Υιοθετώντας πιο σκληρή γλώσσα κατά της Άγκυρας από τη μία, αλλά προκρίνοντας χλιαρές κυρώσεις από την άλλη, η ΕΕ αποδείχθηκε τελικά κατώτερη των περιστάσεων.
Τα… σπουδαία μετατέθηκαν για τον Μάρτιο του 2021, οπότε και θα επανεξεταστεί το θέμα των κυρώσεων στην Τουρκία.
Μετά από έναν μαραθώνιο εσωτερικών συζητήσεων, διαπραγματεύσεων και επαναδιατυπώσεων στο κείμενο των συμπερασμάτων, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν σε συμφωνία επί των συμπερασμάτων που αφορούν στην απάντηση της ΕΕ έναντι της παραβατικής συμπεριφοράς της Τουρκίας. Έτσι, η ΕΕ διεύρυνε τον κατάλογο με τα πρόσωπα στα οποία θα επιβληθούν οι κυρώσεις, καταδικάζει τις προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας, αναφέρεται στη δραστηριότητα του Oruc Reis και ζητά να υπάρξει αποκλιμάκωση της έντασης για να αρχίσουν οι διμερείς επαφές Ελλάδας-Τουρκίας.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε κυρώσεις κατά της Τουρκίας, διευρύνοντας τη λίστα των προσώπων και των οντοτήτων που εμπλέκονται στις παράνομες γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ταυτόχρονα, δίνει εντολή στον Ύπατο Εκπρόσωπο για την Εξωτερική Πολιτική και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλουν το αργότερο μέχρι το Μάρτιο του 2021 έκθεση για ολόκληρο το φάσμα των ευρωτουρκικών σχέσεων, πολιτικών, οικονομικών και εμπορικών (αξιολόγηση Τελωνειακής Ένωσης). Στην έκθεση θα περιλαμβάνονται όλα τα εργαλεία και οι επιλογές της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης του πεδίου των κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας».
Απογοητευμένη η Μέρκελ
Αυτό που υπερίσχυσε τελικά, ήταν η θέση της γερμανικής προεδρίας για ήπιες κυρώσεις. Πρόκειται για μια συμβιβαστική λύση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα που έχουν διαμορφωθεί στους κόλπους της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία.
Παρόλα αυτά η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, δήλωσε απογοητευμένη γιατί δεν προχώρησαν όσο θα ήθελε οι ευρωτουρκικές σχέσεις.
Σε δήλωσή της με το πέρας της Συνόδου η κ. Μέρκελ είπε: «Ελπίζαμε σε πιο εποικοδομητική σχέση με την Τουρκία κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας αλλά δυστυχώς, οι εξελίξεις είναι πολύ απογοητευτικές. Οι αρνητικές εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο και οι παράνομες ερευνητικές δραστηριότητες της Τουρκίας οδηγεί σε νέες καταχωρήσεις (σ.σ με βάση την απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2019, που αφορούν περιοριστικά μέτρα για τις παράνομες γεωτρήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο).
«Η Ευρώπη θα μπορούσε να ήταν πιο αποφασιστική»
Η Ευρώπη θα μπορούσε να ήταν πιο αποφασιστική, σημείωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, αναφερόμενος στα συμπεράσματα της συνόδου για την Τουρκία.
Ανέφερε ότι υπάρχουν κάποια θέματα που θα θέλαμε να τα δούμε στα συμπεράσματα και πρόσθεσε ότι «ένα ή δύο από αυτά έχουν βρει τον δρόμο τους όπως οι κυρώσεις σε πρόσωπα».
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έστειλε σαφή και ισχυρή προειδοποίηση προς την Τουρκία. «Η Τουρκία καλείται να επιδείξει συνέπεια και συνέχεια στην κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης μετά την αποχώρηση του Oruc Reis, προκειμένου να καταστεί εφικτή η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών. Ταυτόχρονα, στο κείμενο των συμπερασμάτων εντάσσεται ως προϋπόθεση για τη συνέχισή τους η αποχή από παράνομες δραστηριότητες.
Όρο που η Ελλάδα έχει θέσει σε κάθε σχετική συζήτηση που έχει πραγματοποιηθεί. Η Ευρώπη κάνει ένα βήμα τη φορά. Αυτό έπραξε και σε αυτό το Συμβούλιο. Ακόμα ένα βήμα που αποτελεί μία ισχυρή προειδοποίηση προς την Άγκυρα να αλλάξει συμπεριφορά», σημειώνουν πηγές της κυβέρνησης, στον απόηχο των σκληρών διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες.
