Εάν κάποιος γράψει στην αναζήτηση του Google τη φράση «Ποιος έχασε την Τουρκία;» θα δει ότι πολλά έντυπα έχουν ασχοληθεί με το θέμα: «Qui a perdu la Turquie?» – Le Monde, «Europa hat die Türkei verloren» – Der Spiegel, « Quién ‘perdi?’ a Turquia?» – El Pais. Το ερώτημα περιστρέφεται γύρω από το πώς χάθηκε η Τουρκία για τη Δύση και τη δημοκρατία, πώς δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ. Ισως όμως το ερώτημα αποκαλύπτει περισσότερα για εκείνους που το ρωτούν, παρά για τη σημερινή Τουρκία. Ισως ήρθε η ώρα να επανακαθορίσουμε τις προσδοκίες.
«Η Τουρκία πάντα έκανε τα πράγματα με τον δικό της τρόπο» παρατηρεί ο Χιου Ποπ, διευθυντής επικοινωνίας του International Crisis Group. «Τη μια στιγμή χτίζει γέφυρες και την επόμενη τις χαλάει». Αυτές τις ημέρες είναι ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που προσπαθεί να ενισχύσει την εξουσία του και να επεκτείνει τον ρόλο της χώρας του στη διεθνή σκηνή: Διαφωνεί με το Κρεμλίνο για τη Συρία ή τη Λιβύη, όμως συνεργάζεται με τη Ρωσία ακόμα και όταν οι στρατιώτες τους στο συριακό έδαφος έρχονται στα πρόθυρα της αντιπαράθεσης ή όταν στη Λιβύη οι δύο χώρες υποστηρίζουν εντελώς διαφορετικά στρατόπεδα, όμως την ίδια ώρα αγοράζει τα αντιπυραυλικά συστήματα S-400, παρά τις αντιδράσεις των συμμάχων της. Η Τουρκία συνέλαβε πριν από λίγες ημέρες δύο ρώσους δημοσιογράφους που τραβούσαν φωτογραφίες σε εγκατάσταση κατασκευής drones, προκαλώντας την αντίδραση του Κρεμλίνου, συνεχίζεται όμως κανονικά η κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στο Ακουγιου από ρωσική εταιρεία.
Η Αγκυρα συγκρούεται με τις ΗΠΑ λόγω της αγοράς των ρωσικών S-400 και το Κογκρέσο απειλεί με κυρώσεις επί μήνες, όμως ο Ερντογάν μέσω της «διπλωματίας των γαμπρών» αποκτά άμεση πρόσβαση και σχέση με τον πρόεδρο Τραμπ, ο οποίος παράλληλα εμποδίζει τις διαδικασίες της έρευνας για την τουρκική Halkbank, που κατηγορείται ότι παρέκαμψε τις κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ στο Ιράν. Ο Ταγίπ Ερντογάν προσβάλλει ευρωπαίους ηγέτες, όπως ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, με σκαιότατες εκφράσεις, αλλά παρά τη βαριά αντι-ευρωπαϊκή ρητορική που έχει υιοθετήσει δεν διακόπτει την προοπτική ένταξης της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Αγκυρα υποστήριξε στρατιωτικά το Αζερμπαϊτζάν σε πολύ μεγάλο βαθμό στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και αμέσως μετά διεκδίκησε να γίνει μέρος της ειρηνευτικής διαδικασίας.
Στο πιο πρόσφατο επεισόδιο πολιτικής «μια στο καρφί και μια στο πέταλο», έπειτα από 2½ χρόνια μεγάλης έντασης με το Ισραήλ, μια χώρα από την οποία έχει αποσυρθεί ο τούρκος πρεσβευτής εδώ και δύο χρόνια, έγινε γνωστό πως τον τελευταίο καιρό γίνονται μυστικές συνομιλίες μεταξύ τούρκων και ισραηλινών αξιωματούχων προκειμένου να εξομαλυνθούν οι διμερείς σχέσεις. Η πρωτοβουλία ανήκει στην τουρκική πλευρά και μάλιστα σε μια από τις συναντήσεις αυτές πήρε μέρος ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας Χακάν Φιντάν, στενός συνεργάτης του προέδρου Ερντογάν.
Στην Αγκυρα, γράφει το Al Monitor, υπάρχει ανησυχία ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θα είναι τόσο υποχωρητική απέναντι στην επιθετική πολιτική του Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο. Από το 2016 ο τούρκος πρόεδρος έχει κάνει στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Κούρδων της Συρίας, έχει στείλει τουρκικά στρατεύματα και σύρους μισθοφόρους (πολλοί εκ των οποίων τζιχαντιστές) σε Λιβύη και Αζερμπαϊτζάν και προχωρά σε προκλητικές κινήσεις εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. «Υπολογίζουν ότι εάν τα βρουν με το Ισραήλ θα έχουν καλύτερη αντιμετώπιση από την ομάδα του Μπάιντεν» σχολιάζει δυτικός διπλωμάτης.
