Υψηλή εξάρτηση από χρηματοοικονομικά κέρδη και περιορισμένη συμμετοχή των εσόδων από προμήθειες στο τελικό αποτέλεσμα εμφάνισαν οι ελληνικές τράπεζες το 2020 σε σχέση με τις τράπεζες της Ευρωζώνης.
Αυτό προκύπτει από την ανάλυση των αποτελεσμάτων που δημοσίευσε ο SSM για το σύνολο των 112 πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύει –μεταξύ των οποίων και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα–, με βάση τα οποία το ποσοστό των εσόδων από χρηματοοικονομικά κέρδη και ανταλλαγές κρατικών τίτλων αποτέλεσε το ένα τέταρτο σχεδόν των οργανικών εσόδων του 2020. Το ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο στις υπόλοιπες τράπεζες της Ευρωζώνης και κατά μέσον όρο τα χρηματοοικονομικά κέρδη δεν ξεπερνούν το ένα δέκατο των οργανικών εσόδων. Οπως μάλιστα προκύπτει από τα στοιχεία του SSM, τα χρηματοοικονομικά έσοδα στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών δεν προέρχονται από το χαρτοφυλάκιο των τίτλων προς πώληση, αλλά πρόκειται για έκτακτα έσοδα που προέκυψαν από τις ανταλλαγές ελληνικών ομολόγων, στοιχείο που επιβεβαιώνει τον εύθραυστο χαρακτήρα της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών το 2020.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, χαμηλή είναι η συμμετοχή των εσόδων από προμήθειες, που αντιπροσωπεύουν μόλις το ένα όγδοο των οργανικών εσόδων των ελληνικών τραπεζών, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι ιδιαίτερα υψηλός, και τα έσοδα από προμήθειες είναι το ένα τρίτο των οργανικών τραπεζικών εσόδων. Με βάση τα αναλυτικά στοιχεία ανά χώρα, σε αρκετές περιπτώσεις τα έσοδα από προμήθειες συναγωνίζονται ακόμη και τα έσοδα από τόκους που παραδοσιακά είναι η βασική πηγή των τραπεζικών εσόδων. Τέτοιες περιπτώσεις χωρών είναι η Γερμανία, όπου τα έσοδα από τόκους ανήλθαν το 2020 στα 31,7 δισ. ευρώ και τα έσοδα από προμήθειες στα 21 δισ. ευρώ, η Γαλλία, όπου τα έσοδα από τόκους ανήλθαν στα 69,9 δισ. ευρώ και από προμήθειες στα 51,2 δισ. ευρώ, η Ιταλία, όπου τα αντίστοιχα μεγέθη είναι 28,1 δισ. ευρώ και 21,9 δισ. ευρώ. Στα στοιχεία δεν διευκρινίζεται εάν στις παραπάνω χώρες πρόκειται για προμήθειες από την επενδυτική τραπεζική ή τη λιανική. Στην Ελλάδα τα έσοδα από τόκους ανήλθαν το 2020 στα 5,5 δισ. ευρώ και τα έσοδα από προμήθειες διαμορφώθηκαν στο 1,2 δισ. ευρώ. Με βάση τα στοιχεία από τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, τα έσοδα από προμήθειες, αν και εμφανίζουν ανοδική τάση λόγω και της διάδοσης της ηλεκτρονικής τραπεζικής, απέχουν ακόμη πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αυτό που πάντως σταθερά υπονομεύει την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι οι αυξημένες προβλέψεις για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, το ύψος των οποίων, παρά τη σημαντική μείωση που έχει υπάρξει τον προηγούμενο χρόνο, διατηρείται σε δεκαπλάσια επίπεδα (25,5% έναντι 2,6%) από αυτά της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του SSM, οι ελληνικές τράπεζες «πήραν» το 2020 προβλέψεις 6,1 δισ. ευρώ, μεγαλύτερες δηλαδή από το ύψος των εσόδων που είχαν από τόκους δανείων. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο προβλέψεων μεταξύ των τραπεζών της Ευρωζώνης και είναι αποτέλεσμα τόσο των κόκκινων δανείων που άφησε πίσω της η 10ετής οικονομική κρίση όσο και των νέων κόκκινων δανείων που θα αφήσει πίσω της η πανδημία. Συνέπεια των υψηλών προβλέψεων είναι και η καταγραφή σημαντικών ζημιών το 2020, ύψους 1,2 δισ. ευρώ πριν από φόρους, και η αρνητική απόδοση ιδίων κεφαλαίων, που το 2020 διαμορφώθηκε στο -6,8% και είναι και η χαμηλότερη μεταξύ των τραπεζών στην Ευρωζώνη.
Τράπεζες
Ομόλογα