Ο πόλεμος των Έξι Ημερών ξέσπασε στις 5 Ιουνίου 1967 μεταξύ του Ισραήλ και των γειτονικών αραβικών χωρών, της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας. Οι συγκρούσεις έληξαν στις 10 Ιουνίου με τη νίκη του Ισραήλ που επέκτεινε τα εδάφη του, κατακτώντας το Σινά, τη Λωρίδα της Γάζας, τη δυτική Όχθη, την ανατολική Ιερουσαλήμ και τα Υψίπεδα του Γκολάν.
Οι συγγραφείς Randolph S. / Winston S. Churchill στο βιβλίο τους «ο πόλεμος των έξι ημερών», (εκδόσεις Γκοβόστη) αναζητούν τα αίτια της νίκης των Ισραηλινών και περιγράφουν με ποιο τρόπο έγινε η επιστράτευση:
Οι ένοπλες δυνάμεις που τέθηκαν υπό τις διαταγές του Μοσέ Νταγιάν όταν διορίστηκε υπουργός Εθνικής Άμυνας – περίπου 80 ώρες πριν το Ισραήλ βρεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση – αποτελούσαν αξιοπερίεργη και μοναδική στρατιωτική μηχανή. Τη συγκροτούσαν αγρότες, οπωροπώλες, ταξιτζήδες και επιχειρηματίες – οι τέσσερις στους πέντε ήταν πολίτες. Παρ’ όλα αυτά, για την υπεράσπιση της πατρίδας τους, συγκροτούσαν έναν από τους πλέον άρτιους στρατούς που είχε δει ποτέ ο κόσμος.
Το Μάιο του 1967 ο ισραηλινός στρατός αριθμούσε 50.000-60.000 άνδρες που, εκτός από 10.000-12.000, υπηρετούσαν τη στρατιωτική θητεία τους.
Σε κατάσταση γενικής επιστράτευσης ο στρατός του Ισραήλ μπορούσε να ρίξει στη μάχη 264.000 στρατιώτες. Η στρατιωτική θητεία στη χώρα διαρκούσε τριάντα μήνες (είχε αυξηθεί από 26 μήνες το Νοέμβριο του 1966).
Ακολούθως, οι στρατιώτες έμπαιναν στην εφεδρεία έως την ηλικία των 45 ετών και, τελικά, ενσωματώνονταν στην Πολιτική Προστασία. Υπεύθυνος για την εκπαίδευση των Δυνάμεων Άμυνας ήταν ο ταξίαρχος Αριελ Σαρόν (μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ), ο οποίος διοικούσε τον κεντρικό άξονα του μετώπου στο Σινά και ήταν διοικητής της Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών που είχε καταλάβει τη Mίτλα το 1956.
Η βασική εκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών διαρκούσε 42 έως 58 ημέρες ανά έτος, των υπαξιωματικών 36 και των οπλιτών 30. Οι αριθμοί αυτοί μεταβάλλονταν ανάλογα με την ειδικότητα κάθε εφέδρου.
Η επιστράτευση των γυναικών
Το Ισραήλ ήταν η μόνη δημοκρατική χώρα όπου οι γυναίκες καλούνταν να υπηρετήσουν στο στρατό. Η θητεία τους διαρκούσε 18 μήνες. Αφού έμπαιναν στην εφεδρεία, οι δεκανείς και οι οπλίτες υπηρετούσαν 30 ημέρες ανά έτος, ενώ οι λοχίες και οι ανώτεροι αξιωματικοί 42 έως 47 ημέρες.
Αν και οι γυναίκες είχαν πολεμήσει στις επιχειρήσεις του 1948, το 1967 δεν συγκροτούσαν μάχιμες στρατιωτικές μονάδες. Εντούτοις, πολλές από αυτές βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του πολέμου και βίωσαν την εμπειρία ορισμένων από τις σκληρότερες μάχες, ως χειρίστριες ασυρμάτου, νοσοκόμες ή δουλεύοντας για την υπηρεσία πληροφοριών.
Όταν οι άνδρες βλέπουν τις γυναίκες να υποφέρουν από τη ζέστη, τις μύγες, τις κακουχίες και να αισθάνονται την ίδια εξάντληση με αυτούς, παίρνουν θάρρος και συνεχίζουν να μάχονται
Ο ταξίαρχος Γιόφε, ο διοικητής μιας από τις ισραηλινές μεραρχίες στο Σινά, έπλεξε το εγκώμιο των γυναικών των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων: «Όταν οι άνδρες βλέπουν τις γυναίκες να υποφέρουν από τη ζέστη, τις μύγες, τις κακουχίες και να αισθάνονται την ίδια εξάντληση με αυτούς, παίρνουν θάρρος και συνεχίζουν να μάχονται και να υπομένουν τα δεινά και τις στερήσεις του πολέμου με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα».
