Οι ελληνικές κυβερνήσεις, από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (1990-1993) έως τον Αντώνη Σαμαρά (2012-2015), στο θέμα του λεγόμενου «Μακεδονικού» επιδόθηκαν σε μυστική διπλωματία χωρίς αποτέλεσμα, ενώ είχαν αποδεχθεί, χωρίς να το παραδέχονται, τη διπλή (ή τριπλή) ονομασία για την ΠΓΔΜ, πάντοτε με τη συμπερίληψη του ονόματος «Μακεδονία».
Αυτό υποστηρίζει ο Νίκος Κοτζιάς στο βιβλίο του «Η Λογική της Λύσης: Πολιτική Θεωρία και Πρακτική στις Διεθνείς Σχέσεις – Αλήθειες για το Μακεδονικό και τη Διαπραγμάτευση», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Gutenberg στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Σύμφωνα με την Καθημερινή, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και αρχιτέκτονας της συμφωνίας των Πρεσπών «αξιοποιεί» απόρρητα τηλεγραφήματα και άλλα έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών για να τεκμηριώσει συμπεράσματα με τα οποία κατηγορεί το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της δεκαετίας του ’90 για «ανεπαρκή θεωρητική συγκρότηση, περιορισμένη αντίληψη των γεωπολιτικών εξελίξεων και έλλειψη πνευματικής προετοιμασίας ενόψει των παγκόσμιων αλλαγών». Θα ήταν, ωστόσο, άδικο να προσεγγίσουμε ένα τέτοιο βιβλίο μόνο με όρους πολιτικής αντιπαράθεσης, αφού το σκέλος αυτό καλύπτει μόνο 130 από τις 1.008 σελίδες. Ακόμα κι αν το βιβλίο αμφισβητηθεί από τους πολλούς επικριτές ενός πολιτικού μοναχικού και ξένου στην ελληνική λογική των πάση θυσία καλών σχέσεων με όλους, η «Λογική της Λύσης» ερεθίζει τη σκέψη σε πολλά επίπεδα.
Ο συγγραφέας ποτέ δεν έχει κατηγορηθεί για υπερβάλλουσα πνευματική μετριοφροσύνη και αυτό δεν θα συμβεί ούτε τώρα. Πέρα από τη θεμιτή πρόθεση να γράψει ο ίδιος την ιστορία που τον αφορά, επιχειρεί κάτι ακόμα πιο φιλόδοξο, έστω κι αν δεν το ομολογεί. Μέσα από το παράδειγμα του «Μακεδονικού» θέλει να διατυπώσει τις αρχές μιας σχολής σκέψης για την εξωτερική πολιτική – μια «φιλοσοφική εργαλειοθήκη». Πολλοί θα κατηγορήσουν τον συγγραφέα για έλλειψη αυτοκριτικής, αλλά μάλλον η αυτοκριτική υπάρχει, μεταμφιεσμένη σε στοχασμό για τα όρια του εφικτού. Ο Κοτζιάς παραδέχεται ότι το τέλειο δεν μπορεί να γίνει πράξη στη ζωή, αλλά αναζητεί στην ιστορία, στη φιλοσοφία, στην ψυχολογία και στην πολιτική θεωρία τούς όρους και τα εργαλεία ώστε κατά την επώδυνη διαδικασία της πραγματοποίησης να διατηρήσει το «ιδανικό», όσο γίνεται περισσότερα από τα ιδεώδη χαρακτηριστικά του.
Το βιβλίο γίνεται σεβαστό για το μέγεθος της έρευνας που περιέχει, κερδίζει τον αναγνώστη για την αφηγηματικότητα της γραφής, αλλά είναι περισσότερο απολαυστικό στα σημεία όπου ο συγγραφέας κριτικάρει τα ιερά τέρατα. «Ο Μητσοτάκης ήταν άνθρωπος της λύσης αλλά δεν είχε κατανοήσει επαρκώς τη λογική της», γράφει. «Η πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου είχε ισχυρή ανισορροπία», προσθέτει. «Επίδειξη σκληρής πολιτικής με το εμπάργκο που κήρυξε μονομερώς η Ελλάδα στις 16.2.1994 και όπισθεν ολοταχώς με την Ενδιάμεση Συμφωνία που επιβλήθηκε απέξω και δεν πέρασε από την ελληνική Βουλή».