«Η τακτική αυτή έχει φέρει αποτέλεσμα και στο παρελθόν». Η προσέγγιση δεν σταματά εκεί. Πριν από λίγες ημέρες η ισραηλινή εφημερίδα Israel Hayom έγραψε ότι σε άρθρο του ο τούρκος καθηγητής Τζιχάτ Γιαγιτζί, σύμβουλος του Ερντογάν προτείνει την «εξεύρεση λύσης σε υφιστάμενες διαφορές μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ σχετικά με τον καθορισμό των ορίων των θαλασσίων ζωνών τους».
Μια πρόταση που διέπεται από την ίδια λογική με την αντίστοιχη συμφωνία της Τουρκίας με την κυβέρνηση του αλ Σάρατζ στη Λιβύη – που αγνοεί δηλαδή εντελώς την ύπαρξη της Κύπρου και της ΑΟΖ της. Κι αυτό παρότι ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου συντάσσεται απόλυτα με τη θέση της Ελλάδας όσον αφορά τους κανόνες καθορισμού θαλασσίων ζωνών.
Στην εξουσία επί 17 χρόνια
Ολα αυτά δείχνουν πως δεν φταίει κάποιος που «έχει χαθεί η Τουρκία». Για αρκετούς στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, ο Ερντογάν που βρίσκεται στην εξουσία εδώ και 17 χρόνια είναι ο λόγος για τον οποίο έχει «χαθεί» η χώρα των 83 εκατομμυρίων. Ομως τα πράγματα ήταν έτσι και παλαιότερα, παρατηρεί η αναλύτρια Νιγκάρ Γκιοκσέλ. «Οταν ο Νετζμετίν Ερμπακάν, συντηρητικός ισλαμιστής, έγινε πρωθυπουργός το 1996 και έκανε άνοιγμα στο Ιράν, οι New York Times είχαν αναρωτηθεί: «Ποιος έχασε την Τουρκία;». Παρότι είναι αλήθεια ότι η προσέγγιση του Ερντογάν στον κόσμο γύρω του έχει σκληρύνει τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η απόρριψη της συμμόρφωσης στις διεθνείς νόρμες υπήρξε από καιρό το θεμέλιο της τουρκικής πολιτικής, θρησκευτικής ή κοσμικής, προοδευτικής ή συντηρητικής».
Την πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδο, θυμάται η πρώην διευθύντρια της γαλλικής εφημερίδας Le Monde Σιλβί Καουφμάν, το ερώτημα που απασχολούσε τους πάντες ήταν: Ποιος έχασε τη Ρωσία; Υπό την έννοια ότι η Δύση δεν μπόρεσε να προσελκύσει τη μετασοβιετική Ρωσία στην κοινότητα των δημοκρατιών ούτε να περιορίσει τον επεκτατισμό του Βλαντίμιρ Πούτιν. Ποιος έφταιγε; Θα μπορούσε η κατάσταση να έχει εξελιχθεί διαφορετικά; «Το ίδιο ερώτημα τίθεται σήμερα, αυτή τη φορά για την Τουρκία» παρατηρεί η Καουφμάν.
«Είναι ακόμα πιο οδυνηρό επειδή αντίθετα με τη Ρωσία, η Τουρκία παραμένει μέλος του μπλοκ της Δύσης, είναι σημαντικό μέλος του ΝΑΤΟ και έχει αιτηθεί την ένταξή της στην ΕΕ. Πολιτικά, γεωγραφικά και ανθρώπινα η Τουρκία είναι πιο δεμένη με την Ευρώπη από τη Ρωσία. Ομως οι δύο ηγέτες τους οποίους συγκρίνουμε συχνά, ο Πούτιν και ο Ερντογάν, «ο τσάρος και ο σουλτάνος», αποτελούν τις ίδιες προκλήσεις. Ονειρεύονται να ξαναχτίσουν χαμένες αυτοκρατορίες και θέλουν να ξαναγράψουν την ιστορία. Επενδύουν στις φιλοδοξίες τους να ξανακατακτήσουν εδάφη στο εξωτερικό, προκειμένου να κρύψουν τα οικονομικά προβλήματα στο εσωτερικό. Χρησιμοποιούν τα ίδια όπλα: προσωπική εξουσία, θρησκεία και στρατιωτική δύναμη».
Η Τουρκία με τα διπλά παιχνίδια που παίζει σε όλα τα επίπεδα και με την ακραία επιθετική πολιτική της στην Ανατολική Μεσόγειο, αντίθετη με όλους τους διεθνείς νόμους, είναι δύσκολο να μην αποξενώσει τους περισσότερους συμμάχους της. Ούτως ή άλλως η χώρα ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί με τα πολλά εσωτερικά της προβλήματα. Η κατάσταση στην Τουρκία, και με την εμφάνιση νέων κομμάτων, τείνει να αλλάξει. Και τότε θα αναρωτηθούμε για ακόμα μια φορά εάν είναι «χαμένη υπόθεση».