Οταν ανήλθε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, δεν διεκδίκησε το βασίλειο του προλεταριάτου αλλά των μη προνομιούχων. Με το ευφυές επινόημα του αρνητικού προσδιορισμού αφενός επέτρεψε την ελεύθερη κατάληψη ευρείας ταυτότητας από τους οπαδούς (ο καθένας είχε λόγους να αισθάνεται ως ΜΗ προνομιούχος), αφετέρου απέτρεψε τη στενότητα ενδεχόμενων αντιδράσεων (δύσκολα μισεί κάποιος ένα «μη» ).
Το πιο αναγνωρίσιμο θετικό στοιχείο δεν ήταν κάποιος προσδιορισμένος, περίκλειστος, ταξικός, αφηγηματικός χώρος, αλλά κυρίως ο σηματωρός ταλαντούχος ηγέτης. Το ίδιο συνέβη με το εύρημα «Αλλαγή», όπου μετέβαλε σε προτέρημά του το οποιοδήποτε ελάττωμα της ασκούμενης από τη ΝΔ πολιτικής και του ίδιου του Κ. Καραμανλή. Σε ένα ελεύθερο και ανοιχτό ιδεολογικό περιεχόμενο μπορεί ο καθένας να ενταχθεί με την ίδια την επιθυμία του και τη φαντασίωσή του.
Μη προνομιούχος μπορεί να αισθανθεί ο προλετάριος, ο αγρότης αλλά και ο εργολάβος που αποκλείονταν από την «κρατική Δεξιά».
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ως επικοινωνιακή έννοια το «μη», αλλά το «αντι». «Αντι-μνημόνιο». Αυτό δημιούργησε σύνδρομα και άλγη. Επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική του επιτέλεση διήνυσε μεγαλύτερη απόσταση από το ΠΑΣΟΚ του ’80. Ξεκινώντας από την αντι-ιμπεριαλιστική, ακτιβιστική Αριστερά, πέρασε στη φάση ενός πραγματισμού με δόσεις δικαιωματισμού και μεταρρυθμισμού.
Μπερδεμένο. Ασε που δημιουργεί και εχθρούς. Το δικαίωμα του ενός είναι στοιχείο διάψευσης και καταπίεσης του άλλου στην ειρηνική μας κοινωνική πραγματικότητα. Ασε τη «μεταρρύθμιση». Καλά είμαστε κι έτσι. Διοικεί το πολυκέφαλο άτυπο σύστημα εξουσίας που έχει διαμορφωθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια. Κομματαρχαίοι με κύρια μέριμνα την αυτο-επιβίωση, συνδικαλιστές που «εκλειαίνουν» στην πράξη τις όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις, επιρροή στην ελληνική «αστική τάξη», παλατιανοί, ομηρείες και αλληλεξαρτήσεις από τα δεκάδες δεκάδων χρόνια εξουσίας. Γείωση και αντιγοητεία, αλλά και αποτέλεσμα αν θες να κόψεις δρόμο. Αλλωστε αυτή είναι η διαμορφωμένη νοοτροπία. Κόψιμο δρόμου. Πλάγιο μέσο.
Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έφτανε αυτή η δομημένη πραγματικότητα με την οποία αναγκαστικά συγκρούστηκε, «βοήθησε» συσπειρώνοντας και πολλούς του λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου, φιλελεύθερους (που αναγκάζονται να απολογούνται για το πιο κρατικιστικό μόρφωμα που στεγάζεται στη ΝΔ) κ.λπ. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέλεξε τους «εναντίον», χωρίς να αποσυσπειρώσει τους «άλλους». Ετσι έχει ένα συμπαγές πολιτικό κοινό που διακυμαίνεται από το 36%-32% (αυτές ήταν οι εκλογικές επιδόσεις του από το 2015 μέχρι το 2019), που όμως έχει απέναντί του ένα πιο ευρύ κοινό και κυρίως ένα κοινό που γίνεται συμπαγές από αντιπάθεια ή ανασφάλεια. Αυτό δείχνουν οι δημοσκοπήσεις.
Στο χώρο της Αριστεράς υπάρχουν τα ιδιαίτερα πολιτικά ηχοχρώματα τόσο της κομμουνιστογενούς παράδοσης, όσο και του ακτιβιστικού ριζοσπαστισμού, που βρίσκουν τα ιδιαίτερα σχήματά τους πέραν του ΣΥΡΙΖΑ. Στον άλλο χώρο βρίσκουμε κυρίως τη ΝΔ, που τρυγάει ό,τι «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» κυκλοφορεί.
Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση έχει μια τεράστια και ευεξήγητη ανασφάλεια. Δεν δέχεται ψίθυρο, όχι κριτική. Ποιος θα συλλέξει τις διαμαρτυρόμενες – αναπότρεπτες – απορροές; Οχι τι επικοινωνιακό ένδυμα θα φορέσει για να αρέσει στους απελπισμένους, αλλά τι συγκεκριμένη και διαφορετική λύση θα σχεδιάσει. Τόσο απλά και τόσο αντιμαγικά.