Αποκαλεί την περίοδο Σημίτη «περίοδο μυστικής διπλωματίας στο ζήτημα του Ονοματολογικού» και αναφέρεται σε απόρρητα τηλεγραφήματα του πρέσβη στην Ουάσιγκτον Χρήστου Ζαχαράκη το 1994 αλλά και στα τέλη 1996. Στις 19.11.1996, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος φέρεται να δηλώνει στον κ. Ζαχαράκη ότι η Αθήνα προτιμά το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια». Στην ίδια λογική κινήθηκε και η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, αν και ο συγγραφέας θεωρεί ότι με την παρεμπόδιση της ένταξης της τότε ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, το 2008 στο Βουκουρέστι ακυρώθηκε στην πράξη η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 που προέβλεπε ακριβώς αυτό (ένταξη ως ΠΓΔΜ χωρίς λύση του Ονοματολογικού). Μετά το Βουκουρέστι, τα Σκόπια άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι θα πρέπει να προσχωρήσουν σε μια «λογική λύσης».
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών προφανώς στοχεύει να αποδείξει ότι η δική του συμφωνία των Πρεσπών, με το ένα όνομα για πάσα χρήση σε εξωτερικό και εσωτερικό (erga omnes) και με αλλαγή του συντάγματος της Βόρειας Μακεδονίας με κατάργηση συμβόλων και διατυπώσεων που καλλιεργούσαν τον αλυτρωτισμό, ακόμα κι αν έχει ατέλειες, αποτελεί μια επιτυχία μεγαλύτερη από εκείνη που διεκδικούσαν ως εφικτή όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις και οι υπουργοί. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί η εξαντλητική περιγραφή του χρονικού της διαπραγμάτευσης, 300 πυκνές σελίδες με ανέκδοτα περιστατικά, ψυχολογικά πορτρέτα των πρωταγωνιστών, αλλά και μια συστηματική ανατομία των όρων της συμφωνίας.
Δεν λείπει, τέλος, η σκληρή κριτική στην κυβέρνηση Τσίπρα και στην κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τη συμφωνία από το 2018 έως σήμερα. Ενα βιβλίο που θα προκαλέσει συζητήσεις διαρκείας – και, επιτέλους, όχι πάντα σε χαμηλούς τόνους.
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Καλοκαίρι 2017, επίσκεψη Δημητρώφ
…Hταν το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό ως Υπουργού Εξωτερικών της γείτονος. Eμπειρος διπλωμάτης, ήρθε με τόλμη να με δει στην Αθήνα, παρόλο που ήταν καχύποπτος – φοβόταν ότι μπορούσα να του στήνω παγίδες και ένιωθε αμηχανία. Και εγώ είχα αμηχανία, ήλπιζα ότι θα δουλέψουμε για τη λύση, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι θα τα καταφέρουμε. Εκείνο που ήξερα από την εμπειρία μου ήταν ότι έπρεπε να αποκτήσουμε μεταξύ μας εμπιστοσύνη. Γνώριζα, επίσης, ότι πολλά πράγματα αλλάζουν στη διάρκεια μιας διαπραγμάτευσης. Oτι, συχνά, αλλιώς μπαίνει κάποιος σε μια συζήτηση και αλλιώς καταλήγει. Oτι σε μια διαπραγμάτευση μπορεί οι ανταγωνιστικές σχέσεις να γίνουν συνεργατικές. Η διαμάχη θέσεων να γίνει σύμπτωση συμφέροντος, τουλάχιστον ως προς την αναγκαιότητα μιας λύσης και το κέρδος που έχουν και οι δύο πλευρές από αυτήν. […] Κατέγραψα την αμηχανία μας και μια εν δυνάμει δυσπιστία. Φαντάζομαι ούτε ο Δημητρώφ το ήθελε. Ασφαλώς ούτε και εγώ. Αλλά υπήρχε. Θέλαμε να σιγουρευτεί ο ένας για τις προθέσεις του άλλου. Εμένα με είχε καταβάλει η σκέψη ότι πρέπει να εντοπίσω τα θετικά στοιχεία του συνομιλητή μου. Θα έπρεπε να βρω ασφαλιστικές δικλίδες αντιμετώπισης τυχόν προβλημάτων και ταυτόχρονα να οικοδομήσω μια σχέση εμπιστοσύνης. Πιστεύω ότι το ίδιο ήθελε και ο Νικόλας Δημητρώφ. Γι’ αυτό και μέχρι το τέλος της επίσκεψης είχαμε χαλαρώσει και προσπαθήσαμε να δούμε ο ένας την καλή πλευρά του άλλου.
