Home / ΚΟΙΝΩΝΙΑ / Το ελληνικό #MeToo με το βλέμμα στις ΗΠΑ

Το ελληνικό #MeToo με το βλέμμα στις ΗΠΑ

Στις 5 Οκτωβρίου του 2017, έπειτα από ρεπορτάζ μηνών, οι Jodi Kantor και Megan Twohey των New York Times δημοσίευσαν το άρθρο που θα ξεκινούσε το κίνημα #MeToo. Πέντε ημέρες μετά τη δημοσίευση του ρεπορτάζ για τον Χάρβεϊ Ουάινσταϊν, ο Ronan Farrow δημοσίευσε τη δική του έρευνα στο New Yorker. Ο Ουάινσταϊν τελικά καταδικάστηκε σε 23 χρόνια κάθειρξη για βιασμό και σεξουαλική επίθεση, αλλά ο αντίκτυπος του ρεπορτάζ των τριών δημοσιογράφων, που βραβεύθηκαν με Pulitzer για υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, ήταν πολύ μεγαλύτερος. Πρώτον, έδωσε ώθηση σε άτομα, κυρίως γυναίκες, από όλους τους εργασιακούς χώρους, να μιλήσουν για ιστορίες παρενόχλησης και κακοποίησης – στη δημοσιογραφία, στην πολιτική, στον αθλητισμό, στα εργοστάσια της Ford, στα γραφεία της Uber. Δεύτερον, το ρεπορτάζ εξέθεσε τους μηχανισμούς που για χρόνια απέτρεπαν οποιαδήποτε κατηγορία για τον Ουάινσταϊν να βγει στο φως – δικηγόροι, διοικητικά μέλη, υπεύθυνοι ανθρώπινου δυναμικού, εκδότες και δημοσιογράφοι, που κρατούσαν το κοινό μυστικό επτασφράγιστο. Τώρα που ο άνεμος του #MeToo πνέει και στην Ελλάδα, τι μαθήματα μπορεί να πάρει η χώρα από την εμπειρία των ΗΠΑ;

