισό στη μία και το άλλο μισό στην άλλη. Η ψεύτικη μητέρα αποδέχεται τον διακανονισμό ως ακριβοδίκαιο, ενώ έντρομη η αληθινή μητέρα παραιτείται της διεκδίκησης προκειμένου να σώσει τη ζωή του παιδιού της. Ετσι ο βασιλιάς αντιλαμβάνεται ποια είναι η αληθινή και ποια υποκρίνεται την αληθινή, δίνει το βρέφος στην αληθινή και για την ψεύτικη μας αφήνει να εννοήσουμε ότι δεν επιφυλάσσει τα καλύτερα. Ο συγκεκριμένος μύθος είναι η μήτρα πολλών άλλων μύθων: του μητρικού φίλτρου, του σπλάτερ, του ιδιότυπου χιούμορ της Βίβλου κ.ο.κ. Πρωτίστως, όμως, θέτει ένα πανάρχαιο ερώτημα και το παράγωγό του: με ποια κριτήρια κοστολογούμε την αξία μιας ζωής και ποιος θα κοστολογήσει εμάς που κοστολογούμε;
Ο διάσημος εικαστικός Κώστας Τσόκλης επανήλθε πρόσφατα στο προσκήνιο της δημοσιότητας και μαζί του επανέφερε το σκληρό δίλημμα. Ο Τσόκλης έχει το χάρισμα να θέτει άβολα ερωτήματα με τον πιο ενοχλητικό, αντιπαθητικό και – ως προς την ουσία του ερωτήματος – αποπροσανατολιστικό τρόπο, ενώ ταυτόχρονα συνηθίζει να προβαίνει και σε δεύτερες διορθωτικές δηλώσεις που, ως επί το πλείστον, επιδεινώνουν την εντύπωση από την αρχική. Εν προκειμένω, με αφορμή την «επιλογή» των διασωληνωμένων στο Μπέργκαμο, κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, ο Τσόκλης θέλησε – πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου – να στηλιτεύσει τον ηλικιακό ρατσισμό, αλλά κατάφερε τελικά απλώς να τον αναποδογυρίσει. Γιατί – αναρωτήθηκε – πρέπει να επιλέγουμε έναν άνθρωπο με μοναδικό κριτήριο την ηλικία του; Γιατί να σώσουμε την εικοσάχρονη «κυρα-Μαρία» και να καταδικάσουμε τον ογδοντάχρονο «Πικάσο»;
Η εύκολη και πολιτικά ορθή απάντηση στη συλλογιστική Τσόκλη είναι ότι δεν πρέπει ουδέποτε και για κανέναν λόγο να επιλέγουμε ποιο πλάσμα θα ζήσει και ποιο θα πεθάνει. Ωστόσο, επειδή είμαστε όλοι μεγάλα παιδιά κι έχουν δει πολλά τα μάτια μας, γνωρίζουμε ότι εμπειρία ενός ανάλογου κόσμου, αγγελικά πλασμένου, δεν είχε ποτέ η ανθρωπότητα. Καλά, για τους στρατιωτικούς δεν το συζητώ, έτσι βγάζουν το ψωμί τους, με ενεργητικό και παθητικό θανάτων, αλλά κι εμείς οι υπόλοιποι, είτε το παίρνουμε χαμπάρι είτε όχι, καθημερινά καταδικάζουμε αμέτρητους συνανθρώπους μας με τις λανθασμένες και άδικες επιλογές μας (ακόμη και όταν έχουμε αγαθές προθέσεις· ιδίως τότε). Το σφάλμα του Τσόκλη είναι ότι εκμεταλλεύεται τη «στερνή» μας «γνώση»· εκλαμβάνει ως δεδομένο το ζητούμενο. Μάλλον δεν θα έδινε δεύτερη ευκαιρία σ’ εκείνο το «όρθιο βόδι» που καθυστέρησε ανησυχητικά να μιλήσει: τον Αλμπερτ Αϊνστάιν.