Προχθές το απόγευμα, ενώ διέσχιζα το Πεδίο του Αρεως, το κινητό μου έχασε ξαφνικά τη σύνδεσή του στο Διαδίκτυο. Το τραγούδι που απολάμβανα από τα ακουστικά σίγησε. Το επαγγελματικό e-mail που μου είχαν στείλει δεν κατέβαινε. Η ειδησεογραφική σελίδα δεν ανανεωνόταν κι εγώ φλεγόμουν να διαβάσω το ημερήσιο δελτίο κρουσμάτων. Βγαίνοντας στην Αλεξάνδρας, ένιωθα – γιατί να το κρύψω; – κάπως σαν ναυαγός.
Εσβησα και άναψα τη συσκευή. Τσέκαρα τις ρυθμίσεις, μπας και είχα κατά λάθος πατήσει κάποιο κουμπί και είχα εξοριστεί από τον κόσμο. Αναρωτήθηκα μήπως δεν είχα πληρώσει τον λογαριασμό και μου το είχαν κόψει. Θυμήθηκα ότι πριν από μια εβδομάδα το κινητό μου είχε αναπηδήσει δις στα πλακάκια του μπάνιου – «τότε έπαθε» συμπέρανα «εσωτερική αιμορραγία και τώρα έχει κλειστεί στον εαυτό του, για να συνέλθει ή για να αποβιώσει αξιοπρεπώς…».
Το μόνο που δεν μου πέρασε από το μυαλό ήταν ότι η εταιρεία είχε το πρόβλημα. Πως κάποια οπτική ίνα είχε σπάσει κι όλο το δίκτυο είχε προσωρινά κλατάρει.
Η εταιρεία να έχει πρόβλημα; Με τα εκατομμύρια των συνδρομητών της; Με τις κεραίες της σε κάθε γειτονιά, σαν μινιατούρες διαστημικών σταθμών στις ταράτσες; Με τις εντυπωσιακές διαφημιστικές εκστρατείες; Και τις χουβαρνταλίδικες προσφορές στους πιστούς της; Η εταιρεία;
Στα παιδικά μας χρόνια είναι οι γονείς. Η ισχύς τους φαντάζει απόλυτη, το αλάθητό τους δεδομένο. Στη σκιά τους μπουσουλάμε. Από το στόμα τους μαθαίνουμε τις πρώτες λέξεις. Σχετικά σύντομα αρχίζουμε να τους αμφισβητούμε – κι αν ο μπαμπάς δεν ξέρει τα πάντα; Κι αν η μαμά δεν ξεχειλίζει από καλοσύνη; Σαδιστικά σχεδόν κατά την εφηβεία τούς γκρεμίζουμε από το βάθρο τους. Μα η πιθανότητα να αρρωστήσουν βαριά, πόσω δε μάλλον να πεθάνουν, μας φαίνεται αδιανόητη. Μιλούσα πρόσφατα με μια κυρία στο κατώφλι της εμμηνόπαυσης που είχε χάσει τον πατέρα της ετών ογδονταεννέα. «Δυσκολεύομαι να τον συγχωρήσω που με άφησε…» μου έλεγε εντελώς σοβαρά.
Στην παιδική ηλικία της ανθρωπότητας – προς την οποία διαρκώς παλινδρομούμε – είναι ο Θεός. Αποκαλυπτικότατο το ιστορικό παραλειπόμενο από κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στα χρόνια του Ολοκαυτώματος. Οι Εβραίοι, λέει, το συζήτησαν ψύχραιμα και σοβαρά και κατέληξαν ότι Θεός δεν υπάρχει. Διότι εάν υπήρχε, δεν θα ανεχόταν τόση φρίκη. «Θαυμάσια, συμφωνούμε όλοι» είπε ο πρεσβύτερος τής παρέας. «Πάμε τώρα στη βραδινή προσευχή…».
