Η Ελλάδα μέσα σε περίπου 10 χρόνια έχει γνωρίσει δύο κρίσεις: Την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την υγειονομική του 2020. Το ΑΕΠ στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ είχε επανέλθει στα επίπεδα προ κρίσης το 2011 ενώ το 2017 ήταν 15% υψηλότερο έναντι του 2007. Όμως στην ελληνική οικονομία είχε σοβαρές επιπτώσεις και πριν προλάβει να επανέλθει “χτύπησε” η πανδημία του COVID-19. Σήμερα το ΑΕΠ είναι μικρότερο απ’ ό,τι ήταν το 2007 κατά το ένα τέταρτο, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι το τρίτο χαμηλότερο μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα εμφανίζει, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το 9ο υψηλότερο επίπεδο περιφερειακών ανισοτήτων ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των 30 χωρών του ΟΟΣΑ. Οι μεγαλύτερες μειώσεις στην παραγωγικότητα σημειώθηκαν στα απομακρυσμένα νησιά, αλλά και στη Δυτική Ελλάδα και την Αττική. Η Αττική, η οποία συνεισέφερε το 48% του εθνικού ΑΕΠ και το 43% της απασχόλησης έως το 2017, υπέστη δυσανάλογο πλήγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης, χάνοντας περίπου το 10% του συνολικού πληθυσμού της. Μαζί με την Κεντρική Μακεδονία, αποτέλεσε πάνω από το ήμισυ (58%) των συνολικών απολεσθέντων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, οι οποίες ανέρχονται σχεδόν σε 700.000.
H ελληνική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει μόλις το 2017, παρουσιάζοντας το 2018 ποσοστό ανάπτυξης 1,9%. Η ανεργία μειώθηκε σε ποσοστό 17,3% περίπου το 2019 (από 27,5% το 2013 και 19,6% το 2018). Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε (κατά 11%) το 2019 για πρώτη φορά μετά το 2012.
Πλέον μοιάζει με κακόγουστη φάρσα η περσινή πρόβλεψη του προϋπολογισμού για το 2020 που ενσωμάτωνε στόχο για ανάπτυξη 2,8%. Ένα χρόνο μετά η ελληνική οικονομία κινδυνεύει με ένα δεύτερο lockdown και με μία ύφεση που μπορεί να πλησιάσει το 10%. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να εκτιμά ότι φέτος η ύφεση θα κυμανθεί στο 8%, όμως στην περίπτωση ενός νέου lockdown η “βουτιά” δεν αποκλείεται να πλησιάσει το 10% με περαιτέρω αρνητικές συνέπειες στο πρωτογενές έλλειμμα, που εκτιμάται στο 6% φέτος και το χρέος να ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ. Οι υπολογισμοί δείχνουν πως το μηνιαίο κόστος ενός καθολικού lockdown είναι περίπου στο 2,5%-3% του ΑΕΠ.
O ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η έξαρση της πανδημίας θα επιφέρει πτώση 45% στον διεθνή τουρισμό το 2020, γεγονός που πιθανόν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία δεδομένου ότι ο τουρισμός αντιπροσωπεύει άμεσα το 6,8% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) και 10,0% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα. Σύμφωνα με τις οικονομικές εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, αναμένεται σημαντική πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2020. Τον Μάρτιο του 2020, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, μέλος του δικτύου ανεξάρτητων δημοσιονομικών ιδρυμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτίμησε ότι για κάθε μείωση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ της ευρωζώνης, το ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειώνεται κατά 0,8% περίπου.
Τέλη του 2023 επιστρέφουμε στο 2019
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μελέτης του ΟΟΣΑ, με ετήσιο ποσοστό ανάπτυξης 2% περίπου, η Ελλάδα θα επανέλθει στα προ χρηματοπιστωτικής κρίσης επίπεδα σε 15 χρόνια. Αν ο ρυθμός ανάπτυξης της Αττικής ανέλθει στο 3%, η περίοδος ανάκαμψης θα μειωθεί κατά το ήμισυ στα 8 χρόνια. Η υγειονομική κρίση όμως δυσκολεύει την ανάκαμψη λόγω των υγειονομικών περιορισμών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς οικονομολόγων, στο βασικό σενάριο (ελεγχόμενη εξέλιξη της πανδημίας μέχρι το εμβόλιο) “βλέπουν” την οικονομία της Ευρωζώνης να επιστρέφει στο επίπεδο που ήταν στα τέλη του 2019 από το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη βλέπει πως το ΑΕΠ της Ελλάδας θα επανέλθει στα επίπεδα που βρισκόταν το 2019 από το τέταρτο τρίμηνο του 2023. Σημαίνει πως προστίθενται στη 10ετη κρίση χρέους ακόμα τέσσερα χαμένα χρόνια. Εκτιμά πως η ύφεση το 2020 θα είναι στο 9,5% και η ανάκαμψη θα είναι στο 4% το 2021, όπου θα υπολείπεται κατά 4,6% του επιπέδου του 2019.
Αυτό που θα κρίνει την ανάκαμψη του 2021 είναι φυσικά το πότε θα βρεθεί η θεραπεία, όπως και ο ρυθμός εμβολιασμού του πληθυσμού. Βασικός παράγοντας για την ελληνική οικονομία αποτελούν τα χρήματα του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Οι πρώτες εκτιμήσεις, για τη συμβολή του στο ΑΕΠ, θα συνοδεύουν το φετινό προϋπολογισμό, με την Τράπεζα της Ελλάδος να υπολογίζει πως οι επιπτώσεις των πόρων, στον ετήσιο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, θα είναι στο 1,9%.
Η προκαταβολή των 32 δισ. ευρώ ενδέχεται να μπει στα κρατικά ταμεία μέσα στην Άνοιξη, όπου πάνω από τις μισές επενδύσεις θα διοχετευθούν σε ψηφιακά έργα και στον κλάδο της “πράσινης” ανάπτυξης.