Home / Πολιτισμός / Θέατρο / Το MeToo και ο «Ντον Τζοβάνι»

Το MeToo και ο «Ντον Τζοβάνι»

«Ο μύθος του Ντον Τζοβάνι δημιουργήθηκε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, όταν οι ρομαντικοί φιλόσοφοι και συγγραφείς του 19ου αιώνα, όπως ο Κίρκεγκααρντ και ο Μπάιρον, άρχισαν να τον εξιδανικεύουν, και αυτή η τάση συνεχίσθηκε και στον 20ό αιώνα. Ομως τώρα νομίζω, ελπίζω, ότι αυτό έχει αρχίσει ν’ αλλάζει», δηλώνει με κατηγορηματικό τρόπο ο διάσημος Βέλγος σκηνοθέτης Ιβο βαν Κόβε, διαφωνώντας ριζικά με κάθε προσπάθεια εξιδανίκευσης του Ντον Τζοβάνι, του σαγηνευτικού όσο και σκοτεινού, τραγικού ήρωα του Μότσαρτ στην αριστουργηματική, ομώνυμη όπερα. 

«Είναι αδύνατον πλέον να αντιμετωπίζουμε αυτό τον χαρακτήρα με ρομαντικό τρόπο. Κατά τη γνώμη μου, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι αποδεκτός στην εποχή μας. Είναι και βιαστής και εκβιαστής, που καταχράται τη δύναμή του επειδή είναι αριστοκράτης, είναι πλούσιος και έχει θέση ισχύος στην κοινωνία: βλέπουμε την οικτρή συναισθηματική καταπίεση που ασκεί στην Ντόνα Ελβίρα, την απόπειρα σεξουαλικής βίας προς την Ντόνα Αννα και τον κυνικό σεξουαλικό και κοινωνικό εκβιασμό της Τσερλίνα. Δυστυχώς βλέπουμε πολλές περιπτώσεις τέτοιας συμπεριφοράς στην εποχή μας, ανθρώπους όπως ο Χάρβεϊ Ουάινσταϊν και πολλοί άλλοι με πολλά χρήματα και μεγάλη επιρροή που καθιστά τόσο κόσμο –γυναίκες αλλά και νέα αγόρια– θύματά τους επειδή εξαρτώνται από αυτούς για τη δουλειά τους».
Ηρθε άραγε η στιγμή της αποκαθήλωσης (και) του Ντον Τζοβάνι, του αρχετυπικού Δον Ζουάν, από το MeToo; Η αλήθεια είναι ότι ειδικά αυτός ο οπερατικός ήρωας αποτελούσε πάντοτε πόλο έλξης και μυστηρίου για τον κόσμο της μουσικής. Οχι τυχαία, αυτή η όπερα είναι η πρώτη από τις διεθνείς συμπαραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που ήταν προγραμματισμένη να δημιουργηθεί και να κάνει πρεμιέρα στην Αθήνα και στη συνέχεια να ταξιδέψει και να παρουσιαστεί στα άλλα δύο λυρικά θέατρα που συμμετέχουν στη συμπαραγωγή, την Οπερα του Γκέτεμποργκ και τη Βασιλική Οπερα της Δανίας. Λόγω της πανδημίας, η παραγωγή δεν παρουσιάστηκε σε κοινό, όμως βιντεοσκοπήθηκε στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος και παρουσιάζεται από σήμερα σε πρώτη παγκόσμια μετάδοση από την GNO TV (nationalopera.gr/GNOTV). Στη συνέχεια θα παρουσιαστεί στο Γκέτεμποργκ εντός του 2021 και στην Κοπεγχάγη το 2022. Τη μουσική διεύθυνση υπογράφει ο Αυστραλός αρχιμουσικός Ντάνιελ Σμιθ, τη σκηνοθεσία ο Τζον Φούλτζεϊμς, συμμετέχει η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντούμε τους διακεκριμένους Ελληνες μονωδούς Τάση Χριστογιαννόπουλο, Βασιλική Καραγιάννη, Γιάννη Χριστόπουλο, Πέτρο Μαγουλά, Αννα Στυλιανάκη, Τάσο Αποστόλου, Νίκο Κοτενίδη και Χρύσα Μαλιαμάνη. 
Ο «Ντον Τζοβάνι», λοιπόν, γοητεύει αλλά και διχάζει πλέον. Σύμφωνα με τον Ρουτζέρο Ραϊμόντι, από τους πιο αξέχαστους ερμηνευτές του ρόλου, όχι μόνο στην οπερατική σκηνή αλλά και στην ομότιτλη ταινία του Τζόζεφ Λόουζι, «όσο πλησιάζεις τον Ντον Τζοβάνι τόσο ανακαλύπτεις ότι είναι ένα αιώνιο αίνιγμα, μια μαύρη τρύπα, ένας θρύλος που υπάρχει μόνο σαν αντανάκλαση των πόθων και των αντιδράσεων των άλλων, ένας θρύλος που έχει ένα άκρως εντυπωσιακό, “μυθικό” τέλος, ώστε να μπορεί να ξαναγεννιέται και να ανανεώνεται συνέχεια, μέσα από καινούργιους δημιουργούς».

