Σε ακόμη ένα αδιέξοδο κατέληξαν οι τέταρτες κατά σειράν, τα τελευταία δύο χρόνια, εκλογές στο Ισραήλ, καθώς ούτε ο πρωθυπουργός της χώρας, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ούτε οι αντίπαλοί του εξασφαλίζουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα. Ανοίγει, έτσι, ο δρόμος για ενδεχομένως πολύμηνες διαπραγματεύσεις, που πολλοί αναλυτές θεωρούν πιθανό να αποτύχουν, οδηγώντας σε νέα αναμέτρηση στο τέλος του καλοκαιριού.
Τα τελικά, επίσημα αποτελέσματα θα παρουσιαστούν στον πρόεδρο της χώρας, Ρούβεν Ρίβλιν, την επόμενη Τετάρτη, αν και η καταμέτρηση επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις των exit polls ότι η συντηρητική συμμαχία του Νετανιάχου, μαζί με τα θρησκευτικά κόμματα, συγκεντρώνει 52 έδρες, εννέα λιγότερες από την απαραίτητη πλειοψηφία. Μια ετερόκλητη συλλογή κεντρώων, αριστερών, δεξιών και αραβικών κομμάτων της αντιπολίτευσης συσπειρώνεται σε ένα κοινό μέτωπο κατά του Νετανιάχου. Δύο είναι τα κόμματα που δεν έχουν αποσαφηνίσει τις προθέσεις τους, το Ισλαμικό Αραβικό Κόμμα Ράαμ και το δεξιό Γιαμίνα, που εξασφάλισαν τέσσερις και επτά έδρες αντίστοιχα και αναμένεται να αποτελέσουν μήλον της Εριδος μεταξύ του Νετανιάχου και του επικεφαλής της αντιπολίτευσης, Γιαΐρ Λαπίντ, για τη συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού.
Η συμμετοχή ήταν από τις χαμηλότερες της τελευταίας 12ετίας. Το αδιέξοδο παρατείνει τη διετή πολιτική παράλυση, που έχει αφήσει τη χώρα χωρίς σταθερή κυβέρνηση και εθνικό προϋπολογισμό εν μέσω πανδημίας, ενώ παραμένουν εκκρεμείς καίριες ερωτήσεις για τη μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος και τη γεφύρωση των βαθιών κοινωνικών διαφορών.
Εύθραυστες συμμαχίες
Επειτα από δύο αναμετρήσεις το 2019, ουδείς είχε την ικανότητα να διαμορφώσει μια πλειοψηφική συμμαχία και να συγκροτήσει κυβέρνηση. Αφότου πραγματοποιήθηκαν και οι εκλογές του 2020, ο Νετανιάχου και κάποιοι αντίπαλοί του εισήλθαν σε μιαν εύθραυστη συνεργασία, που δεν μπορούσε να συναινέσει σε έναν κοινό προϋπολογισμό, ωθώντας τη χώρα εκ νέου στις κάλπες την εβδομάδα που μας πέρασε. Το παρατεταμένο αδιέξοδο επιτρέπει στον Νετανιάχου να παραμείνει στην εξουσία ως μεταβατικός πρωθυπουργός, παρόλο που αντιμετωπίζει σωρεία κατηγοριών για διαφθορά.
Η τελευταία αναμέτρηση οδήγησε σε αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη, διχάζοντας τους ψηφοφόρους, όχι τόσο με βάση την ιδεολογία τους, όσο τη στάση τους απέναντι στον Νετανιάχου και την απόφασή του να θέσει ξανά υποψηφιότητα παρά τις εις βάρος του διώξεις. Αν τελικά αποφασίσει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού, οι επικριτές του φοβούνται ότι θα θεσπίσει νόμο που θα του παρέχει νομική ασυλία. Ο ίδιος απορρίπτει τον ισχυρισμό, αλλά έχει δεσμευθεί πως θα προχωρήσει σε νομικές μεταρρυθμίσεις που θα περιορίζουν τον ρόλο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Σε αυτό το σημείο, βασικός θα είναι ο ρόλος του προέδρου. Ο Ρίβλιν πρέπει να κάνει διαβουλεύσεις με κάθε ένα από τα 13 κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή, προτού ζητήσει από κάποιον πολιτικό ηγέτη να επιχειρήσει να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας. Η πρόταση αυτή αναμένεται να διατυπωθεί στο τέλος της προσεχούς εβδομάδας.