Μια σκηνή από τη δεύτερη διαπραγμάτευση
…Από όλα αυτά έμαθα ότι, όταν ετοιμάζεσαι για μια διαπραγμάτευση, αλλά και κάθεσαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καλύτερα να ακούς περισσότερο από όσο να μιλάς. Οπως διατυπώνω και σε δημόσιες ομιλίες μου, «Να μιλάς λίγο, για να ακούγεσαι». Επιπλέον, όταν κανείς μιλά, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την Μπρεχτική εντολή να μην ξεχνά ποτέ ότι το αυτί του ενός δεν ακούει με την ίδια αντίληψη και «περιβάλλον» με το οποίο μιλά το στόμα του άλλου. Οταν ο άλλος μιλά, να μελετάς τη στάση του κορμιού του, το χαμόγελο αν υπάρχει, ιδιαίτερα τα μάτια. Να παρακολουθείς ακόμα με προσοχή τις αντιδράσεις της δικής του ομάδας, αν είναι ικανοποιημένη ή όχι, αν θα προκύψει αμφισβήτηση, γιατί και σε ποιο βαθμό. Να προσπαθείς να διαβάσεις τι είναι αυθόρμητο και τι είναι έτοιμο. Αν ο απέναντί σου έχει ανασφάλεια ή υπερβολική αυτοπεποίθηση. […] Πάντα προσπαθούσα να βρίσκω όλα αυτά που κρύβονται πίσω από την όποια επιμονή της άλλης πλευράς σε μια διαπραγμάτευση. Τους φόβους, τις αναστολές και τις ανησυχίες της. Γι’ αυτό, προς τις Πρέσπες, συζητήσαμε με τον Δημητρώφ και αυτά. Μάλιστα, θα υποστήριζα ότι οι πολλαπλές απειλές και κατηγορίες που εκτοξεύονταν ενάντια σε εμάς τους δύο ΥΠΕΞ, ιδιαίτερα σε μένα, χωρίς να το καταλάβουν οι υβρίζοντες και εκβιάζοντες –αυτή είναι και η διαλεκτική και το μεγαλείο της ζωής– βοήθησαν την ίδια τη διαπραγμάτευση. Διότι, όπως ήταν φυσικό, από τη στιγμή που υπήρχαν αυτά τα «επικίνδυνα γεγονότα», μιλάγαμε με τον Δημητρώφ και γι’ αυτά. Πόσο έντονες και ισχυρές ήταν οι κατηγορίες, οι απειλές και οι προσπάθειες εκβιασμού στη μία και στην άλλη χώρα. Πόσο ενοχλούσαν τις οικογένειές μας. Τι ανησυχία εκφραζόταν στο περιβάλλον μας, πώς αντιδρούσαν ή γιατί δεν αντιδρούσαν οι κυβερνήσεις μας και οι αρμόδιοι μηχανισμοί. […] Μεγάλη υπόθεση στη διαπραγμάτευση ήταν να απευθύνομαι περισσότερο στον ίδιο τον ΥΠΕΞ της μετέπειτα Βόρειας Μακεδονίας, παρά στον Νίμιτς. Ενώ όλο και πιο συχνά συναντιόμασταν μόνοι οι δύο μας, προκειμένου να κάνουμε κάποια βήματα. Οταν είχαμε διαφωνίες, όταν ξαναγυρίζαμε σε συζητήσεις για θέσεις, ο Νίμιτς ήταν εντός του χώρου για να παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή. Εξίσου σημαντικό στη διαπραγμάτευση ήταν να μαθαίνουμε μέχρι ποιο βαθμό άντεχε η άλλη πλευρά την πίεση. Πότε η επιμονή έπαιρνε τα χρώματα της απειλής. Σε ποιο σημείο μπορούσε να γεννηθεί η αίσθηση ότι η διαπραγμάτευση δεν θα οδηγούσε πουθενά. Επρεπε να κρατάμε μέτρο και στη φιλική διάθεση και στην πίεση. […] Η δική μου πείρα είναι ότι πολλές φορές χρειάζονται «μέτρα χαλάρωσης». Είτε στο σημείο όπου βρισκόμαστε, είτε γενικότερα. Η στιγμιαία χαλάρωση γινόταν με κάποιο πείραγμα, ένα αστείο, μια ακραία διατύπωση εκτός πλαισίου συζήτησης.
Η μέθοδος αυτή μου φαίνεται απαραίτητη για να μπορεί να προχωρήσει και η πιο δύσκολη συζήτηση. Περισσότερο απαραίτητα είναι τα μέτρα γενικής χαλάρωσης. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει στη διάρκεια της μέρας. Ούτε τα μεσημέρια, γιατί τότε το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να ενημερώσει ο καθένας μας τα μέλη της αντιπροσωπείας του, αλλά και να ενημερωθεί από αυτήν. Το βραδινό, όμως, ήταν άλλη περίπτωση.