ΣΥΡΙΖΑ: Το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα για την Ελλάδα
Ως το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα, για την Ελλάδα χαρακτηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, σχετικά με την Τουρκία.
«Αποδεικνύουν ότι ο κ Μητσοτάκης είναι απολύτως ανίκανος να προασπίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα και τα συμφέροντα της χώρας, την πιο κρίσιμη στιγμή», σημειώνει σε ανακοίνωσή του, και προσθέτει:
«Το 2020 είδαμε την πιο σοβαρή κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας από την εποχή των Ιμίων, με την Τουρκία να παραβιάζει κατάφωρα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα πραγματοποιώντας έρευνες για σχεδόν 4 μήνες και φτάνοντας λίγα ναυτικά μίλια από το Καστελλόριζο και τη Ρόδο. Ωστόσο, όχι μόνο έχουμε την τρίτη Σύνοδο για την Τουρκία σε τέσσερις μήνες, που δεν υιοθετούνται κυρώσεις – πολλώ δε μάλλον «κυρώσεις που δαγκώνουν» όπως διατυμπάνιζε η Κυβέρνηση – αλλά για μια ακόμη φορά δίνεται σαφές μήνυμα ανοχής στην τουρκική επιθετικότητα, η οποία μπορεί να εντείνει τις παραβιάσεις της μέχρι τις παραμονές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το Μάρτιο 2020, όπου δεν θα συζητηθούν καν «κυρώσεις ή μέτρα» αλλά «εργαλεία και επιλογές».
«Η Ε.Ε. συλλογικά, αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά πολύ κατώτερη των περιστάσεων, αδύναμη να υποστηρίξει κράτος-μέλος της και να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά με μια ισχυρή γειτονική χώρα», σημειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
«Η ανάγκη για επιστροφή σε μια συγκροτημένη εθνική στρατηγική στα ελληνοτουρκικά είναι πιο μεγάλη από ποτέ δεδομένης της παταγώδους διπλωματικής αποτυχίας του κ Μητσοτάκη, αλλά και τις μεγάλες διεθνείς εξελίξεις, ανακατατάξεις και διεργασίες που θα λάβουν χώρα το 2021 στην περιοχή μας, οι οποίες σαφώς θα μας αφορούν. Αν η Ελλάδα πορευτεί το κρίσιμο 2021 όπως το 2020, οι επιπτώσεις για τη χώρα και την Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι σοβαρότατες και μακροχρόνιες», καταλήγει η ανακοίνωση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Κουτσούμπας: Οι μάσκες έπεσαν
Επικριτικός έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την απόφαση της Συνόδου Κορυφής για την Τουρκία εμφανίστηκε ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας.
«Οι μάσκες έπεσαν” ξανά για την ΕΕ, για την κυβέρνηση, για όλους εκείνους που παρουσιάζουν τέτοιες συμμαχίες, ως εγγυητές της ειρήνης και των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου», δήλωσε ο κ. Κουτσούμπας ο οποίος θεωρεί ότι «οι φραστικές καταδίκες, η μετάθεση της συζήτησης για το μέλλον, αλλά και οι ψευδεπίγραφες κυρώσεις για τις παραβιάσεις της κυπριακής ΑΟΖ, συνιστούν μόνο “πράσινο φως” για την επιθετικότητα της τουρκικής κυβέρνησης. Το επιχείρημα, που δικαιολογεί αυτήν την απόφαση της Συνόδου Κορυφής εμφανίζοντάς την απλά ως αναμονή της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ είναι φαιδρό, αφού και οι ΗΠΑ κινούνται στην ίδια ακριβώς γραμμή».
«Στην πραγματικότητα», συνεχίζει ο γ.γ. του ΚΚΕ, «αυτό που ενδιαφέρει τόσο την ΕΕ, όσο και τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, είναι η διατήρηση των πολύμορφων σχέσεων -οικονομικών και στρατιωτικών- που αναπτύσσουν με την Τουρκία και η παραμονή της στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο. Πάνω σ’ αυτή τη βάση γίνονται οι διαπραγματεύσεις και τα παζάρια. Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, συμμετέχουν σ’ αυτά τα επικίνδυνα παζάρια, γιατί γι’ αυτές προέχει η γεωστρατηγική αναβάθμιση της ελληνικής άρχουσας τάξης, δηλαδή η συμμετοχή της στη μοιρασιά της λείας στην περιοχή».
«Καμία εμπιστοσύνη στην ΕΕ. Καμία εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα του ευρωατλαντικού τόξου. Η σύγκρουση με τους σχεδιασμούς τους είναι βασικός όρος για τον απεγκλωβισμό του ελληνικού λαού και όλων των γειτονικών λαών απ’ τα σημερινά τραγικά αδιέξοδα», καταλήγει η δήλωση του κ. Κουτσούμπα.
