Η υπερφορολόγηση της εργασίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 ετών οδήγησε συστηματικά σε απώλεια θέσεων εργασίας, ανεργία και κοινωνική ανέχεια, ενώ η αγορά εργασίας δεν κατάφερε να ανταμείβει όσους παράγουν, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας, επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία. Με αφορμή τις κυβερνητικές επιδιώξεις και τη συζήτηση για περαιτέρω αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, ο σύνδεσμος, για δεύτερη συνεχόμενη εβδομάδα, ασχολείται με το θέμα, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η οικονομία βρίσκεται σε μια λεπτή ισορροπία, με τις εξαγωγές, τη βιομηχανική παραγωγή και τα έσοδα να επιδεικνύουν αξιοθαύμαστες αντοχές, με δεδομένο το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον που επικρατεί. Ταυτόχρονα βέβαια, υπάρχουν εμφανή σημάδια αποδυνάμωσης, που εκφράζονται κυρίως με την επιβράδυνση στους ρυθμούς αύξησης.
Σε αυτό το πλαίσιο και με αφορμή τις συζητήσεις που διενεργούνται σε κυβερνητικό επίπεδο, ο ΣΕΒ επισημαίνει πως η ταλαιπωρημένη αγορά εργασίας αδυνατεί, λόγω των υψηλότατων ασφαλιστικών εισφορών και φόρων, να ανταμείψει όσους παράγουν, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας. Από την κατάσταση αυτή ζημιώνονται η οικονομία, η κοινωνία, αλλά και το κράτος – καθώς στο τέλος εισπράττει λιγότερα χρήματα. Μάλιστα, παραθέτει στοιχεία σύμφωνα με τα οποία, για να αμείβεται ένας μισθωτός λίγο καλύτερα από 1.000 ευρώ το μήνα, το κράτος εισπράττει περίπου το μισό του συνολικού κόστους του εργοδότη. Αντίστοιχα, για υψηλόμισθο στέλεχος εταιρείας το κράτος εισπράττει πάνω από 55% του συνολικού κόστους που καταβάλλει η επιχείρηση.
Αναλυτικά, τα στοιχεία που προέρχονται από λογιστήριο επιχείρησης-μέλους του ΣΕΒ δείχνουν ότι:
• Εργαζόμενος με μεικτές μηνιαίες αποδοχές 1.100 ευρώ εισπράττει καθαρά 869 ευρώ, ενώ κοστίζει στην επιχείρηση 1.370 ευρώ (ως μεικτές αποδοχές ορίζεται ο μισθός με τις ασφαλιστικές εισφορές του εργαζόμενου αλλά όχι του εργοδότη). Το κράτος (ΙΚΑ εργαζόμενου και εργοδότη, ΦΜΥ και έκτακτη εισφορά) εισπράττει 501 ευρώ, δηλαδή το 36,6 % του συνολικού κόστους.
• Αντίστοιχα, για εργαζόμενο με μεικτές αποδοχές 2.500 ευρώ, το κόστος για τον εργοδότη είναι 3.114 ευρώ, ο εργαζόμενος εισπράττει 1.680 ευρώ καθαρά και το κράτος 1.434 ή το 46 %. Για μεικτές αποδοχές 3.500 ευρώ, το μερίδιο του κράτους ανεβαίνει στο 50,8% και για 5.000 στο 55,4%.
Ο ΣΕΒ παραθέτει επίσης το παράδειγμα μηχανικού ασφαλισμένου στο ΤΣΜΕΔΕ, με μεικτό μισθό 2.500 ευρώ, στον οποίο ο εργοδότης αποφάσισε να δώσει αύξηση 1.000 ευρώ. Η αύξηση αυτή κοστίζει 1.246 ευρώ στον εργοδότη, από τα οποία ο εργαζόμενος εισπράττει καθαρά 396 ευρώ, ενώ το κράτος εξασφαλίζει για τον εαυτό του επιπλέον έσοδο 850 ευρώ. Δηλαδή το 68,2% της αύξησης πηγαίνει στο κράτος. «Η αριστεία του εργαζόμενου ανταμείβει το κράτος, και ο εργαζόμενος μένει με την… ηθική ικανοποίηση ότι με την εντατική εργασία του συνεισφέρει στη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών», σχολιάζει ο σύνδεσμος. Ο ΣΕΒ υπογραμμίζει ότι το υψηλό μη μισθολογικό κόστος, το κόστος της ενέργειας και οι δυσμενείς όροι χρηματοδότησης (εξαιτίας του κινδύνου χώρας) είναι τα τρία βασικά ανταγωνιστικά μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις.