του Ανδρέα Χ. Ζούλα*
Προσωπικώς πιστεύω, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, ότι το τελευταίο που χρειαζόμαστε σήμερα είναι οι νέες εκλογές. Αντίθετα, αυτό που επιβάλλεται είναι η συγκρότηση νέας, υπό τον κ. Τσίπρα, κυβέρνησης, στην οποία θα συμμετέχουν οργανικά και ουσιαστικά η Νέα Δημοκρατία, οπωσδήποτε, αλλά και όσα άλλα κόμματα υποστηρίζουν την αταλάντευτη ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Η προοπτική αυτή δυστυχώς δεν είναι η πιθανότερη σήμερα. Το πιθανότερο είναι ότι θα οδηγηθούμε σε νέες εκλογές από τη δυναμική των πραγμάτων. Αν λοιπόν, αυτό το χειρότερο για τη χώρα ενδεχόμενο είναι σήμερα το πιθανότερο, πρέπει να φροντίσουμε – δηλαδή τα κόμματα – να αποκομίσουμε από αυτό, το μεγαλύτερο δυνατό όφελος και να ελαχιστοποιήσουμε τις δυσμενείς συνέπειές του.
Προς τούτο είναι ανάγκη τα κόμματα να συμφωνήσουν σε δύο ριζικές αλλαγές του εκλογικού νόμου. Πρώτον, να καταργηθεί η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με 50 έδρες και δεύτερον, να οριστεί ότι η Βουλή στο εξής θα αποτελείται από 200 και όχι 300 βουλευτές, κατά την σχετική δυνατότητα που παρέχει το Σύνταγμα (αρ. 51 παρ.1), όπως διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρηση του 1975.
Η ολοσχερής κατάργηση της πριμοδότησης του πρώτου κόμματος με 50 έδρες επιβάλλεται από τις νέες συνθήκες που επικρατούν και διαμορφώνονται στο εκλογικό σώμα. Η εποχή της δικομματικής αντιπαράθεσης και η λογική της «μονοκομματικής σταθερής κυβερνητικής πλειοψηφίας» έχει περάσει. Μπήκαμε πλέον στην εποχή που το εκλογικό σώμα, με αλλεπάλληλες μάλιστα ετυμηγορίες του, επιτάσσει την διακομματική συνεννόηση και συνεργασία για την συγκρότηση κυβέρνησης. Και αυτό είναι ίσως το ασφαλέστερο κριτήριο ότι έχει ολοκληρωθεί και κλείσει ο κύκλος της «Μεταπολίτευσης».
Είναι λάθος τα «ευρωπαϊκά» κόμματα να περιχαρακώνονται σε θέσεις όπως της απώλειας της «δεδηλωμένης» με το όριο των «120» (ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α) ή της «αναλογικής» κατάργησης της πριμοδότησης (η Νέα Δημοκρατία). Η μεν κυβέρνηση ή αγνοεί την αληθή έννοια της σχετικής διάταξης του Συντάγματος ή την διαστρεβλώνει για να εξυπηρετήσει θέσεις και σκοπούς της. Η αλλοίωση της έννοιας της συνταγματικής διάταξης (παρ. 6 του άρθρου 84) που κάνει η κυβέρνηση και το τμήμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α που την ακολουθεί, έγκειται στο ότι το ελάχιστο όριο των 120 βουλευτών που θέτει η προαναφερόμενη διάταξη για την πλειοψηφία κατά την ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής, δεν αναφέρεται στην δύναμη του κυβερνητικού κόμματος, αλλά στο σύνολο των παρόντων κατά την ψηφοφορία βουλευτών. Η εμπιστοσύνη, δηλαδή, παρέχεται και αν ακόμη την σχετική κυβερνητική πρόταση ψηφίσουν 70, παραδείγματος χάρη, βουλευτές της κυβέρνησης και 50 της αντιπολίτευσης, αρκεί βέβαια ο έτσι σχηματιζόμενος αριθμός των 120 να συνιστά και την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων στην ψηφοφορία βουλευτών. Ας μην αναζητεί και πολύ περισσότερο, ας μη κατασκευάζει επομένως η κυβέρνηση θεσμικά, συνταγματικά ερείσματα για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων που δημιουργεί η ουσιαστική διάσπαση του κυβερνητικού κόμματος.
Η Νέα Δημοκρατία, από την πλευρά της, δεν μπορεί να καλύπτεται πίσω από την «αντιπρότασή» της για περικοπή της πριμοδότησης και «αναλογική» εφαρμογή της. Η αντιμετώπιση της σημερινής κατάστασης απαιτεί γενναίες πολιτικές πράξεις και λύσεις και όχι κομματικά τεχνάσματα. Γιατί κομματικό τέχνασμα είναι η αντιπρόταση της ΝΔ, που θέτει ως υπόβαθρο της συνεννόησης και σύμπραξης των κομμάτων την «επιβολή» του ενός. Αυτή όμως η συνθήκη ανήκει στην πολιτική περίοδο, την οποία το ίδιο το εκλογικό σώμα έχει αφήσει οριστικά πίσω του. Ας την αφήσει και η ΝΔ, στρεφόμενη στο μόνο σταθερό υπόβαθρο, αυτό της ισότιμης διακομματικής σύμπραξης, που απαιτεί η συντριπτική πλειοψηφία των εκλογέων και η κοινή λογική.
Και αφού τα δύο αυτά κόμματα εγκαταλείψουν τις σημερινές προσχηματικές θέσεις τους, ας προσπαθήσουν να αποτρέψουν τις νέες εκλογές και αν δεν μπορέσουν, ας προκαλέσουν ευρύτερη συνεννόηση και συναίνεση για την κατάργηση της πριμοδότησης και τον περιορισμό του αριθμού των βουλευτών από τριακόσιους σε διακόσιους. Για την ανάγκη της δεύτερης αυτής παρέμβασης και των θετικών αποτελεσμάτων της, θα μου επιτραπεί να επανέλθω σε νέο σημείωμα.
*Ο Ανδρέας Χ. Ζούλας ήταν αρχισυντάκτης στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων την περίοδο 1981 – 2001