Ο Δον Χουάν
Πράγματι, πολύ πριν από την όπερα του Μότσαρτ, και συγκεκριμένα είκοσι χρόνια πριν από τη σύνθεση και την πρώτη παράστασή της (το 1787 στην Πράγα), υπήρχαν τουλάχιστον δώδεκα λιμπρέτα βασισμένα στο μεταμεσαιωνικό ηθικό – διδακτικό έργο του Ισπανού Τίρσο δε Μολίνα, «El Burlador de Sevilla», που εξιστορούσε τα ανδραγαθήματα του Δον Χουάν. Εκτοτε υπήρξε σειρά από ποικίλες καλλιτεχνικές δημιουργίες εμπνευσμένες από τον διαβόητο ήρωα: θεατρικό έργο του Μολιέρου, ποίημα του Μπάιρον, συμφωνικό ποίημα του Ρίχαρντ Στράους, δοκίμια του Κίρκεγκααρντ και του Μπέρναρντ Σω και πρόσφατα, θεατρικά έργα της Kριστίνα Στεντ, «Ο Δον Χουάν στην αρένα», και του Πάτρικ Μάρμπερ, «Ο Δον Χουάν στο Σόχο» (το τελευταίο είχε εξαιρετικό ανέβασμα και στην Αθήνα από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη).
Φωτ
Φωτ. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Μάικλ Μπόιντ, σκηνοθέτης της κεφάτης, ανάλαφρης και πρωτότυπης παραγωγής στο αγγλικό φεστιβάλ Garsington Opera, συμφωνεί με την άποψη του Ραϊμόντι, ότι δηλαδή «Ο Ντον Τζοβάνι είναι ένας Αγνωστος Χ, ένα απέραντο κενό. Αν και υπνωτίζει όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες της όπερας, είναι σχεδόν αδύνατον να καταλήξεις σε κάποιο συμπέρασμα για τον ίδιο, για το ποιος πραγματικά είναι. Θα μπορούσες να πεις ότι προσδιορίζεται από αυτά που εμείς προβάλλουμε σ’ εκείνον, από τον δικό μας πόθο να ξεπερνάμε τα όρια, να κάνουμε απαγορευμένα πράγματα, να εξουσιάζουμε τους άλλους».  
Σύμφωνα πάλι με τον Τζέρεμι Κόλτον, τέως διευθυντή διανομών στην Αγγλική Εθνική Οπερα, «ο Ντον Τζοβάνι είναι μια απατηλή παγίδα, στημένη για να ανατινάζει στον αέρα την υποκρισία και να αποκαλύπτει την πραγματική σεξουαλική φύση του καθενός μας. Το γεγονός ότι είναι ο πιο πολύπλοκος χαρακτήρας στην όπερα είναι κάτι αναμφισβήτητα θετικό: από τη μια μεριά ερεθίζει τις φαντασιώσεις μας, όμως από την άλλη αφήνει ελεύθερη την υποκρισία μας να τον καταδικάζει ηθικά και να προσποιείται ότι εμείς ποτέ δεν ονειρευτήκαμε να κάνουμε κάτι παρόμοιο». 

