Κατά τη διάρκεια του μεγάλου και ζεστού καλοκαιριού του 1967 στην πόλη Ντιτρόιτ, ξέσπασε μια από τις πλέον θανατηφόρες και βίαιες εξεγέρσεις στην ιστορία των ΗΠΑ την οποία συνόδευσε ένα τεράστιο κύμα ρατσιστικής βίας. Η αφορμή δόθηκε από την έφοδο της αστυνομίας σε παράνομο μπαρ όπου Αφροαμερικανοί βετεράνοι στρατιώτες γιόρταζαν την επιστροφή τους από τα μέτωπα του Βιετνάμ. Η αντίδραση ήταν οργισμένη και οι ταραχές που ακολούθησαν κράτησαν τέσσερις ημέρες και νύχτες αφήνοντας πίσω τους 43 νεκρούς, 467 τραυματίες, χιλιάδες συλλήψεις και πάνω από 2.000 κατεστραμμένα κτίρια.Επιμέλεια: Ευαγγελία Ασημακοπούλου
Οι λόγοι της εξέγερσης ήταν φυσικοί κοινωνικοί, οικονομικοί και φυλετικοί. Μάλιστα κατά την διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου στο Ντιτρόιτ ήταν συνεχείς οι εντάσεις μεταξύ μαύρων και λευκών για τις θέσεις εργασίας στις πολεμικές βιομηχανίες.
Όμως η εξέγερση του 1967 γνωστή και ως η εξέγερση της 12ης οδού, ήταν αξιοσημείωτη όχι μόνο για την διάρκεια της αλλά και για το σύνολο των δυνάμεων που τέθηκαν σε συναγερμό από την πολιτεία και τις ομοσπονδιακές αρχές ώστε να κατασταλούν οι ταραχές στην πόλη που τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο τότε κυβερνήτης της πολιτείας Τζορτζ Ρόμνει έστειλε στους δρόμους την τοπική εθνοφρουρά κι όταν αυτή απέτυχε ο πρόεδρος έστειλε 8.000 πεζοναύτες κάνοντας χρήση του νόμου του 1807 «κατά των εξεγέρσεων».
Πολύ πριν ακόμη η ηρεμία επανέλθει στην πόλη, ιστορίες επιθέσεων, ξυλοδαρμών και δολοφονιών είδαν το φως της δημοσιότητας. Μεταξύ αυτών η αποκάλυψη του δημοσιογράφου Τζον Χέρσει, ότι η αστυνομία του Ντιτρόιτ δολοφόνησε τρεις νεαρούς μαύρους σε ένα μοτέλ του Ντιτρόιτ κατά την διάρκεια της εξέγερσης.
Κατά την διάρκεια των γεγονότων ο μεγάλος φωτογράφος Λι Μπάλτερμαν απαθανάτισε τις σκηνές που διαδραματίζονταν στους δρόμους του Ντιτρόιτ. Σαράντα έξι χρόνια μετά το περιοδικό Life παραθέτει τις σημαντικότερες από αυτές.
Για την ιστορία, το Ντιτρόιτ ιδρύθηκε το 1701 από Γάλλους εμπόρους γουναρικών ενώ καθώς ήταν τοποθετημένο πάνω στο ποταμό Ντιτρόιτ στις μεσοδυτικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελούσε μεγάλο λιμάνι. Αργότερα η πόλη έγινε γνωστή ως το παγκόσμιο κέντρο της αυτοκινητοβιομηχανίας, έχοντας για χρόνια το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε όλες τις ΗΠΑ.
Όμως στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, οι περισσότερες αυτοκινητοβιομηχανίες που βρίσκονταν στη πόλη, μεταφέρθηκαν σε άλλες αμερικάνικες πολιτείες ή στη Κίνα και στη Βραζιλία. «Η αυτοκινητοβιομηχανία έπρεπε να αλλάξει ή να εξελιχθεί. Δυστυχώς, το Ντιτρόιτ δεν το έκανε. Τα θεωρήσαμε όλα δεδομένα» δήλωσε ο Ντέιβιντ Κόουλ, γιος ενός εκ των προέδρων της General Motors.
Το 2012 χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό Forbes μια «μίζερη πόλη». Το ένα τρίτο της έκτασης του Ντιτρόιτ είναι είτε ακατοίκητο, είτε εγκαταλελειμμένο. Το 47 % των πολιτών του είναι αναλφάβητο. Το 60% των παιδιών ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Το 2013 η κατάσταση έγινε απλώς χειρότερη. Το Ντιτρόιτ υπέβαλε αίτηση πτώχευσης. Το χρέος έφτανε τα 18 δις δολάρια.
Ο δείκτης εγκληματικότητας στη πόλη είναι πέντε φορές πάνω από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ ο δείκτης των δολοφονιών είναι 11 φορές πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Η αστυνομία, – που λόγω έλλειψης προσωπικού μένει ανοιχτή για το κοινό 8 ώρες την ημέρα – εξιχνιάζει μόνο το 10% των υποθέσεων που αναλαμβάνει. Η εγκληματικότητα είναι τόσο αυξημένη που οι αρχές προειδοποιούν ότι «εισέρχεστε στο Ντιτρόιτ με δική σας ευθύνη».