Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ αποφάσισε και αυτή τη φορά να μεταθέσει την ουσιαστική συζήτηση για τις ευρωτουρκικές σχέσεις προς το μέλλον. Άλλωστε, αυτός είναι ένας σχεδόν άγραφος κανόνας στη διαπραγμάτευση στις Βρυξέλες: πάντα μπορεί να μετατεθεί στο χρόνο τη λήψη μιας σοβαρής απόφασης.
Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε σε αυτή τη φάση να μην προχωρήσει σε κάποιου είδους πιο πιεστική πολιτική στάση, ή να απειλήσει με βέτο. Πιθανώς σε αυτό να μέτρησε η εκτίμηση για το ενδεχόμενο αρνητικού αντίκτυπου σε μια σύνοδο όπου βασικό αντικείμενο ήταν να ξεπεραστεί το βέτο που είχαν θέσει η Πολωνία και η Ουγγαρία για τον προϋπολογισμό.
Ίσως πάλι να μέτρησε και η ίδια η συστηματική προσπάθεια της ελληνικής πλευράς το τελευταίο διάστημα να διευκολύνει μια διαδικασία διαλόγου με την Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι τους τελευταίους μήνες έχει μετατοπιστεί η «κόκκινη γραμμή» ως προς τις παραβιάσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων από τουρκικά ερευνητικά σκάφη από τα όρια της δυνητικής υφαλοκρηπίδας στα όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Σε κάθε περίπτωση και αυτή τη φορά η απόφαση μένει σε ένα πλέγμα κυρώσεων, περισσότερων συμβολικών, που είχαν ήδη αποφασιστεί, παρά σε μια συνολικότερη ρήξη ανάμεσα σε ΕΕ και Τουρκία, και σε μια παράλληλη «θετική» πρόταση αναβάθμισης των ευρωτουρκικών σχέσεων, που σαφώς δεν υπονοεί «ενταξιακή διαδικασία», χωρίς καν ρητή αναφορά στην αναβάθμιση της τρέχουσας «τελωνειακής ένωσης».
Είναι γεγονός ότι η απόφαση της Συνόδου ρητά και σαφώς αναφέρεται σε «μονομερείς ενέργειες και προκλήσεις της Τουρκίας», φράση που παραπέμπει σε μια εκτίμηση ότι είναι μια χώρα που φέρεται δυνάμει παραβατικά. Αυτό άλλωστε υπογράμμισε και ο πρωθυπουργός στις δηλώσεις του μετά τη σύνοδο.
Η αναζήτηση πεδίου διαλόγου και συμβιβασμού
Είναι σαφές ότι η ελληνική πλευρά σε αυτή τη φάση ελπίζει ότι η Τουρκία να πιεστεί από το συνδυασμό ανάμεσα στην απειλή κυρώσεων στο μέλλον και τη δυνατότητα μιας συζήτησης για την αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση θα άνοιγε ο δρόμος αρχικά για αποκλιμάκωση της έντασης και αποφυγή τουρκικών προκλήσεων που οξύνουν το κλίμα και στη συνέχεια βημάτων διαλόγου και για τα ελληνοτουρκικά.
Αυτό εξηγεί γιατί η ελληνική πλευρά παρότι θα ήθελε αυστηρότερες κυρώσεις, ή απειλές αυστηρότερων κυρώσεων, όπως και έμπρακτες διαβεβαιώσεις για μετατόπιση των ευρωπαίων εταίρων μας σε κάτι που να παραπέμπει σε εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία, τελικά προσπαθεί να ενσωματώσει και αυτή την απόφαση της ΕΕ σε μια στρατηγική που εντάσσει την πίεση σε μια κατεύθυνση διαλόγου.
Σε αυτό συντελεί ως ένα βαθμό και μια εκτίμηση ότι η Τουρκία θα προσπαθήσει το επόμενο διάστημα να αναζητήσει μια πιο «ρεαλιστική» στάση σε διάφορα ζητήματα, που δεν θα την καθιστά διαρκώς αντικείμενο επικρίσεων ή απειλών κυρώσεων από τη Δύση.