Οι αλλαγές σε σχέση με το αρχικό κείμενο
Οι τελικές αλλαγές σε σχέση με το αρχικό προσχέδιο του κειμένου συμπερασμάτων που είχε διαρρεύσει ικανοποιούν την Αθήνα, η οποία έδωσε μάχη προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως, στο κείμενο υπάρχουν εμφανώς στοιχεία που το εξισορροπούν κι αποτυπώνουν την αντίδραση συγκεκριμένων χωρών στο ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων σε βάρος της Άγκυρας.
Εκτός της Γερμανίας, στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν Ιταλία, Ισπανία, Πολωνία, Μάλτα και Ουγγαρία. Αντιθέτως, υπέρ των ελληνικών – και κυπριακών – θέσεων τάχθηκαν Γαλλία, Αυστρία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Σλοβενία, Ιρλανδία και Δανία.
Σε σχέση με το αρχικό κείμενο, οι αναφορές στο Κυπριακό είναι πιο σκληρές για την Τουρκία, καθώς καταδικάζονται οι παράνομες ενέργειές της στα Βαρώσια και ταυτόχρονα τονίζεται η ανάγκη ταχείας επανέναρξης των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και στόχο τη συνολική διευθέτηση.
Επίσης, στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής γίνεται αναφορά στο προσφυγικό και την ανάγκη συνεργασίας της Τουρκίας με την ΕΕ, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει βάλει το ζήτημα στο τραπέζι, καταγράφοντας την απόπειρα εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού εκ μέρους της Άγκυρας ως μία ακόμη πτυχή της παραβατικής και προκλητικής της συμπεριφοράς.
Ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική πλευρά έχει, η αναφορά-καταδίκη της Τουρκίας όσον αφορά στις ερευνητικές δραστηριότητες και συγκεκριμένα τη δράση του Oruc Reis, η οποία συνδέεται ευθέως στο κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου με την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών. Ουσιαστικά, επιβεβαιώνεται με τη ρητή αυτή αναφορά η πάγια θέση της Αθήνας πως η ‘Αγκυρα οφείλει να δείξει συνέπεια και συνέχεια προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης, μετά την αποχώρηση του Oruc Reis, ούτως ώστε να επανεκκινήσουν οι διερευνητικές επαφές.
Επίσης, ότι αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχισή τους η αποχή της Τουρκίας από παράνομες δραστηριότητες, όπως έχει θέσει εξαρχής η ελληνική πλευρά ως όρο σε κάθε σχετική συζήτηση. «Η καταδίκη της τουρκικής προκλητικότητας και επιθετικότητας απέναντι στην ΕΕ και στα κράτη-μέλη της, ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο, υπήρξε απόλυτη και σαφής», προσθέτουν επ’ αυτών οι ίδιες κυβερνητικές πηγές.
Ζητά και τα ρέστα η Τουρκία
Η Τουρκία μπορεί από την σύνοδο Κορυφής της ΕΕ να μην βγήκε αλώβητη, έπεσε όμως στα μαλακά. Παρόλα αυτά, ζητά και τα ρέστα, ενώ δίνει δείγματα γραφής για το πώς θα προχωρήσει στο εξής: Στη γνωστή οδό της εμπρηστικής ρητορικής και των προκλήσεων με στόχο να σύρει την Ελλάδα σε ένα διάλογο εφόλης της ύλης των μαξιμαλιστικών αξιώσεών της.
Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ, μετά σύνοδο Κορυφής, με την οποία γνωστοποιεί ότι η Τουρκία απορρίπτει τη «μεροληπτική και παράνομη» προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη σύνοδο κορυφής της 10ης και 11η Δεκεμβρίου. Παράλληλα καλεί την ΕΕ «να ενεργεί ως έντιμος διαμεσολαβητής στη συνεχιζόμενη διαμάχη στην Ανατολική Μεσόγειο».
Στην ανακοίνωσή του, το υπουργείο ανέφερε, σύμφωνα με το ΑΠΕ, πως η διάσκεψη, την οποία προτείνει, με όλες τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου είναι μια ευκαιρία να αντιμετωπιστούν θαλάσσια ζητήματα στην περιοχή και πρόσθεσε πως η Άγκυρα είναι έτοιμη για συνομιλίες με την Ελλάδα χωρίς προϋποθέσεις.
Καλεί δε την ΕΕ να ενεργεί «με αρχές, στρατηγικά και με ορθή κρίση».