Για δείπνο τρώγαμε τις περισσότερες φορές σε δύο τραπέζια. Στο ένα οι αντιπροσωπείες μας, στο άλλο οι δύο ΥΠΕΞ. Στο δείπνο δημιουργούνταν στις μεταξύ μας συζητήσεις το θετικό κλίμα για τις επόμενες συζητήσεις. Εδειχνε ο ένας σεβασμό στον άλλον και τον άκουγε με προσοχή. Εκεί, χαλαρά, χωρίς Πρακτικά, ανταλλάσσαμε σκέψεις για το πώς θα μπορούσαμε να λύσουμε τα προβλήματά μας. Εξηγούσαμε πώς βλέπαμε τη διαπραγμάτευσή μας, πώς ονειρευόμασταν τις μελλοντικές σχέσεις των δύο κρατών. Μιλάγαμε για τις οικογένειές μας. Τους ανθρώπους μας.
Αυτές οι συζητήσεις μάς έφερναν πιο κοντά. Δεν αντιμετωπίζαμε, πλέον, ο ένας τον άλλο σαν αντίπαλο, καχύποπτα…
Τα ονόματα, ανάμεσά τους κι ένα «γρουσούζικο», που απορρίφθηκαν
Από τη διαπραγμάτευση στο Σούνιο
…Ο Δημητρώφ έκανε και αναφορά σε δύο ονόματα που θα ήθελε και θα αποδεχόταν η κυβέρνησή του: “Δημοκρατία Ανεξάρτητης Μακεδονίας” και “Δημοκρατία της Μακεδονίας των Σκοπίων”. Το δεύτερο όνομα το είχαμε απορρίψει από καιρό (βλ. και Κεφάλαιο 4 Δεύτερου Μέρους για Ονοματολογικό). Το πρώτο το άκουγα πρώτη φορά. Το θετικό του ήταν ότι δεν είχε το επίθετο πριν από το “Δημοκρατία” ή μετά το “Μακεδονία”, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Περιέκλειε, πιστεύω άθελα, ένα υπονοούμενο που μπορούσε να αξιοποιηθεί και από τους αλυτρωτικούς. Οτι, δηλαδή, υπάρχει μια “Μακεδονία ανεξάρτητη” και μία, κατά προέκταση, “εξαρτημένη”. Ενώ κάποιοι θα επεδίωκαν να ερμηνεύσουν το όνομα ως πρόσκληση στην “ανεξάρτητη” να ελευθερώσει την “εξαρτημένη”. Ετσι, θα είχαμε επιστρέψει, έστω και από απροσεξία, στον αλυτρωτισμό. […] Επειτα από δύο ώρες εγκαταλείψαμε τον Νίμιτς και τους διευθυντές των διπλωματικών μας γραφείων και συνεχίσαμε τη συζήτηση οι δύο μας. Γιατί πήρα τον Δημητρώφ και φύγαμε από το δωμάτιο διαπραγμάτευσης όπου ήταν όλοι οι άλλοι; Διότι ο Νίμιτς άρχισε να λέει ότι όλοι θα ήθελαν να τελειώσουμε εκείνες τις ημέρες και να πάμε στο ΝΑΤΟ στη Σύνοδο για την ένταξη της τότε ΠΓΔΜ με το συμφωνημένο όνομα. Τον παρακάλεσα να σταματήσει και να μη συνεχίσει. Του υπογράμμισα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει οτιδήποτε τέτοιο. Διότι, όπως του διευκρίνισα εκ νέου, πρώτα θα γίνει η Συμφωνία. Μετά θα περάσει από τα Κοινοβούλια, αφού γίνει η συνταγματική αλλαγή, και μετά θα κινηθούμε προς τρίτους. Ας ξεχάσει, λοιπόν, κάθε διασύνδεση της διαπραγμάτευσής μας με τις Συνόδους Κορυφής του ΝΑΤΟ ή της Ε.Ε. Για άλλη μία φορά εκτίμησα ότι ο Νίμιτς ήταν χρήσιμος και βοηθούσε σε ορισμένες καμπές, αλλά ορισμένα δύσκολα ζητήματα καλά θα έκανα να τα συζητούσα με τον ίδιο τον Δημητρώφ. Πήραμε δύο καρέκλες, ένα τραπέζι και κάτσαμε κάτω από ένα δένδρο. Είχε έρθει η ώρα του ονόματος. […] Η συζήτηση που ακολούθησε διήρκεσε και αυτή άλλες τρεις ώρες. Σε όλο το διάστημα που παρήλθε, είχαμε συχνά κουβεντιάσει με τον Δημητρώφ για το όνομα. Αλλά όχι επίπονα, δεσμευτικά, περισσότερο ανιχνευτικά. Πίστευα, και πιστεύω, ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Επρεπε, προηγούμενα, να έχουμε ο ένας στον άλλον εμπιστοσύνη, όπως και οι αντιπροσωπείες μας εκατέρωθεν. Επρεπε να έχουμε συμφωνήσει μέσα μας και οι δύο πλευρές, αλλά και μεταξύ μας, ότι θέλουμε λύση, στη Λογική, δηλαδή, της Λύσης. Να έχουμε προσδιορίσει τις κόκκινες γραμμές μας και τις αντιρρήσεις, τα “θέλω” μας και τις θετικές προοπτικές. Είχε, πλέον, φτιαχτεί το περιβάλλον για τη λύση του αρχικού ζητήματος.
