ριν από έντεκα χρόνια, το καλοκαίρι του 2004, μια παρέα Ελλήνων με παντελή άγνοια κινδύνου ξεκίνησε για ένα ποδοσφαιρικό ταξίδι στην ιβηρική χερσόνησο.
Πρώτιστο μέλημά τους ήταν να διασκεδάσουν το παιχνίδι, να ζήσουν με κάθε τρόπο και με μάξιμουμ ένταση τη συμμετοχή τους, να δρέψουν ό,τι τους προσφερόταν …
Όπως είχε εξηγήσει ο Γερμανός ηγήτορας της αποστολής στους άνδρες του «εμείς πηγαίνουμε για να ευχαριστηθούμε την εμπειρία, να κάνουμε αυτό που ξέρουμε και αν όλα πάνε καλά, να παρατείνουμε όσο μπορούμε την παραμονή μας».
Παρά την ποδοσφαιρική σοφία του, όμως, ακόμη και ο Ότο Ρεχάγκελ αδυνατούσε να φανταστεί ότι η “κρουαζιέρα” που αρχικά είχε στο μυαλό του θα κατέληγε στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική έκπληξη που συντελέστηκε στον πλανήτη, από καταβολής του ποδοσφαίρου.
Την ημέρα που υιοθετήθηκε από τη Σύναξη του Κογκρέσου των Αντιπροσώπων το κείμενο του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (4 Ιουλίου 1776), με το οποίο Η.Π.Α. ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητο κράτος από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, η Εθνική πανηγύρισε την ημέρα ανεξαρτησίας του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η Ελλάδα είχε δημιουργήσει, πλέον, το δικό της στίγμα στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη, είχε υπογράψει με γραφή ανεξίτηλη στο libro d΄ oro της ελίτ των ισχυρών και των παγκόσμιων μύθων.
Η Εθνική ξεκίνησε με ανέλπιστη νίκη επί της διοργανώτριας Πορτογαλίας στην πρεμιέρα του Euro 2004, συνέχισε με ισοπαλία επί της Ισπανίας και παρά την ήττα από τη Ρωσία, στον τελευταίο αγώνα του ομίλου της, προκρίθηκε στα προημιτελικά.
Το “κακό” για τους αντιπάλους της είχε μόλις συντελεστεί: οι διεθνείς πίστεψαν στις δυνατότητές τους, ανέβασαν στα ύψη την ψυχολογία τους, διαπίστωσαν στην πράξη το “ουδείς άτρωτος” κι έτσι, επειδή “τρώγοντας έρχεται η όρεξη”, η Γαλλία αποδείχθηκε το ιδανικό? ορεκτικό στους “οκτώ”.
Από τη “βουλιμία” των διεθνών δεν ξέφυγαν μετέπειτα ούτε οι Τσέχοι, ούτε όμως και οι δυστυχείς Πορτογάλοι, που ενώπιον 60.000 φιλάθλων τους και του αείμνηστου θρύλου τους Εουσέμπιο ευελπιστούσαν να “διαλύσουν” την Ελλάδα στον τελικό.
Σαν κατακάθισε όμως ο “κουρνιαχτός” στο “Λουζ” της Λισαβόνας, με την εικόνα του περίλυπου Εουσέμπιο να κάνει το γύρο της γης μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες, ως νέος Ιούλιος Καίσαρας ο “χερ Ότο” ανέκραξε «veni, vidi, vici». Μεταξύ μας, πάντως, ο Γερμανός “καθάρισε” πολύ πιο εύκολα όλους τους αντιπάλους του, απ΄ ότι ο θρυλικός Ρωμαίος αυτοκράτορας νίκησε το βασιλιά του Πόντου, Φαρνάκη.
Τι πραγματικά συνέβη όμως στην Πορτογαλία από τις 12 Ιουνίου έως τις 4 Ιουλίου 2004; Εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι “σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση”, θα πρέπει να αποκλείσουμε εξαρχής την περίπτωση της “θείας εύνοιας”, του “άστρου του Ρεχάγκελ”, της “συνομωσίας του σύμπαντος”, εν τέλει οιασδήποτε μεταφυσικής υπόθεσης, προκειμένου να ερμηνεύσουμε την πορεία της Εθνικής στη διοργάνωση.
Η “Ελλάδα των θαυμάτων” σκαρφάλωσε στο ποδοσφαιρικό Έβερεστ της Ευρώπης με τη δύναμη της ψυχής της, το πάθος, τον οίστρο, το όραμα ποδοσφαιριστών και τεχνικής ηγεσίας.
Ο Ρεχάγκελ δεν διέθετε Ζιντάν και Ραούλ, Φαν Νιστελρόι και Κριστιάνο Ρονάλντο, είχε όμως ποδοσφαιριστές που δέχθηκαν αγόγγυστα να υποτάξουν τις ατομικές ικανότητές τους σε ένα σύνολο, το οποίο ανάγκασε σύμπασα την ποδοσφαιρική υφήλιο να τους χαρακτηρίσει μετά τη νύχτα της 4ης Ιουλίου 2004 ως τον ορισμό της ομάδας.
Ακριβώς εκεί έγκειται η επιτυχία του Ρεχάγκελ: σε μια εποχή που οι μεγάλες, παραδοσιακές ποδοσφαιρικές δυνάμεις (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Ολλανδία) θεωρούσαν ότι αρκούσε το ατομικό ταλέντο μερικών, σπουδαίων είναι η αλήθεια μονάδων (Ζιντάν, Ανρί, Ντελ Πιέρο, Όουεν), για να κερδίσουν αγώνες με θεωρητικά υποδεέστερους αντίπαλους χωρίς να χρειαστεί να ιδρώσουν τη φανέλα, ο Γερμανός τεχνικός απέδειξε το αυτονόητο: ότι το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα και πως στην (κοινή) προσπάθεια πρέπει να συμβάλουν ισομερώς και οι 11 παίκτες, δηλαδή ακριβώς αυτό που γινόταν στη δική του ομάδα.
Εκτός, όμως, από τον θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο στήριξε το ελληνικό οικοδόμημα, στον Ρεχάγκελ πρέπει επίσης να πιστωθούν η οξυδέρκεια, η ευφυΐα, η πονηριά, το ανήσυχο πνεύμα, η ετοιμότητα με την οποία αντιμετώπισε κάθε αγώνα και ο τρόπος με τον οποίο απάντησε στις ερωτήσεις που του έθεταν οι αντίπαλοι στον αγωνιστικό χώρο.
Δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί ότι κάθε παιχνίδι αποτελούσε μια μοναδική προπονητική παράσταση, ένα προσωπικό σόου του Ρεχάγκελ, που κρατούσε πάντοτε φυλαγμένη μια έκπληξη για τον εκάστοτε συνάδελφό του.