Παραδοσιακά, οι πρόεδροι του Ισραήλ ανέθεταν αρχικά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον ηγέτη του πρώτου κόμματος, που σε αυτήν την περίπτωση είναι ο Νετανιάχου, αφού το Λικούντ κέρδισε 30 έδρες. Ωστόσο, ο Ρίβλιν έχει το δικαίωμα να προσφέρει την εντολή σε οποιονδήποτε θεωρεί ικανό να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία και μετεκλογικά αυτός ο ηγέτης θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Λαπίντ. Οποιος όμως και αν λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, θα δυσκολευθεί εξαιρετικά να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία. Αν, για παράδειγμα, ο Νετανιάχου πείσει το Ράαμ να συμπαραταχθεί με το συντηρητικό στρατόπεδο, θα μπορούσε να χάσει την υποστήριξη μιας ακροδεξιάς συμμαχίας, που έχει ενταχθεί στη δική του πλευρά. Ο θρησκευτικός σιωνισμός προειδοποίησε αυτή την εβδομάδα ότι θα αρνηθεί να συμμετάσχει σε οιαδήποτε κυβέρνηση υποστηρίζεται από το Ράαμ.
Αντίστοιχα, ο Λαπίντ θα μπορούσε να δυσκολευθεί να πείσει δύο δεξιά κόμματα της συμμαχίας του να «συγκατοικήσουν» όχι μόνο με το Ράαμ, αλλά και με την έτερη αραβική συμμαχία, την Κοινή Λίστα. Ακόμη και αν ένας εκ των δύο πετύχει τελικά να συγκροτήσει κυβέρνηση, θα είναι τόσο εύθραυστη και ιδεολογικά ασυνάρτητη, που είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί αγώνα για να επιβιώσει για πάνω από μερικούς μήνες.
«Δεν είναι Λίβανος»
H Σίρα Εφρον, πολιτική αναλύτρια ερευνητικής ομάδας με έδρα τη Νέα Υόρκη, εξηγεί πως το Ισραήλ δεν είναι αποτυχημένο κράτος: «Δεν είναι Λίβανος. Υπάρχουν ακόμη θεσμοί». Σπεύδει, όμως, να προσθέσει ότι υπάρχουν ενδείξεις κατάρρευσης. «Δύο χρόνια να μην έχει ψηφιστεί προϋπολογισμός – αυτό είναι πραγματικά επικίνδυνο». Ο Νετανιάχου ηγήθηκε ενός διεθνώς πρωτοποριακού προγράμματος εμβολιασμού, απόδειξη ότι σε πολλούς τομείς το κράτος λειτουργεί ακόμη αποτελεσματικά. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, η έλλειψη κρατικού προϋπολογισμού υποχρεώνει τα υπουργεία να εργάζονται με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, «παγώνοντας» τα έργα υποδομής μακράς πνοής, όπως είναι η κατασκευή αυτοκινητοδρόμων.
Χώρα-υπόδειγμα στους εμβολιασμούς
Το γεγονός ότι το Λικούντ του Νετανιάχου κατάφερε να διατηρηθεί στην πρώτη θέση αποδίδεται από πολιτικούς αναλυτές στην άρτια διαδικασία εμβολιασμού στο Ισραήλ. Ο μισός και πλέον πληθυσμός της χώρας έχει κάνει και τις δύο δόσεις εμβολίων κατά της COVID-19, αναδεικνύοντας τη χώρα σε διεθνές πρότυπο. Η επιστροφή στην κανονικότητα έχει ξεκινήσει για όσους έχουν λάβει το «πράσινο διαβατήριο», ενώ οι θάνατοι από κορωνοϊό ημερησίως έχουν μειωθεί κατά 85%. Αντίστοιχος είναι και ο περιορισμός νέων ημερήσιων κρουσμάτων συγκριτικά με τα μέσα Ιανουαρίου, οπότε το Ισραήλ βρέθηκε στην τρίτη κατά σειρά κορύφωση της πανδημίας. Ενα 10% όσων δικαιούνται να εμβολιαστούν πιστεύεται ότι θα αρνηθεί, είτε επειδή είναι υπερορθόδοξοι Εβραίοι είτε Παλαιστίνιοι που απασχολούνται στο Ισραήλ.
Ισραήλ
Μπέντζαμιν Νετανιάχου