Θα ήθελα να επισημάνω ότι, πλην του Διοικητή, όλοι στη μεραρχία μου είναι πολίτες, όπως ήταν μέχρι πριν τρεις εβδομάδες
Ο ταξίαρχος είχε δηλώσει επίσης: «Θα ήθελα να επισημάνω ότι, πλην του Διοικητή, όλοι στη μεραρχία μου είναι πολίτες, όπως ήταν μέχρι πριν τρεις εβδομάδες. Κι εγώ ήμουν επί δύο χρόνια πολίτης μετά την αποστρατεία μου, αλλά αναγκάστηκα να αφήσω σε δεύτερη μοίρα τις περιβαλλοντικές ανησυχίες και ενασχολήσεις μου στο Ισραήλ και να επιστρατευτώ χάριν της πατρίδας μου. Στο Ισραήλ τη μία μέρα είσαι στρατιώτης και την επόμενη κάτι άλλο».
Μεγάλο τμήμα του ισραηλινού στρατού μπορούσε να επιστρατεύσει εντός 24 ωρών, ενώ η διαδικασία ολοκληρωνόταν εντός τριών ημερών. Οι αξιωματικοί και οι λοχίες τηλεφωνούσαν ή επισκέπτονταν τα σπίτια των ανδρών της μονάδας τους και τους γνωστοποιούσαν ότι έπρεπε να αναλάβουν υπηρεσία.
Όσοι τύχαινε να απουσιάζουν από τα σπίτια τους εκείνη την ώρα ενημερώνονταν για τη θέση των μονάδων τους, ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, άτομα που βρίσκονταν στο εξωτερικό έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να επιστρέψουν στη χώρα τους. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης χρησιμοποιείτο σύστημα κωδικοποιημένων μηνυμάτων, που μεταδίδονταν από το ισραηλινό ραδιόφωνο (Kol Yisrael), για να κληθούν οι έφεδροι.
Κάθε μονάδα μετέβαινε σε κέντρο συγκέντρωσης και από εκεί οι στρατιώτες μεταφέρονταν στο στρατόπεδο, όπου παρελάμβαναν όλον τον εξοπλισμό της εκτός από τις αρβύλες, που τις είχαν μαζί τους. Στις εφεδρικές τεθωρακισμένες μονάδες, που σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης θα έπρεπε να βρεθούν στο πεδίο της μάχης πρώτες απ’ όλους, η στολή και ο εξοπλισμός κάθε άνδρα κρεμόταν από άγκιστρο που έφερε το όνομά του, ενώ τα άρματα μάχης και τα ημιερπυστριοφόρα οχήματα βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής, πολύ καλά συντηρημένα και έτοιμα να ξεκινήσουν.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, κατά τον πόλεμο του 1967, η διανομή όπλων σε όλους τους στρατιώτες στάθηκε αδύνατη. Μερικές μονάδες είχαν πλεόνασμα ανδρών, καθώς πολίτες που ήταν ακόμη σε καλή φυσική κατάσταση, αλλά είχαν εξαιρεθεί λόγω ηλικίας ή κάποιου σοβαρού τραυματισμού σε προηγούμενο πόλεμο, παρουσιάζονταν και ζητούσαν να τους επιτραπεί να μπουν στο στρατό. Σε μία μονάδα οι επιπλέον άνδρες είχαν ξεπεράσει τους εκατό.
Ένας άνδρας άνω των 60 ετών, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως οδηγός του ταξίαρχου Γιόφε στο βρετανικό στρατό, στην έρημο της Βόρειας Αφρικής, κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάστηκε και παρακάλεσε να μην τον αφήσουν πίσω.
Ο Γιόφε του εξήγησε πως ήταν ευπρόσδεκτος, αρκεί να έβρισκε κάποιο τζιπ. Μέσα σε 24 ώρες ο άνδρας αυτός παρουσιάστηκε μαζί με το τζιπ και με όλη την εξάρτυσή του.
ΠΗΓΗ: «Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών. Ο Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος (5-10 Ιουνίου 1967)», Randolph S. / Winston S. Churchill εκδόσεις Γκοβόστη.
Από τη Mixanitouxronou.gr