• Το ελληνικό #MeToo με το βλέμμα στις ΗΠΑ 
Αντίθετα, ο Ερβιν Σροτ, από τους νεότερους και πιο σέξι ερμηνευτές στην ιστορία του ρόλου, εξομολογήθηκε στην εφημερίδα Daily Telegraph ότι δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τον Ντον Τζοβάνι και σχεδιάζει να τον βγάλει από το ρεπερτόριό του. «Ομως τρελαίνομαι να τον τραγουδώ. Γιατί από μουσικής πλευράς είναι θαυμάσια γραμμένος. Αν και δεν έχει καμία μεγάλη άρια (σ.σ. η “Αρια της σαμπάνιας” και η “Σερενάτα” είναι σύντομες), κάθε νότα και κάθε λέξη του λιμπρέτου σού αποκαλύπτει κάτι για εκείνον».
Στη θεσπέσια μουσική του Μότσαρτ, πολύ περισσότερο από το λιμπρέτο, στέκονται όλοι οι μεγάλοι ερμηνευτές του ρόλου. Γιατί από τον καθαρά φωνητικό τομέα, ο ρόλος, που μπορεί να τραγουδηθεί από μπάσους, βαρύτονους και μπάσο-βαρύτονους, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολος. «Δεν είναι φωνητικός άθλος», εξηγεί ο εξαίρετος απόμαχος βαρύτονος Σέριλ Μιλνς. «Είναι ρόλος με πιζάζ, με σεξαπίλ, μάτι με μάτι. Τον περισσότερο χρόνο, μέσα από τα πολλά ρετσιτατίβα και ντουέτα, ο μαγνητισμός και η σεξουαλικότητα του Ντον Τζοβάνι μπορεί να εκφρασθεί μόνο από την ένταση και τον ηλεκτρισμό που εκπέμπει ο τραγουδιστής μέσα από τη φυσική του παρουσία. Και αυτό καθιστά τον ρόλο κουραστικό σωματικά, αλλά κυρίως εξουθενωτικό για το νευρικό σύστημα».
«Ζωική» δύναμη
«Ποτέ δεν κοιμόμουν καλά ύστερα από παράσταση του Ντον Τζοβάνι», θυμάται ο σερ Τόμας Αλεν, άλλος βιρτουόζος ερμηνευτής του ρόλου. «Η ένταση και η σχεδόν “ζωική” δύναμη που πρέπει να εκπέμπει κάθε στιγμή, με επηρέαζε και σωματικά και ψυχικά. Το πρόβλημα του ρόλου είναι ότι δεν σου επιτρέπει ούτε δευτερόλεπτο χαλάρωσης. Αρχίζει με ακραία δραματικό τρόπο –την απόπειρα βιασμού της Ντόνα Αννα και τη δολοφονία του πατέρα της– και καλπάζει αδυσώπητα, σε ένα συνεχές κρεσέντο έντασης, ειδικά προς το φινάλε, το μόνο μέρος που φωνητικά πρέπει να αναπτύξεις το βαρύ πυροβολικό. Και αν στην πορεία αφήσεις την ένταση να χαλαρώσει έστω και ένα δευτερόλεπτο, θα έχει χαθεί όλο το νόημα της παράστασης. Γιατί υπάρχει αυτή η μανιακή φόρα που σπρώχνει τον Ντον Τζοβάνι προς το πεπρωμένο του, και πρέπει να φροντίσεις ώστε αυτή η καλπάζουσα ένταση να εκφράζεται σε κάθε στιγμή του έργου».
Ο Τζόζεφ Λόουζι πίστευε ότι αυτή η ασταμάτητη φόρα και νευρική υπερκινητικότητα του Ντον Τζοβάνι οφείλεται στο ότι «τρέχει να ξεφύγει από κάτι που αδυνατεί ν’ αντιμετωπίσει. Ποτέ δεν είχε, ούτε θέλησε να έχει, μια πραγματική σχέση. Από κοινωνικής και πολιτικής πλευράς, πιθανώς να έχει δει και αισθανθεί πράγματα τα οποία ξέρει ότι δεν μπορεί να αλλάξει. Και η λύση του είναι να το σκάσει. Η γυναικοκατάκτηση γίνεται εθισμός για να καλύψει αυτό τον φόβο».

