Περισσότερο αηδιαστικό και από την ίδια την πράξη του βιασμού είναι, κατά τη γνώμη μου, η στάση των τρίτων που εκφράζεται με την κουτοπόνηρη απορία: «Μα, καλά, τώρα το θυμήθηκε;». Οχι, δεν το θυμήθηκε τώρα. Κανένα θύμα βιασμού δεν ξεχνά ποτέ, ούτε στιγμή, αυτό που συνέβη. Το κουβαλάει μέσα του πάντα και παλεύει διαρκώς με την ντροπή και τον πόνο του καταναγκασμού, όπως η Σοφία Μπεκατώρου, που χρειάσθηκε χρόνια θεραπείας και ανάλυσης μέχρι να φθάσει στο σημείο να καταγγείλει αυτό που η ομοσπονδία περιέγραψε στην πρώτη ανακοίνωσή της ως «δυσάρεστο περιστατικό».
Οσοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το καταλάβουν αυτό και, στη δική τους κρίση, βαραίνει περισσότερο το χρονικό διάστημα ανάμεσα στον βιασμό και την καταγγελία του, πάσχουν από έλλειψη του στοιχειώδους ανθρωπισμού και της φαντασίας, ώστε να συλλάβουν ένα απειροελάχιστο μέρος του ψυχικού πόνου του θύματος. Αυτοί οι τύποι, οι «τώρα το θυμήθηκε;», είναι ηθικά συνένοχοι και δημιουργούν το περιβάλλον αναισθησίας και κυνισμού, που επιτρέπει στους βιαστές να δουν άφοβα.
Κατά την προσωπική μου κρίση, υπάρχουν δύο τύποι βιασμού. Υπάρχει, κατ’ αρχάς, ο βιασμός που διαπράττεται από έναν άγνωστο στο θύμα δράστη και υπό την απειλή σωματικής βίας. Ας πούμε, σου επιτίθεται ένας άγνωστος, τη νύχτα, στην είσοδο της πολυκατοικίας και σου κολλάει ένα μαχαίρι στον λαιμό – το αστυνομικό δελτίο βρίθει από περιστατικά τέτοιου είδους. Στις περιπτώσεις αυτές, νομίζω ότι είναι σχετικά (το υπογραμμίζω: σχετικά) ευκολότερο για το θύμα να βρει τη δύναμη να καταγγείλει τον βιασμό.
Επίσης, όταν ο δράστης είναι ο «άγνωστος ανώμαλος», του οποίου η πορεία κάποια μοιραία στιγμή διασταυρώνεται με τη δική σου, ίσως είναι και κατά τι ευκολότερο για το θύμα να αντιμετωπίσει το τραύμα μέσα του. Το γεγονός, στις περιπτώσεις αυτές, είναι κάτι που ξεφεύγει τελείως από τον έλεγχο του θύματος. Πώς θα μπορούσες να το είχες προβλέψει και πώς να το αποφύγεις; Εν μέρει, ευθύνεται η τύχη που σε έφερε στον δρόμο του δράστη. Εσύ δεν έφταιξες σε κάτι, εκτός από το να υπάρχεις. Είναι περίπου σαν να πηγαίνεις στον δρόμο τηρώντας όλους τους κανόνες και, ξαφνικά, να πετάγεται με ταχύτητα από το στενό ένα θηριώδες τζιπ και να σε διαλύει.
Πολύ σκληρότερη ως προς τις τραυματικές συνέπειες της, κατά τη γνώμη μου, είναι η δεύτερη περίπτωση βιασμού, όταν δηλαδή ο βιαστής είναι πρόσωπο του περιβάλλοντος του θύματος. Η προδοσία της εμπιστοσύνης πονάει περισσότερο από τη σωματική βία και, επειδή η εμπιστοσύνη στις ανθρώπινες σχέσεις προϋποθέτει αμοιβαιότητα, το θύμα πάντα κατατρύχεται από την αμφιβολία για τον εαυτό του, πολύ συχνά μέχρι σημείου αυτοκαταστροφής. Το λέει πολύ καλύτερα η Σοφία Μπεκατώρου στην καταγγελία της: παρά την ειρωνεία και τον εκφοβισμό του δράστη, εκείνη συνέχισε να κάνει αυτό που αγαπάει, «έχοντας όμως χάσει το σημαντικότερο αγαθό ως προσωπικότητα: την αγάπη προς τον εαυτό μου».
Εύχομαι ειλικρινά, μετά τη γενναία πράξη της καταγγελίας να την έχει ξαναβρεί. Μακάρι να είχα λόγια, που να ξεφεύγουν από τα τετριμμένα και τα στερεότυπα, για να εκφράσω τον θαυμασμό μου στη Σοφία Μπεκατώρου. Η πράξη της καταγγελίας, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο την έκανε, συγκροτημένα και διεξοδικά, για μένα τουλάχιστον είναι ένα μετάλλιο στο στήθος της απείρως μεγαλύτερης αξίας από όλα τα άλλα που έχει κερδίσει στο αγώνισμά της. Η καταγγελία της ήταν μία πράξη ατομικής και κοινωνικής ευθύνης, χάρη στην οποία τα 22 χρόνια σιωπής, που πέρασε υποφέροντας και παλεύοντας με τον εαυτό της, δεν πήγαν χαμένα. Υποκλίνομαι, με σεβασμό.
ΥΓ. Η συγκεκριμένη αποκάλυψη, πάντως, δικαιώνει πλήρως τη νομοθετική πρωτοβουλία του Λεύτερη Αυγενάκη (από τις πρώτες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τον Νοέμβριο του 2019), με την οποία εκκαθαρίζονται οι ισόβιες διοικήσεις των ομοσπονδιών. Η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απολύτως…