«Εάν η ποσότητα των τροφίμων που πετάμε στα σκουπίδια κάθε χρόνο ήταν χώρα, θα ήταν η τρίτη κατά σειράν με τις υψηλότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου». Με αυτή την πρόταση ξεκινάει ο Οργανισμός Περιβάλλοντος του ΟΗΕ την πρώτη έκθεσή του για την παγκόσμια σπατάλη τροφίμων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, που δόθηκε προ ημερών στη δημοσιότητα, το 17% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων, συγκεκριμένα 931 εκατ. τόνοι, πετιούνται κάθε χρόνο στα σκουπίδια, με τους 569 εκατ. τόνους να προέρχονται από τα νοικοκυριά (61%), τους 244 από τα εστιατόρια και τις υπηρεσίες επισιτισμού (26%) και τους 118 εκατ. τόνους από το λιανεμπόριο (13%).
Η χώρα μας είναι μεταξύ των χωρών με την υψηλότερη κατά κεφαλήν ετήσια σπατάλη τροφίμων, συγκεκριμένα με 142 κιλά, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 74 κιλά.
Στην Ευρώπη κατέχουμε την αρνητική πρωτιά. Στη δεύτερη χειρότερη θέση βρίσκεται η Μάλτα με 129 κιλά και στην τρίτη η Ουγγαρία με 94 κιλά, ενώ ακολουθούν το Λουξεμβούργο με 90 κιλά και η Γαλλία με 85. Συνολικά στη χώρα μας πετιούνται κάθε χρόνο στα σκουπίδια 1,484 εκατ. τόνοι τροφίμων, περίπου όσοι στη Ρουμανία που έχει διπλάσιο πληθυσμό (αλλά 70 κιλά κατά κεφαλήν σπατάλη τροφίμων). Στην Πορτογαλία, χώρα με τον ίδιο περίπου πληθυσμό, πετιούνται 860.000 τόνοι (84 κιλά κατά κεφαλήν).
Στην Ευρώπη οι χώρες με τη μικρότερη σπατάλη τροφίμων είναι η Ρωσία με 33 κιλά, η Σλοβενία με 34, η Αυστρία με 39, το Βέλγιο και η Ολλανδία με 50 και η Ιρλανδία με 55 κιλά κατά κεφαλήν σπατάλη τροφίμων.
Τα στοιχεία της έκθεσης καταρρίπτουν παλαιότερες μετρήσεις, οι οποίες έδειχναν ότι η σπατάλη τροφίμων συνδέεται σε ευθεία αναλογία με τον βαθμό ανάπτυξης των χωρών. Οσο πιο πλούσια είναι μια χώρα τόσο πιο πολλά τρόφιμα πετάει στα σκουπίδια, πιστεύαμε. Κάτι το οποίο δεν επιβεβαιώνεται στην παρούσα έκθεση, η οποία αντίθετα αποκαλύπτει ότι η κατά κεφαλήν απόρριψη τροφίμων είναι παρόμοια σε χώρες με υψηλό, μεσαίο και χαμηλό εισόδημα, αποδεικνύοντας ότι το πρόβλημα είναι παγκόσμιο. Για παράδειγμα 71 κιλά είναι η ετήσια κατά κεφαλήν σπατάλη τροφίμων στο Χονγκ Κονγκ, στο Μακάο, στη Νότια Κορέα, στο Ιράν, στις Μαλδίβες, στην Ελβετία, στο Λιχτενστάιν, στο Μονακό, στην Τσεχία, στη Σλοβακία, στην Αργεντινή, στην Κολομβία, στην Κούβα, στον Ισημερινό, στην Τζαμάικα, στη Γουατεμάλα, στην Παραγουάη, στη Βενεζουέλα.
Η σπατάλη είναι ανεξάρτητη από το κατά κεφαλήν εισόδημα, αν και στις αναπτυσσόμενες χώρες συνδέεται με τις δυσκολίες στην παραγωγή, συντήρηση και μεταφορά τροφίμων. Συγκεκριμένα, αν στην Ελλάδα κάθε άτομο πετάει 142 κιλά τροφίμων τον χρόνο, στη Νιγηρία πετάει 189, στη Ρουάντα 164, στο Μπαχρέιν 132, στο Ιράκ 120, στην Αυστραλία 102, στο Ισραήλ 100, στο Μεξικό 94.