Ο Λονδρέζος σκηνοθέτης του θεάτρου και της όπερας Τζόναθαν Μίλερ, ωστόσο, εξηγεί ότι αυτή η απροθυμία και η αδυναμία του Ντον Τζοβάνι να συνάψει μια σχέση πέρα από τον σεξουαλικό πόθο προκαλεί τραυματικές καταστάσεις στις γυναίκες που πλησιάζει –ιδίως σε εποχές που τέτοιου είδους σχέσεις θα τις οδηγούσαν σε κοινωνικό οστρακισμό– και ότι η σειρά από ψυχικά τραύματα που αφήνει πίσω του «καθιστά αυτή την όπερα κάτι περισσότερο από μια απλή ιστορία ερωτικών κατακτήσεων. Την εξυψώνει στο επίπεδο μιας σύρραξης, μιας μάχης, μεταξύ της Δύναμης του Καλού και της Δύναμης του Κακού».  
Κατά τον Αυστραλό σκηνοθέτη Ντέιβιντ Φρίμαν, το γεγονός ότι στο μεγαλειώδες φινάλε, όταν όλα είναι εναντίον του, ο Ντον Τζοβάνι υψώνει το ανάστημά του και υπερασπίζεται τον τρόπο ζωής του μέχρι τέλους, είναι το θεμελιώδες στοιχείο που εξηγεί τον μύθο του. «Στο τέλος ξέρει ότι βρίσκεται στο χείλος του θανάτου», προσθέτει ο Ερβιν Σροτ. «Αλλά, όντας αριστοκράτης, θέλει να έχει τον έλεγχο αυτής της στιγμής – να εξασφαλίσει ότι θα πεθάνει με ηρωικό τρόπο, τον τρόπο της επιλογής του».
«Χωρίς αυτό το στοιχείο, και ο μύθος και ο ίδιος ο Ντον Τζοβάνι θα έχαναν τη μεγαλειώδη διάστασή τους και θα καταντούσαν μπανάλ», καταλήγει ο Ραϊμόντι. «Γιατί το φινάλε είναι μια μονομαχία γιγάντων, στην οποία ο Ντον Τζοβάνι τελικά ηττάται, ή μάλλον απομακρύνεται, από υπερφυσικές δυνάμεις, ανυποχώρητος και αμετανόητος έως το τέλος. Πεθαίνει όπως πεθαίνουν όλοι οι θρύλοι, με αφύσικο, μυθικό τρόπο, που τους επιτρέπει να συνεχίζουν να υπάρχουν». 
Αυτό το σημείο τονίσθηκε πολύ πρωτότυπα στη σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Τζόουνς στην Εθνική Οπερα της Αγγλίας, στην οποία ο Ντον Τζοβάνι δεν πέθανε, αλλά εξαφανίστηκε μέσα από μια κρυφή πόρτα και εθεάθη να το σκάει στον επάνω όροφο του ξενοδοχείου του σκηνικού – ένας αθάνατος μύθος, προορισμένος να γεννηθεί ξανά και ξανά, ανάλογα με τις ιδέες, τις ευαισθησίες, τη νοοτροπία και τα ταμπού κάθε εποχής.  * Η κ. Ελενα Ματθαιοπούλου είναι associate editor του βρετανικού περιοδικού Opera Now.

Θέατρο
Εθνική Λυρική Σκηνή
#MeToo
Σεξουαλική κακοποίηση
έμφυλη βία

Πηγή

About kathimerini