ABHIJIT BANERJEE & ESTHER DUFLO Good Economics for Hard Timesεκδ. Αllen Lane, 2019, σελ. 402
Ο Αμπχιτζίτ Μπαρεντζί και η σύζυγός του Εστέρ Ντιφλό, ινδικής και γαλλικής καταγωγής καθηγητές Οικονομικών στο ΜΙΤ, κέρδισαν πέρυσι το Νομπέλ Οικονομικών (με τον Μάικλ Κρέμερ του Χάρβαρντ) για την «πειραματική προσέγγιση στην αντιμετώπιση της παγκόσμιας φτώχειας». Η Ντιφλό μάλιστα είναι η δεύτερη γυναίκα και η νεότερη κάτοχος στην 50ετή ιστορία του συγκεκριμένου βραβείου.
Με εφόδιο την εμπειρική έρευνά τους σε χώρες της Αφρικής και της Aσίας, οι νομπελίστες οικονομολόγοι διασπούν το πρόβλημα της φτώχειας σε μικρότερα και πλέον διαχειρίσιμα ζητήματα, όπως η παιδεία και η υγεία, προτείνοντας στοχευμένες δράσεις που ωφελούν ευπαθείς ομάδες. Στο νέο βιβλίο τους «Τα καλά οικονομικά για δύσκολους καιρούς» διαχωρίζουν τα πραγματικά δεδομένα από τις χίμαιρες αμφισβητώντας συμβατικές θεωρίες σε τέσσερα θεμελιώδη θέματα που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, τη μετανάστευση, το διεθνές εμπόριο, την κλιματική κρίση και την εισοδηματική ανισότητα.
Με σεμνότητα παραδέχονται ότι δεν γνωρίζουμε τη συνταγή της ταχείας ανάπτυξης και ζητούν να εγκαταλείψουμε την εμμονή στον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ ως τον κύριο ή αποκλειστικό παράγοντα ευημερίας και να επικεντρωθούμε στην εφαρμογή στοχευμένων πολιτικών, που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής, όπως αυτές που μείωσαν στο μισό την ακραία φτώχεια και την παιδική θνησιμότητα. Για τις φτωχές χώρες που φιλοδοξούν να ανέβουν στο τρένο της ανάπτυξης προέχουν η βελτίωση παιδείας, υγείας, δικαιοσύνης και υποδομών, καθώς και η εξασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από τον ζήλο για διαρκή αύξηση του πλούτου, της κατανάλωσης και του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης.
Αδικαιολόγητος πανικός
Για τους συγγραφείς, η μετανάστευση προκαλεί αδικαιολόγητο πανικό, καθώς η έρευνα δείχνει ότι μεσοπρόθεσμα δεν επιδρά αρνητικά στους εγχώριους μισθούς και στην απασχόληση και η έχθρα προς τους μετανάστες εδράζεται όχι τόσο σε οικονομικές ανησυχίες όσο στον φόβο ότι απειλείται η κυρίαρχη κουλτούρα και ταυτότητα. Τελικά, παρά τις παραδοχές της οικονομικής θεωρίας, λιγότεροι άνθρωποι επιλέγουν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ανταποκρινόμενοι ορθολογικά σε οικονομικά κίνητρα, ενώ τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της θετικής συνεισφοράς των μεταναστών, αν διευκολυνθεί η ένταξή τους στις τοπικές κοινωνίες.
Τεκμηριώνουν επίσης ότι το διεθνές εμπόριο και η τεχνολογική πρόοδος δεν παράγουν μόνο νικητές αλλά και ηττημένους, γι’ αυτό πρέπει να σχεδιασθούν μηχανισμοί αποζημίωσης των χαμένων και στήριξης όσων επιθυμούν να αλλάξουν τόπο και είδος εργασίας. Η ακραία φτώχεια δεν είναι αποτέλεσμα κατωτερότητας ή ανεπάρκειας, αλλά συστηματικού αποκλεισμού και στέρησης της αξιοπρέπειας, που κάνουν απαραίτητη τη μεταχείριση των περιθωριοποιημένων με σεβασμό και ενσυναίσθηση, με αναγνώριση των δυνατοτήτων τους αλλά και της ζημιάς που υπέστησαν από πολυετείς στερήσεις.
Οι πλούσιες χώρες φέρουν συντριπτική ευθύνη για την κλιματική κρίση και η «απανθρακοποίηση» των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών μπορεί να επιχειρηθεί με ετήσιο κόστος 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ, επενδύοντας σε καθαρές πράσινες τεχνολογίες και υποδομές, που θα τονώσουν την απασχόληση και θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής Γι’ αυτούς, ένας συνδυασμός φόρων και κανονισμών που μειώνουν τις εκπομπές στις πλούσιες χώρες και χρηματοδοτούν την πράσινη μετάβαση στις φτωχές χώρες ενδεχομένως να μειώσει τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά αξίζει το τίμημα για να σωθεί ο πλανήτης.
Οι δύο νομπελίστες πιστεύουν ότι η έκρηξη της ανισότητας εισοδήματος και πλούτου στις ΗΠΑ (και λιγότερο στην Ευρώπη) δεν είναι αποτέλεσμα τεχνολογικών αλλαγών, αλλά μέτρων φορολογικής πολιτικής, αύξησης της οικονομικής συγκέντρωσης και υπερβολικών αμοιβών στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Καθώς οι μισθοί των εργαζομένων χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση έχουν ουσιαστικά καθηλωθεί από το 1980, το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού έφθασε το 2014 να κατέχει το 39% του πλούτου έναντι 22% το 1980. Την απόγνωση και οργή όσων νιώθουν ανυπεράσπιστοι εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές, που αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους, με συνήθεις υπόπτους τους μετανάστες και το ελεύθερο εμπόριο.
Καθώς τα φορολογικά έσοδα στις ΗΠΑ ανέρχονταν στο 27% του ΑΕΠ το 2017, δηλαδή επτά ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για μεγαλύτερη φορολόγηση των πλουσίων είτε με αύξηση των φορολογικών συντελεστών είτε με ειδικό φόρο περιουσίας, για να χρηματοδοτηθεί μια κοινωνική πολιτική που θα βοηθήσει τους αδύναμους να ανακτήσουν το αίσθημα αυταξίας, με παράπλευρο όφελος την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, που έχει διαβρωθεί επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια.
Τα συμπεράσματα
Για τους συγγραφείς, τα καλά οικονομικά προσφέρουν κουνουπιέρες στην Αφρική που περιόρισαν στο μισό την ελονοσία, προγράμματα επιβοηθητικής διδασκαλίας στην Ινδία που ωφέλησαν πέντε εκατομμύρια μαθητές ή επιδοτήσεις για προληπτική ιατρική περίθαλψη που βοήθησαν φτωχούς σε αρκετές χώρες. Τα κακά οικονομικά ωφελούν γενναιόδωρα τους πλουσίους και αφαιρούν πόρους από την κοινωνική πρόνοια. Τα τυφλά οικονομικά δεν βλέπουν την έκρηξη της ανισότητας, τον κοινωνικό κατακερματισμό και την επερχόμενη οικολογική καταστροφή. Τελικά συμπεραίνουν ότι τα οικονομικά είναι πολύ σημαντικά για να τα αφήσουμε μόνο στους οικονομολόγους. * Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε ως προϊστάμενος του γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον.