Το μεταναστευτικό, η ανάκαμψη της οικονομίας και η στάση της Τουρκίας μετά τη Σύνοδο Κορυφής, περιλαμβανομένων των ενεργειών στα Βαρώσια, βρέθηκε στο επίκεντρο τηλεδιάσκεψης της Προέδρου της Κομισιόν με τον Πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη.
Συγκεκριμένα οι δύο ηγέτες “συζήτησαν την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως υπό το φως των τελευταίων ανησυχητικών εξελίξεων που σχετίζονται με τα Βαρώσια και επανέλαβαν ότι ο πλήρης σεβασμός των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ παραμένει ουσιαστικός”.
Όπως αναφέρεται σε κοινή δήλωση που εξέδωσαν, οι δύο ηγέτες “εξέφρασαν την αποφασιστικότητά τους να ενεργήσουν βάσει των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 2ας Οκτωβρίου, επαναλαμβάνοντας ότι η Τουρκία πρέπει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη μείωση των εντάσεων στην περιοχή και να ξεκινήσει εποικοδομητικό διάλογο με την Ελλάδα, την Κύπρο και την ΕΕ. Και οι δύο προσβλέπουν στην επικείμενη συζήτηση στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου”.
Αναλυτικά, στην κοινή δήλωση που εξέδωσαν η Πρόεδρος της Κομισιόν και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας αναφέρουν τα εξής: “λόγω των περιορισμών και των προφυλάξεων που επιβλήθηκαν από την πανδημία κορωνοϊού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πρωθυπουργός της Ελλάδας, και η Πρόεδρος της Κομισιόν Ursula von der Leyen, πραγματοποίησαν τηλεδιάσκεψη στις 8 Οκτωβρίου αντί της συνάντησής τους που είχε αρχικά προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί στην Αθήνα”.
Όπως σημειώνεται “συμφώνησαν ότι η Ευρώπη χρειάζεται ένα προβλέψιμο, δίκαιο και ανθεκτικό σύστημα διαχείρισης της μετανάστευσης, με τη σωστή ισορροπία μεταξύ κατανομής ευθυνών και αλληλεγγύης, και πλήρη προστασία των ευρωπαϊκών αξιών και θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ασύλου”.
Τονίζουν μάλιστα ότι “δεσμεύθηκαν να συνεργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση βάσει των προτάσεων της Κομισιόν για το νέο σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο. Η ελληνική πλευρά τόνισε την ανάγκη όπως το νέο σύμφωνο αντιμετωπίσει επαρκώς τις πιέσεις που επιβάλλονται στα κράτη της πρώτης γραμμής”.
“Και οι δύο πλευρές τόνισαν τη συνεχιζόμενη επείγουσα κατάσταση στο νησί της Λέσβου μετά τις πυρκαγιές στο κέντρο της Μόριας. Επαίνεσαν την ταχεία δουλειά των Ελλήνων πρώτων ανταποκριτών και αναγνώρισαν τον βασικό ρόλο της άμεσης ευρωπαϊκής βοήθειας”, αναφέρεται στην κοινή δήλωση.
Επιπλέον οι δύο “υπενθύμισαν τις σημαντικές κοινές προσπάθειες τους τελευταίους 9 μήνες για την ανακούφιση του υπερπληθυσμού και τη βελτίωση των συνθηκών στα νησιά, μεταξύ άλλων μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος μετεγκατάστασης ασυνόδευτων παιδιών, ενώ αναγνωρίζουν ότι απαιτείται περισσότερη δουλειά για να διασφαλιστεί η προστασία αυτών στα νησιά, καθώς και να αντιμετωπίσει τον αντίκτυπο στις τοπικές κοινότητες που έχουν βιώσει σημαντική πίεση τα τελευταία χρόνια”.
“Από αυτή την άποψη, δεσμεύτηκαν να υποστηρίξουν το έργο της Task Force που δημιούργησε η Κομισιόν για τη δημιουργία κοινού πιλότου για τη διαχείριση των διαδικασιών μετανάστευσης και ασύλου, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας κατάλληλων νέων εγκαταστάσεων στη Λέσβο. Αυτό αντικατοπτρίζει τις προτάσεις του Νέου Συμφώνου, υπενθυμίζοντας τόσο την ανάγκη για συνεχή ενίσχυση της ελληνικής μετανάστευσης και του συστήματος ασύλου σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές αρχές, όσο και για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη”, τονίζουν η Πρόεδρος και ο Πρωθυπουργός.
Σημειώνεται ακόμη ότι “η συζήτησή τους επικεντρώθηκε επίσης στη στρατηγική για να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα και ολόκληρη η ΕΕ μπορούν να αναδυθούν ισχυρότερα, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά από την τρέχουσα πανδημία”.
“Όπως και άλλα κράτη μέλη, η Ελλάδα θα επωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από το NextGenerationEU, συμπεριλαμβανομένης της Διευκόλυνσης Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που στοχεύει στην υποστήριξη των κοινών προτεραιοτήτων της ΕΕ μαζί με τις ειδικές απαιτήσεις των κρατών μελών”.
Οι δύο χαιρέτησαν “τη συνεχιζόμενη στενή συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Κομισιόν και ανυπομονούσαν να παρουσιάσουν το σχέδιο πρότασης του ελληνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας τις επόμενες εβδομάδες. Και οι δύο πλευρές εξέφρασαν την πεποίθησή τους ότι αυτό το σχέδιο θα αντικατοπτρίζει μια φιλόδοξη ατζέντα μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων προς μια πιο πράσινη, πιο ψηφιακή και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη προς όφελος του ελληνικού λαού, ιδίως της νέας γενιάς”.