Η μάνα, ο πατέρας, ο Θεός απέκτησαν στους αιώνες μπόλικα παρατσούκλια. Την αυθεντία, την ιερότητά τους αντανάκλασε ο βασιλιάς. Η πατρίδα. Ο λαός. Η επανάσταση. Το κόμμα. «Το διάβασα εις την εφημερίδαν!» έλεγε η πρόγιαγιά μου, προσδίδοντας της το κύρος της πλάκας με τις Δέκα Εντολές που έλαβε ο Μωυσής. Η «εφημερίς» της έγραφε μονάχα αλήθειες. Η «εφημερίς» της αντίπαλης παράταξης ήταν – αντίθετα – οχετός ψεμάτων…
Οι γκουρού, χαρισματικοί ηγέτες ή ροκ σταρ. Ο άγιος Παΐσιος κι ο Αϊνστάιν. Και όποιος εμφανιζόταν τακτικά στην τηλεόραση προτού ο ανταγωνισμός ευτελίσει εντελώς το πρόγραμμά της και καταντήσουν τα κανάλια πασαρέλες για τα ψώνια και για τους τρελούς του χωριού…
Το φως το ανέσπερο, που μας ζεσταίνει και μας οδηγεί, το εκπέμπουν σήμερα οι εταιρείες. Δεν αναφέρομαι στην ΙΚΕ που θα φτιάξετε με τον κουμπάρο σας. Μιλάω για κολοσσούς με εκτόπισμα μεγαλύτερο από κράτη.
Το 2018, η αποτίμηση της Apple ξεπέρασε το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. H Apple αξίζει θεωρητικά περισσότερο από την Ολλανδία, πόσω δε μάλλον από την Ελλάδα. Και είναι στην καθημερινότητά μας πιο καλοδεχούμενη από την οποιαδήποτε εθνική κυβέρνηση.
Οι κυβερνήσεις μας ταλαιπωρούν με φόρους, μέτρα, έωλες υποσχέσεις. Οι εταιρείες μας πουλάνε τη χαρά. Σε συσκευασία «έξυπνων» κινητών. Ρολογιών που μας κάνουν και καρδιογράφημα. Αυτόνομων – λίαν προσεχώς – οχημάτων, που θα αντικαταστήσουν τα συμβατικά αυτοκίνητα.
Στις εταιρείες, στην κοιλάδα της σιλικόνης και αλλού, εδρεύει η επιστημοσύνη, η καινοτομία. Τα διλήμματα της τεχνητής νοημοσύνης, της βιοηθικής ταλανίζουν διανοούμενους και αρχιεπισκόπους. Οι εταιρείες ωστόσο θα μας φέρουν τα ρομπότ που ως νέοι δούλοι θα μας υπηρετούν ώσπου να ξεφυτρώσει ανάμεσά τους κάποιος Σπάρτακος. Οι εταιρείες θα μας χαρίσουν ίσως την αθανασία μεταφέροντας ό,τι ονομάζουμε «προσωπικότητα», «εγώ», από τις νευρικές συνάψεις του φθαρτού μας σώματος σε έναν σκληρό δίσκο. Οι εταιρείες ενσαρκώνουν πλέον την ιδέα του Θεού.
Ολοένα και περισσότεροι θα απασχολούμαστε – άμεσα ή έμμεσα – στις εταιρείες. Κι όσων οι δεξιότητες θα είναι άχρηστες στον νέο κόσμο και η ηλικία τους δεν θα τους επιτρέπει να επανεκπαιδευτούν; Μακάρι να επιβιώνουν, στο περιθώριο έστω, ως καταναλωτές παρωχημένων προϊόντων…
Από υπήκοος, πολίτης. Από πολίτης, κύτταρο της εταιρείας. Ετσι πάει το πράγμα.
Εκείνος που το αρνείται είναι ανόητα νοσταλγός. Στρουθοκάμηλος. Του αξίζει να μείνει, για τιμωρία, προσωρινά εκτός δικτύου.