«Τα ρεπορτάζ που το ξεκίνησαν ήταν θαρραλέα, σχολαστικά, διεξοδικά, είχαν αδιαμφισβήτητη αξιοπιστία, που έδωσε αξιοπιστία και στις εμπλεκόμενες γυναίκες, και έστειλαν κόσμο στην φυλακή», λέει στην «Κ» ο Bruce Shapiro, διευθυντής του Dart Center for Journalism and Trauma στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Τα συγκεκριμένα άρθρα δεν περνούσαν μόνο το μήνυμα «πιστεύουμε τις γυναίκες», συμπληρώνει· επειδή ήταν τεκμηριωμένα, έκαναν πολύ πιο δύσκολο για τους δράστες να αρνηθούν την πραγματικότητα των γεγονότων και για την υπόλοιπη κοινωνία να κοιτάξει αλλού. 
Η Helen Benedict, η οποία έχει καλύψει εκτενώς τη σεξουαλική κακοποίηση στον στρατό, και ο Bruce Shapiro, διευθυντής του Dart Center for Journalism and Trauma στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, μιλούν στην «Κ».
Αντίσταση στη λογοκρισία
Στην Ελλάδα, τα πράγματα έγιναν διαφορετικά, τονίζει στην «Κ» η Λίλυ Χουλιαράκη, καθηγήτρια Media & Communications στο London School of Economics, λέγοντας πως η αποκάλυψη της Σοφίας Μπεκατώρου υπήρξε το έναυσμα και τώρα τα μέσα καλύπτουν αναδρομικά κάθε καινούργια καταγγελία. «Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά σημαίνει ότι αυτή η ενδελεχής δουλειά που θα στοιχειοθετήσει το ελληνικό τοπίο της σεξουαλικής βίας και θα καλύψει τα διάφορα πεδία της πρέπει να αρχίσει τώρα», δηλώνει. Ακόμη ένα καλό μάθημα είναι «η αντίσταση των NYT στη λογοκρισία, ακόμα και όταν η νομική ομάδα του Ουάινσταϊν επισκέφθηκε τα γραφεία τους την παραμονή της δημοσίευσης», σημειώνει τονίζοντας: «Ελπίζω να μη δούμε φαινόμενα όπου οι καταγγελίες σε κάποιους χώρους αποκρύπτονται λόγω τέτοιων πιέσεων». 
Τα άρθρα που «γέννησαν» το #MeToo έκαναν πολύ πιο δύσκολο για τους δράστες να αρνηθούν την πραγματικότητα των γεγονότων, αλλά και για την υπόλοιπη κοινωνία να κοιτάξει αλλού (φωτ. SHUTTERSTOCK). 
Τα δημοσιογραφικά βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν στην κάλυψη τέτοιων καταγγελιών, ειδικά όταν καταγγέλλουν κάποιον επώνυμα, είναι ξεκάθαρα: «Ακρίβεια, εξακρίβωση, αμεροληψία προς όλους τους εμπλεκομένους, σεβασμός στο δικαίωμα ενός φερόμενου θύματος να μείνει ανώνυμο», λέει στην «Κ» ο Samuel Freedman, αρθρογράφος των NYT και καθηγητής Δημοσιογραφίας στο Κολούμπια, συμπληρώνοντας πως ενώ είναι πολύ σπάνιο, έχουν υπάρξει καταγγελίες που αποδείχθηκαν ψευδείς. Η Helen Benedict, η οποία έχει καλύψει εκτενώς τη σεξουαλική κακοποίηση στον στρατό και διδάσκει στο Κολούμπια, τονίζει πως πέραν του ότι είναι σημαντικό να υπάρχουν αποδείξεις –ακόμα και στη μορφή μηνυμάτων σε φίλους–, μία ιστορία συνήθως δεν είναι αρκετή και επαληθεύεται όταν οι ιστορίες αρχίσουν να αντηχούν η μία την άλλη, αποκαλύπτοντας ένα μοτίβο στον εργασιακό χώρο. Οι δημοσιογράφοι μπορούν να βρουν καταγγελίες στα social media, αλλά μετά θα πρέπει να τις επιβεβαιώσουν, σημειώνει.

Οσον αφορά την τηλεόραση, ο κ. Shapiro αναφέρει πως είναι σημαντικό οι καταγγελίες να μη μεταφέρονται ηδονοβλεπτικά και να «επικοινωνούνται» ως μορφή κατάχρησης εξουσίας όταν αυτό έχει συμβεί, ενώ τονίζει πως έχει σημασία ο διαχωρισμός των διαφορετικών συμπεριφορών και της βαρύτητάς τους. «Οπως με κάθε κοινωνική επανάσταση, κάποιοι γίνονται πολύ ακραίοι –κάνοντας όλους τους άνδρες τον εχθρό, δημιουργώντας τεράστια ιστορία γύρω από κάτι που μπορεί όντως να ήταν παρεξήγηση και όχι παρενόχληση– και αυτό δημιουργεί ανάκρουση και θυμό και μπορεί να βλάψει το κίνημα», σημειώνει η κ. Benedict. Για να έρθει η αλλαγή, είναι σημαντικό να κοιτάξουμε όχι μόνο τα θύματα αλλά και τους θύτες, το γιατί πολλοί άνδρες φέρονται έτσι. Ελπίζει πως μπορεί, μέσω του #MeToo, να προχωρήσει η κοινωνία μπροστά, αλλά χρειάζεται ακόμα δουλειά. «Το μήνυμα πως με το να φερόμαστε στις γυναίκες δίκαια, με ισότητα και σεβασμό μπορεί να μας κάνει όλους, και τους άνδρες, πιο ευτυχισμένους, δεν έχει περάσει ακόμα». 

Πηγή

About kathimerini