Ρόλο σε αυτό έχει παίξει και η εκλογή Μπάιντεν στις ΗΠΑ, με τον οποίο ο Ερντογάν δεν έχει την άμεση σχέση που έχει μέχρι τώρα με τον Τραμπ. Άλλωστε, ήδη η Τουρκία κάνει κινήσεις επαναπροσέγγισης με τις ΗΠΑ, όχι τόσο σε επίπεδο ρητορικής, όσο σε επίπεδο κινήσεων στο πεδίο, από τα βήματα επαναπροσέγγισης με το Ισραήλ μέχρι τον τρόπο που προσπαθεί να εξαργυρώσει πολιτικά και στην Ουάσιγκτον την αναβαθμισμένη παρουσία της στον Καύκασο.
Σε μια τέτοια περίπτωση η Τουρκία θα προσπαθούσε έστω και τακτικά να μειώσει τις τριβές με τη Δύση, να αποκαταστήσει εν μέρει ένα επίπεδο συνεννόησης και σε αυτή τη βάση η ελληνική πλευρά θα προσπαθούσε να βρει ένα περιθώριο για αποκλιμάκωση και μελλοντικό διάλογο.
Η ευρωπαϊκή αμηχανία
Όμως, την ίδια ώρα δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι τα πράγματα θα λειτουργήσουν σε αυτή την κατεύθυνση. Ας μην ξεχνάμε ότι το βασικό στοιχείο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής το τελευταίο διάστημα είναι οι αλλεπάλληλες «προβολές ισχύος» σε διάφορα μέτωπα, σε μια προσπάθεια να κατοχυρώσει ότι είναι μια περιφερειακή δύναμη που πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια.
Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία αυτή τη στιγμή διεκδικεί όχι απλώς την αναγνώριση ότι είναι συνομιλητής αλλά και μια ορισμένη δυνατότητα να γίνονται δεκτοί οι δικοί της όροι. Άλλωστε, είναι μια δύναμη που έχει στείλει στρατεύματα στη Συρία, διατηρεί ισχυρή παράνομη στρατιωτική παρουσία στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, έχει παρουσία στη Λιβύη και επιπλέον αναμείχθηκε στη σύγκρουση Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, θεωρώντας μάλιστα ότι η δική της συνδρομή ήταν καθοριστική.
Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα γνωρίζει ότι η Ευρώπη δεν πρόκειται να αλλάξει πολιτική για το προσφυγικό και κατά συνέπεια, πάντα θα απασχολεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μην διακυβευτεί η «Κοινή Δήλωση» του 2016, άρα θα συνεχίσει η Τουρκία ως προς αυτό το θέμα να διατηρεί ένα διαπραγματευτικό πλεονέκτημα.
Κυρίως, όμως, είναι προφανές ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν είναι προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν την αντίληψη που έχει η Τουρκία για τη διαπραγμάτευση. Γιατί σε αντίθεση με ρητορικές αποστροφές που κατά καιρούς επανέρχονται, η Τουρκία προφανώς και γνωρίζει ότι διάφορα ζητήματα προφανώς και προϋποθέτουν κάποιου τύπου διαπραγμάτευση. Όμως, η αντίληψή της για τη διαπραγμάτευση περιλαμβάνει ένα μεγάλο φάσμα από μονομερείς ενέργειες, δημιουργία τετελεσμένων, κατοχύρωση «κεκτημένων» στο ίδιο το πεδίο, καθώς θεωρεί ότι αυτό διαμορφώνει τελικά και καλύτερο συσχετισμό, ιδίως από τη στιγμή που η Άγκυρα διεκδικεί άλλου είδους αναγνώριση, που υπερβαίνει κατά πολύ τον τρόπο που την αντιμετώπιζε η ΕΕ πριν από μερικές δεκαετίες.
Αυτό φυσικά είναι μια τακτική που όχι μόνο επιτείνει τον κίνδυνο για περιφερειακές εντάσεις, αλλά και επιτείνει μια διαρκή αίσθηση αμηχανίας από τη μεριά της Ευρώπης, καθώς απέναντι σε μια τέτοια τακτική τα παραδοσιακά εργαλεία διπλωματικής και πολιτικής πίεσης δεν επαρκούν.