Ο Νίμιτς μάς είχε δώσει εκ νέου την πρότασή του με τα πέντε ονόματα στα οποία αναφέρθηκα στο Κεφάλαιο 4 του Δεύτερου Μέρους για το Ονοματολογικό. Είχαμε κάνει και στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων σποραδικές αναφορές σε αυτά. Μία πρόταση ήταν αυτή για το “Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια) ή Δημοκρατία της Μακεδονίας-Σκόπια”. Η πρώτη παραλλαγή ήταν χειρότερη από τη δεύτερη. Και αυτό γιατί η παρένθεση, όντας παρένθεση, θα γινόταν κατανοητή ως παρένθεση. Κατά συνέπεια το “συμπληρωματικό” θα χανόταν. Αλλά και η δεύτερη παραλλαγή δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Ο λόγος είναι απλός, δεν επρόκειτο για επιθετικό προσδιορισμό, δεν επρόκειτο για σύνθετη ονομασία, αλλά για συμπλήρωμα στην ονομασία. Μπορούσε ακόμα να κατανοηθεί ως προσωρινό/περιοριστικό που στο μέλλον θα υπάρξει υπέρβασή του. Οι της τότε ΠΓΔΜ επέμεναν σε μια παραλλαγή από τις δύο ονομασίες/συμπλήρωμα, διότι είχαν γίνει αποδεκτές στο παρελθόν τόσο από τη Ν.Δ. όσο και από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Αλλά είχα έγκαιρα εξηγήσει ότι δεν θα δεχόμουν μια τέτοια πρόταση.
Το δεύτερο όνομα ήταν “Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη”. Καθότι είχε το “του”, είχε τις θετικές πτυχές της μια τέτοια πρόταση. Υπήρχε, όμως, το πρόβλημα ότι ο Βαρδάρης είναι ποταμός που διασχίζει και τις δύο χώρες. Στην Ελλάδα με το όνομα Αξιός. Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηρίξει κανείς ότι όντος με το όνομα του τμήματος που διαπερνά τη Βόρεια Μακεδονία ξεχώριζε σαφώς από τον Αξιό της Μακεδονίας μας. Ηταν ένα όνομα, λοιπόν, με τα υπέρ και τα κατά του. Αλλά η κυβέρνηση της τότε ΠΓΔΜ δεν το ήθελε καθότι το όνομα αυτό παρέπεμπε στη φασιστική Γιουγκοσλαβία του Μεσοπολέμου.
Το τρίτο όνομα ήταν το “Νέα Μακεδονία” που άρεσε στην ομάδα των φίλων μου της Θεσσαλονίκης, παρόλο που μπορούσε να παρανοηθεί ανάμεσα στο “Νέα” και “Παλιά” – η πρώτη, συνέχεια της δεύτερης. Αλλά το όνομα δεν άρεσε στην άλλη πλευρά, ιδιαίτερα στο κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα των Σλαβομακεδόνων που δεν ήθελαν ένα όνομα που ήταν “σε ρήξη” με το σοσιαλιστικό τους παρελθόν.
Το τέταρτο όνομα ήταν το “Ανω Μακεδονία”. Ως προς αυτό η άρνηση του Δημητρώφ ήταν κατηγορηματική. Και αυτό διότι η μόνη χώρα που είχε όνομα με το “Ανω” (η “Ανω Βόλτα”), μετά την υιοθέτηση του “Ανω”, εξαφανίστηκε. Ονομα, λοιπόν, με μια έννοια, “γρουσούζικο”. Εμενε το πέμπτο όνομα…».
Πηγή: kathimerini