Σύμφωνα με το άρθρο 71 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι, μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής τους. Οι νομικοί γνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη κανονιστική πρόταση («τεκμήριο αθωότητας»), κατοχυρώνεται σε διεθνή κείμενα και αποτελεί βασική αρχή των σύγχρονων εννόμων τάξεων και αντικείμενο διαρκούς ανάλυσης στην επιστήμη. Οι μη-νομικοί από την άλλη, αντιλαμβάνονται τη σημασία του αξιώματος διαισθητικώς: Θεωρούν κατά κανόνα άδικο να ενοχοποιούν κάποιον για κάτι, χωρίς στοιχεία. Το ερώτημα «έχεις αποδείξεις γι’ αυτό που λες;» συνιστά εν πολλοίς τη δική τους κατανόηση του τεκμηρίου.
Εκείνο που τόσο οι νομικοί όσο και οι μη-νομικοί κάποιες φορές παραβλέπουν είναι η λογική φύση του τεκμηρίου. Πρόκειται για ένα «εκ της αγνοίας» επιχείρημα (argumentum ad ignorantiam) δηλαδή ένα επιχείρημα, δυνάμει του οποίου από την άγνοια της αλήθειας μιας προτάσεως καταλήγει κανείς να συνάγει το ψεύδος της. Από την έλλειψη της νόμιμης απόδειξης της ενοχής ενός προσώπου και για όσο αυτή διαρκεί, εκείνος που επιχειρηματολογεί βάσει του τεκμηρίου, οφείλει να συμπεραίνει τη μη-ενοχή του.
Στην επιστήμη της λογικής τα εκ της αγνοίας επιχειρήματα χαρακτηρίζονται «παραλογισμοί». Σε περίπτωση μάλιστα που επιστρατεύονται στον διάλογο σκοπίμως, εν γνώσει του ελαττώματός τους, ο χαρακτηρισμός τους γίνεται ακόμη πιο βαρύς: Είναι «σοφίσματα». Από τα παραπάνω συνάγεται ένα νέο, κάπως παράδοξο, συμπέρασμα: Διατηρώντας ένα ανορθολογικό επιχείρημα ως βασική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, οι νομοθέτες θα πρέπει να είναι είτε παράλογοι είτε σοφιστές. Κατά συνέπεια, οι δημόσιες αρχές, που ανενδοίαστα στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας, θα είναι, μάλλον, το αντίθετο: Πιο ορθολογικές, ή, πάντως, πιο ειλικρινείς -σε κάθε περίπτωση δε, πιο ευφυείς από τον νομοθέτη. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Όχι. Αφενός το τεκμήριο της αθωότητας, παρά τις ομοιότητες του με τα ad ignorantiam επιχειρήματα, δεν ταυτίζεται απολύτως μαζί τους. Εκείνος που επιχειρηματολογεί βάσει του τεκμηρίου δεν υποχρεούται, κατ’ ακριβολογία, να συμπεράνει τη μη-ενοχή του υπόπτου, αλλά να μη συμπεράνει την ενοχή του. Είναι δηλαδή υποχρεωμένος να παραμείνει σιωπηλός, σε ένα αποφαντικώς μετέωρο στάδιο, μέχρι την τυχόν, νόμιμη απόδειξη της αλήθειας της περί ενοχής προτάσεως. Η διαφορά είναι κρίσιμη.
Ακόμη και αν κανείς ισχυρισθεί ότι τέτοια συμπεράσματα με «μετέωρο χαρακτήρα» κατά βάση δεν υπάρχουν (διότι όταν κάποιος συμπεραίνει, συμπεραίνει!) το τεκμήριο τον διαψεύδει. Στην πραγματικότητα δεν είναι προσωρινό συμπέρασμα αθωότητας, αλλά καθήκον διατήρησης σιωπηλής και ανέκφραστης της -ήδη υπάρχουσας- υπόνοιας ενοχής. Επιβάλλει ανοικτή στάση απέναντι στο ενδεχόμενο ψεύδος της περί ενοχής προτάσεως, δηλαδή απέναντι στην αθωότητα του υπόπτου, χωρίς αδικαιολόγητη βιασύνη εντός της διαδικασίας. Αν δεν πρόκειται λοιπόν για ένα γνήσιο «από της αγνοίας» επιχείρημα, δεν πρόκειται εδώ και περί νομοθετικού παραλογισμού ή σοφίσματος. Πρόκειται απλώς για μια εξαιρετικά λεπτή ισορροπία κατά την έκφραση ποινικού ψόγου, νομοθετικά θεσπισμένη.
Τις λεπτές ισορροπίες του νομοθέτη καλούνται να τις διαχειρισθούν επιτυχημένα οι δημόσιες αρχές. Στις δηλώσεις τους ενδημεί, τελευταία, μια αντιμετώπιση του τεκμηρίου αθωότητας ως νομοθετικού παραλογισμού που μπορεί ενίοτε και να υποχωρεί, μπροστά σε μια δήθεν «βοώσα» κοινή ορθολογικότητα και ειλικρίνεια, που παίρνει το προβάδισμα στη στάθμιση. Στην πραγματικότητα η στάση αυτή, που αντίκειται στον νόμο αλλά και σε πρόσφατες Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχει καν έρεισμα στην κοινή λογική, όπως, ίσως, θέλει να βαυκαλίζεται. Συνιστά η ίδια παραλογισμό και κακή διαχείριση μιας λεπτεπίλεπτης ισορροπίας εις βάρος ορισμένων πολιτών. Και μακροπρόθεσμα δεν πρόκειται να εξασφαλίσει στους παραλογιζομένους τον έπαινο, αλλά τον ψόγο, τόσο του Δήμου όσο και των Σοφιστών.
* Κωνσταντίνος Τσίνας, Λέκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου, Δικηγόρος