Τα όρια του «καρότου και μαστίγιου»
Τυπικά, η απόφαση της Συνόδου Κορυφής είναι μια παραλλαγή τακτικής «καρότου και μαστίγιου». Το μαστίγιο είναι προφανώς οι απειλές παραπάνω κυρώσεων και το ενδεχόμενο η σύνοδος κορυφής του Μαρτίου να σηματοδοτήσει μια ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση των ευρωτουρκικών σχέσεων και άρα πραγματικές κυρώσεις που να έχουν αντίστοιχα πραγματικό αρνητικό αντίκτυπο στην Τουρκία, ιδίως εάν συνδυαστούν με αντίστοιχη επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων (για παράδειγμα μέσω των κυρώσεων CAATSA).
Το καρότο θα ήταν η ανάγνωση της δυνατότητας μιας «συνεργατικής και αμοιβαία επωφελούς σχέσης», την οποία επικαλείται η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να μεταφραζόταν σε αναβάθμιση της ισχύουσας τελωνειακής ένωσης ανάμεσα σε ΕΕ και Τουρκία και τη μετατροπή της σε μια παραλλαγή συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου και σε ικανοποίηση του πάγιου τουρκικού αιτήματος να μπορούν οι Τούρκοι πολίτες να μεταβαίνουν σε ευρωπαϊκές χώρες χωρίς βίζα.
Όμως, αυτή η τακτική έχει δείξει τα όριά της. Αφενός γιατί η Τουρκία διαθέτει με τη σειρά της μέσα πίεσης ισχυρά, δηλαδή τη «Κοινή Δήλωση» για το προσφυγικό (με όλη τη φόρτιση που έχει το θέμα για ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που θέλουν να απαντήσουν στην πίεση από την ακροδεξιά) αλλά και τις οικονομικές σχέσεις που αρκετές χώρες δεν θα ήθελαν να διακυβευτούν. Αφετέρου, γιατί η τακτική της δημιουργίας τετελεσμένων και της διαρκούς διεκδίκησης όλο και πιο αναβαθμισμένου περιφερειακού ρόλο καθιστά σε κάποιες περιπτώσεις μικρότερης σημασίας την επίπτωση των όποιων απειλών κυρώσεων έναντι πολύ πιο αποφασιστικών προβολών ισχύος που τελικά γίνονται αποδεκτές (ενδεικτική η αποδοχή του «τετελεσμένου» της Τουρκικής εισβολή σε «ζώνη ασφαλείας» εντός συριακού εδάφους).
Προφανώς και όλα αυτά ενέχουν ρίσκα και για την Τουρκία, ιδίως από τη στιγμή που η «υπερέκθεσή» της σε εστίες έντασης μπορεί να την κάνει σε σωρεύσεις κόστη, όμως την ίδια στιγμή στα μάτια της Άγκυρας φαντάζουν και ως δυνατότητα να βρίσκεται σε ένα άλλο επίπεδο διεθνούς παρουσίας από αυτό στο οποίο εστιάζουν οι όποιες ευρωπαϊκές πιέσεις. Και εάν μάλιστα η Τουρκία καταφέρει να βρει ένα έστω και δύσκολο σημείο ισορροπίας στις σχέσεις με τη νέα αμερικανική διακυβέρνηση, τότε αυτό το στοιχείο θα είναι ακόμη πιο έντονο στην όλη στάση της.
Όμως, αυτό προς το παρόν δεν δείχνει να μπορεί να ενσωματωθεί ως καθοριστική παράμετρος στην ευρωπαϊκή στρατηγική. Ίσως γιατί μια Ευρωπαϊκή Ένωση πολύ πιο αντιφατική παρά ποτέ στην εσωτερική πολιτική διαχείρισή της (από την καθυστέρηση στη συμφωνία για τον προϋπολογισμό μέχρι όλες τις ταλαντεύσεις για τα ζητήματα κράτους δικαίου) είναι αναμενόμενο να δυσκολεύεται ακόμη περισσότερο να έχει συνεκτική εξωτερική πολιτική.