Σε απόλυτους αριθμούς, τις μεγαλύτερες ποσότητες τροφίμων απορρίπτουν, όπως είναι αναμενόμενο, οι δύο χώρες με πληθυσμό άνω του ενός δισεκατομμυρίου κατοίκων. Η Κίνα απορρίπτει περίπου 91,6 εκατ. τόνους τροφίμων ετησίως, ενώ η Ινδία 68,8 εκατ. τόνους. Οι ΗΠΑ είναι λίγο πιο κάτω στην κατάταξη με 19,4 εκατ. τόνους πεταμένων τροφίμων, ενώ στην Ευρώπη, η Γερμανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία πετάνε κάθε χρόνο στα σκουπίδια αντιστοίχως 6,3, 5,5, 5,2 και 4,1 εκατ. τόνους.
Η σειρά αλλάζει εντελώς όταν η κατάταξη των παραπάνω χωρών συντάσσεται με βάση την κατά κεφαλήν απόρριψη τροφίμων. Ετσι, στην Ινδία καταγράφονται 50 κιλά, στις ΗΠΑ 59, στην Κίνα 64, στην Ιταλία 67, στη Γερμανία 75, στο Ηνωμένο Βασίλειο 77 και στη Γαλλία 85.
Πόροι, χρόνος, χρήματα
Η σπατάλη τροφίμων είναι σπατάλη πόρων, χρόνου και χρήματος. Τα τρόφιμα που απορρίπτονται συγκεντρώνουν όλα τα αρνητικά της παραγωγής τροφίμων χωρίς κανένα από τα οφέλη της για τον άνθρωπο.
Τα τρόφιμα που απορρίπτονται οξύνουν το επισιτιστικό πρόβλημα, επιβαρύνουν τα συστήματα διαχείρισης απορριμμάτων, ενώ η παραγωγή τους ασκεί πιέσεις στη βιοποικιλότητα και στα οικοσυστήματα, συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή. Υπολογίζεται ότι το 8%-10% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αφορά τρόφιμα που δεν καταναλώνονται. Επίσης, ενώ περίπου ένα δισ. τόνοι τροφίμων καταλήγουν στα σκουπίδια, 690 εκατ. άνθρωποι λιμοκτονούσαν το 2019 στον πλανήτη, αριθμός που αυξήθηκε κατά την πανδημία και αναμένεται να εκτιναχθεί στη μετά COVID εποχή. Ακόμη, τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά μια υγιεινή διατροφή. Για όλους τους παραπάνω λόγους ο ΟΗΕ έθεσε ως στόχο τη μείωση της σπατάλης τροφίμων στο μισό έως το 2030, όχι μόνο στα νοικοκυριά, αλλά σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού.
Μετά την πέμπτη Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον, ο Οργανισμός Περιβάλλοντος κάλεσε τα κράτη-μέλη να θεσπίσουν μηχανισμούς για τη μέτρηση της σπατάλης τροφίμων και να λάβουν μέτρα. Παράλληλα, συγκρότησε περιφερειακές ομάδες εργασίας για την απόρριψη τροφίμων στην Αφρική, στην Ασία, στη Λατινική Αμερική, στην Καραϊβική και στη Δυτική Ασία, οι οποίες θα αρχίσουν να λειτουργούν από τον Απρίλιο, υποστηρίζοντας τα κράτη-μέλη στη λεπτομερειακή καταγραφή της σπατάλης (σε ποια τμήματα της αλυσίδας εφοδιασμού υπάρχουν οι μεγαλύτερες απώλειες, ποια είδη τροφίμων καταλήγουν περισσότερο στα σκουπίδια κ.ά.), καθώς και στην ανάπτυξη στρατηγικών για τα τρόφιμα.
Μέχρι στιγμής, μόνο 17 χώρες διαθέτουν συστήματα παρακολούθησης και καταγραφής της σπατάλης, άρα και ακριβή δεδομένα, ενώ μόνο 42 χώρες είναι σε θέση να κάνουν σχετικά αξιόπιστες εκτιμήσεις. Ενα από τα μεγαλύτερα κενά αφορά τον ακριβή υπολογισμό, μεταξύ των τροφίμων που απορρίπτονται, εκείνων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, των σχετικά βρώσιμων, αλλά και των μη βρώσιμων μερών τους, που θα βοηθήσει τους ενδιαφερόμενους τόσο στην κατανόηση του προβλήματος όσο και στον σχεδιασμό λύσεων.