ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣΑνήσυχα άκραεκδ. Μεταίχμιο, 2020, σελ. 249 Θυμός. Και πίκρα. Προσμονή. Και ματαίωση. Εκδίκηση. Και κάθαρση. Δύο μαζί και δύο χώρια. Δέκα ιστορίες, δέκα πληγές, δέκα σχέσεις αγάπης ή μήπως όχι; Τόσο καθημερινές που μπορούν να είναι στιγμιότυπα της ζωής του καθένα μας, τόσο ποτισμένες με μύθο που ίσως δεν θα μπορούσαν να μας τύχουν ποτέ.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος παρουσιάζει εσωτερικούς μονολόγους γεμάτους εικόνες, μας παρασύρει σε κινηματογραφικές λήψεις, μας καθίζει στην πλατεία του θεάτρου ενώ στη σκηνή άνθρωποι απλοί, ούτε ήρωες, ούτε τέρατα, αναμετρούνται με τα συναισθήματά τους. Τοποθετούν τον εαυτό τους απέναντι σε επιλογές ζωής που θα την καθορίσουν, είναι κρίσιμο να αποφασίσουν τι θα διεκδικήσουν και τι θα προσπεράσουν, τι αξίζει να υπάρχει και τι θα χαθεί.
Αν η γοητεία είναι συστατικό της συναρπαστικής γραφής, τότε ο Παναγιωτόπουλος έχει βρει την ακριβή δόση. Δεν είναι όσα φαίνονται, όσα απροκάλυπτα συμβαίνουν και ξετυλίγονται στην κάθε ιστορία του. Είναι που υποδόρια μας χορηγούνται τα αισθήματα, οι σκέψεις, τα κίνητρα που ορίζουν τις σχέσεις των ηρώων. Σκωπτικός απέναντι στις καταστάσεις που περιγράφει, μα και απέναντι στον αναγνώστη που τον κάνει συνένοχο, να κρυφοκοιτάζουν μαζί τους ήρωές του, μας δίνει την πολυτέλεια της ταύτισης μα και της αποστασιοποίησης, της απενοχοποίησης και της παρηγοριάς. Μας δίνει απλόχερα και πάνω απ’ όλα μια σιγουριά ότι έχουν συμβεί και θα συμβούν και πάλι όλα τα πολύπλοκα μα κι όλα τα απλά της εσωτερικής μας ζωής και θα τα αντιμετωπίσουμε ο καθένας με τον τρόπο του, με στωικότητα ή έξαρση, με πυγμή ή με καρτερία, ελπίζοντας να μείνει ο εαυτός μας ακέραιος μα όχι συμπαγής.
Πυκνή γραφή χωρίς να μας στερούνται οι λεπτομέρειες, αναλυτική κι εκτεταμένη όταν και το παραμικρό πρέπει να ειπωθεί, απλότητα κι αισθητική χαρακτηρίζουν το ύφος και την αποτύπωση. Και φυσικά το χιούμορ. Oταν χρησιμοποιείται τόσο έντεχνα μα και τόσο φειδωλά, ακυρώνει τη σκληρότητα των συμπεριφορών και κάνει να μοιάζει ανάλαφρο αυτό που είναι τόσο, μα τόσο σοβαρό. Οπως ένας χωρισμός. Ή μια προδοσία.
Προφανώς είναι στιγμή απολογισμού, γι’ αυτό και στις ιστορίες παραμονεύει παντού ο εντοπισμός του λάθους. Λάθος σχέσεις που καρκινοβατούν, λάθος επιλογές που καταρρακώνουν, λάθος στάθμιση που φανερώνει το ελλιπές. Ακόμη κι έτσι όμως, ξεπροβάλλουν και οι αληθινά λυτρωτικές στιγμές της αντίστιξης.
Στον τόπο των διακοπών ένα ζευγάρι, μέσα στην αποξένωσή του πια, ξαναβρίσκει λόγους για να μείνει μαζί, όταν αρχίζει να παρακολουθεί στενά, να κατασκοπεύει συνειδητά ένα άλλο ζευγάρι μεγάλων πια ανθρώπων, που συντηρούν ένα ζωογόνο πάθος.
Μια σχέση καταδικασμένη, όσα παυσίπονα κι αν της δίνονται, δώρα, διακοπές, συζητήσεις κι ένας γάτος με παρουσία βάλσαμο, θα τελειώσει με μια πόρτα κλειστή και τον γάτο ελεύθερο. Τα στερεότυπα που όριζαν ή μήπως κάπου και με κάποιο τρόπο ορίζουν ακόμη τη γυναικεία υπόσταση, γάμος, οικογένεια, το τόσο παλιακό «αποκατάσταση» θα συντριβούν μπροστά στο ήσυχο μα στιβαρό «θέλω» μιας ελεύθερης, ανεξάρτητης ζωής. Η αναζήτηση της χαμένης νεότητας με όχημα τη σχέση με κείνην που στην ηλικία θα μπορούσε να είναι κόρη του, θα επιβεβαιώσει την πραγματικότητα, θα προσγειώσει απότομα στην αλήθεια, θα τον κάνει να νιώσει κλέφτης στιγμών, αισθημάτων, ζωής.
Απόδειξη της ύπαρξης
Αν το ένα ζητούμενο στις ιστορίες του Παναγιωτόπουλου είναι το νόημα της ζωής μέσα από τις σχέσεις, τη δημιουργία τους, τη συντήρηση, τη φθορά ή ακόμη και την αποδοχή του τέλους τους, το άλλο είναι η αποδοχή του θανάτου, τόσο δύσκολη όσο και η αγωνία του επικείμενου τέλους, που αλλάζει τις συμπεριφορές και στρέφει προς τον έρωτα ως αέναη πηγή απόδειξης της ύπαρξης.
Εννιά ιστορίες που φωτίζουν το αρσενικό και το θηλυκό στο ταγκό της σχέσης, πότε ο ένας πότε η άλλη να οδηγούν τα βήματα. Το πρώτο διήγημα όμως στρέφει τη ματιά μας στη μάνα. Τα ανήσυχα άκρα της δεν την αφήνουν να κοιμηθεί, τινάζονται και την ταράζουν, ξενυχτά και αναλογίζεται τον δρόμο των παιδιών της, ακούει τον κλέφτη και σηκώνει καραμπίνα μα δεν σκοτώνει, παρά τη χαμηλώνει και βοηθά γενναιόδωρα το παιδί της που έχει ανάγκη. Ο τρόπος της γραφής αίρει οποιαδήποτε μελοδραματικότητα, καταλύει κάθε δεδομένο και εμφανίζει ατόφιο αυτό που είναι η αγάπη.
Το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου γεννά ή και τροφοδοτεί μη επαναπαυμένες συνειδήσεις, μη αναμενόμενες συμπεριφορές, τολμηρές εκπλήξεις, ανήσυχα μυαλά, σαν αυτά που μπορούν κλείνοντας το βιβλίο να πουν μαζί του «υπάρχουν και κάποιοι που φέρνουν σε μια σχέση κάτι ζεστό και ζωντανό ταυτοχρόνως. Οχι, δεν είμαστε όλοι ίδιοι!».
λογοτεχνία
βιβλία