Στο ύψος των ετήσιων χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση τους χρέους της μετά το 2022, προσπαθεί να επικεντρώσει τη συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους η Γερμανία όπως διαφάνηκε χθες από τις δηλώσεις της Καγκελαρίου Μέρκελ. Ωστόσο, οι γερμανικές θέσεις στην καλύτερη των περιπτώσεων οδηγούν σε μείωση χρέους κατά 12,6% του ΑΕΠ, κάτι που όπως έχει ήδη διαφανεί, το ΔΝΤ δεν θεωρεί αρκετό.
Η Γερμανίδα καγκελάριος άνοιξε επισήμως χθες τη συζήτηση για τον τρόπο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους προβάλλοντας την θέση ότι τα δάνεια της ευρωζώνης προς την Ελλάδα και τα δάνεια του EFSF μπορούν να επεκταθούν, αλλά όχι να ανατιμολογηθούν σε σχέση με τα επιτόκιά τους.
Σε συνέντευξη Τύπου από το Βερολίνο η κ. Μέρκελ προέβαλε το επιχείρημα ότι η ρήτρα μη διάσωσης (No bail-out clause) που προβλέπεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες δεν επιτρέπει την μείωση των επιτοκίων των δανείων που έχουν χορηγήσει οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί στήριξης προς την Ελλάδα. Ωστόσο, η ίδια δεν απέκλεισε να υπάρξει επέκταση της δεκαετούς περιόδους χάριτος που ισχύει σήμερα για την εξόφληση των εν λόγων δανείων.
«Οι δανειστές έχουν δώσει στην Ελλάδα μια μακρά περίοδο χάριτος και πολύ χαμηλά επιτόκια. Σε ότι αφορά στα επιτόκια, νομίζω ότι δεν έχουμε περιθώρια μειώσεως, διότι είναι ήδη πολύ χαμηλά. Ότι δεν θα αντικατόπτριζε σε κόστος την χρηματοδότηση του ESM θα συνιστούσε bail-out. Ωστόσο, σε σχέση με την περίοδο χάριτος έχουμε κάποιο περιθώριο παρεμβάσεως», δήλωσε.
Η ίδια υποστήριξε πως η προσοχή πρέπει να δοθεί στο θέμα της επιβάρυνσης της εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, προκειμένου μετά την όποια αναδιάρθρωση το κόστος σε ετήσια βάση να μην ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ (27 δισ. ευρώ).
Το κόστος εξυπηρέτησης
Το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους της Ελλάδας το 2016 αναμένεται να κινηθεί κοντά στο 10% του ΑΕΠ και το 2017 και 2018 πολύ χαμηλότερα, ωστόσο μετά το 2020, οπότε λήγει η δεκαετής περίοδος χάριτος για τα διμερή δάνεια της ευρωζώνης ύψους 52,9 δισ. ευρώ και ειδικά μετά το 2022, όταν και θα λήξει η περίοδος χάριτος για τα δάνεια του EFSF, αυτό θα εκτοξευθεί σε διπλάσια επίπεδα.
Σήμερα το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους στις αναπτυσσόμενες οικονομίες ανέρχεται στο 19,1% του ΑΕΠ τους (στοιχεία Fiscal Monitor ΔΝΤ) με τάση μείωσης, λόγω των χαμηλών επιτοκίων που αυτές δανείστηκαν τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά σήμερα στη Γερμανία το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι στο 5,8% του ΑΕΠ, όταν στις ΗΠΑ είναι στο 20%.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Ινστιτούτου Bruegel η πρόταση Μέρκελ για επιμήκυνση της περιόδου χάριτος και της ωρίμανσης των δανείων του πρώτου και δεύτερου προγράμματος θα οδηγούσε σε ελάφρυνση χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας ύψους 23,5 δισ. ευρώ ή 12,6% του ΑΕΠ.
Αν συνυπολογίσουμε και το ενδεχόμενο μηδενισμού του spread των διμερών δανείων του 2010 (σήμερα ανέρχεται στις 50 μονάδες βάσης με το επιτόκιο να είναι στο 0,65%) το οποίο έχει προτείνει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) και το οποίο η ΕΕ βλέπει με συμπάθεια, τότε το χρέος θα απομειωνόταν κατά 8 δισ. ευρώ σε όρους καθαρής παρούσας αξίας και συνολικά κατά 31,7 δισ. ευρώ ή 17% του ΑΕΠ.
Η παράταση της λήξης των διμερών δανείων δεν θα προκαλούσε καμία άμεση απώλεια για τους δανειστές της Ελλάδας και η μόνη αρνητική συνέπεια θα ήταν ότι το δικό τους ακαθάριστο δημόσιο χρέος θα εμφανιζόταν «στατιστικά» υψηλότερο λόγω της επέκτασης της προθεσμίας εξόφλησης. Ωστόσο, πρέπει να τονισθεί πως το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα των χωρών της ευρωζώνης που σχετίζεται με προγράμματα χρηματοδοτικής βοήθειας δεν συνυπολογίζεται στο συνολικό χρέος και έλλειμμα εκάστης χώρας.
Αλλά και η επέκταση των δανείων του EFSF δεν θα οδηγούσε σε ζημιές το Ευρωπαίο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), κάτι που δεν θα ισχύει στην περίπτωση που αποφασιζόταν μείωση των επιτοκίων με τα οποία έχει δανείσει την Ελλάδα (2,50%).
Πρέπει να σημειωθεί πως πάγια επιδίωξη της Ελλάδας, η οποία στηρίζεται από το ΔΝΤ, είναι η μετατροπή όλων των δανείων που έχει λάβει από την ευρωζώνη από κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερού επιτοκίου. Μια τέτοια εξέλιξη θα μηδένιζε το επιτοκιακό ρίσκο για τη χώρα και θα έστελνε θετικό μήνυμα στους επενδυτές. Δεδομένου ότι η διαπραγμάτευση για το ελληνικό χρέος μόλις άνοιξε, κανείς δεν μπορεί να προδικάζει το τι θα αποφασισθεί και στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Πηγή: in.gr