Home / LIFE & ARTS / Ρητορική μίσους πριν το διαδίκτυο: Τεντιμπόηδες, ροκενρολιστές και παραστρατημένοι

Ρητορική μίσους πριν το διαδίκτυο: Τεντιμπόηδες, ροκενρολιστές και παραστρατημένοι

Η ρητορική μίσους αποτελεί μια σύγχρονη, κατά κύριο λόγο, έννοια, που συναντάται περισσότερο στην εποχή του διαδικτύου και την οποία καλείται να μελετήσει σήμερα η επιστημονική κοινότητα.
Η ρητορική ή/και λόγος μίσους εντοπίζεται σε συμπεριφορές, στάσεις, ομιλίες, κείμενα ή και χειρονομίες, που εκφέρουν μίσος ή ενθαρρύνουν τη βία και την υποτίμηση απέναντι σε άτομα και ομάδες, με βάση ειδικά χαρακτηριστικά, όπως το φύλο, η εθνοτική καταγωγή, η θρησκεία, η εξωτερική εμφάνιση, οι ιδεολογικές πεποιθήσεις, ο γενετήσιος προσανατολισμός κ.α.

Το γιατί ο λόγος μίσους αφορά κυρίως την εποχή εξάπλωσης του διαδικτύου, μάς είναι λίγο ή πολύ σαφές: Η δυνατότητα συνεχούς δικτύωσης και η αδιαμφισβήτητη ευκολία πρόσβασης σε κοινωνικά δίκτυα, επιτρέπουν την αλληλεπίδραση και τον διαμοιρασμό ενός αστείρευτου όγκου τοξικών απόψεων, επιθετικών σχολιασμών και διχοτομικών συζητήσεων, οι οποίες φτάνουν μπροστά στα μάτια μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στις συνθήκες αυτές, όσο πιο “αχανής” και σε καθεστώς ανωνυμίας είναι η πληροφορία που επικρατεί στο ψηφιακό περιβάλλον, τόσο πιο δύσκολος είναι ο εντοπισμός της προέλευσης εγκληματικών ρητορικών συμπεριφορών, αλλά και η θεσμική υπεράσπιση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ατόμων ή ομάδων που στοχοποιούνται από φέροντες λόγου μίσους.
Ωστόσο, δεδομένου ότι ο λόγος μίσους έχει πολλές μορφές και είδη (κουλτούρα εκφοβισμού, ψυχολογική χειραγώγηση, υβριστική γλώσσα, λεκτική, κοινωνική και ηθική υποτίμηση), μπορούμε να εντοπίσουμε ακόμα και προγενέστερες -στην εποχή του διαδικτύου- περιπτώσεις, κατά τις οποίες μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμων, μπήκαν στο στόχαστρο αυστηρής κριτικής, υποτίμησης, δημόσιας διαπόμπευσης, ακόμα και σωματικής βίας που πηγάζει κυρίως από θέσεις εξουσίας: Στη χώρα μας, αλλά και αλλού στον κόσμο (βλ. Αγγλία, Γερμανία, Ρωσία) δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα από αυτό των τεντυμπόηδων (teddy boys), αλλά και των οπαδών της μουσικής του ροκ εν ρολ, στην ιδιαίτερη περίπτωση της Ελλάδας, όπου τα νέα δεδομένα από τον υπόλοιπο κόσμο φτάνουν συνήθως με μία-κάποια χρονοκαθυστέρηση.

Διαβάζοντας, λοιπόν, μελέτες για την κοινωνική ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα ή/και εντρυφώντας σε ιστορικά αρχεία της εποχής (εφημερίδες, περιοδικά), μπορεί κανείς να διακρίνει μία πρώιμη μορφή ρητορικής μίσους απέναντι σε εκείνους τους νέους που αποστασιοποιήθηκαν από τις αξίες και τα πρότυπα του ενήλικου κόσμου. Ένα “χάσμα γενεών”, όπως συχνά λέγεται, και το οποίο έχει τις ρίζες του στη “μακρά δεκαετία του ’60 και στη “μήτρα” των νεανικών κινημάτων αποδόμησης των παραδοσιακών αξιών του 1968.
Στις μεταπολεμικές δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, βρέθηκαν κατά καιρούς στο στόχαστρο λόγου μίσους διάφορες ομάδες νέων, με διαφορετικά χαρακτηριστικά η κάθε μία κι, ωστόσο, με μια κοινή συνισταμένη: Την αμφισβήτηση της “ορθόδοξης” αντίληψης της ζωής, την ανάγκη για αυτοπραγμάτωση και ελευθερία, πολιτική, σεξουαλική και υπαρξιακή.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτά των ελλήνων teddy boys, των ένθερμων οπαδών του ροκ εν ρολ (“ροκενρολιστές” ή “γιεγιέδες”) και γενικότερα όλων εκείνων των νέων που χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην ως “παραστρατημένοι” ή “απροσάρμοστοί” από διαφόρων ειδών εκπροσώπους της παραδοσιακής κοινωνίας και “καθωσπρέπει” ηθικής.
Τι σχέση μπορεί να έχει, λοιπόν, η ρητορική μίσους με τα τεκταινόμενα των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα; Τι σημαίνει “αντιροκ κίνημα” και πώς σχετίζεται με έναν υβριστικό λόγο που ενθαρρύνει τη βία και τη συμβολική υποτίμηση των νέων ανθρώπων; Και τελικά, μπορούμε να διακρίνουμε μία ιδιότυπη ρητορική μίσους προς τους “μοντέρνους αλήτες” των δεκαετιών ‘50-’60-70’, που πηγάζει από το σύνολο της κοινωνίας, από θρησκευτικούς φορείς και από την ίδια την κατεστημμένη εξουσία;
Ας δούμε τι ισχύει για την κάθε περίπτωση.
Τεντιμπόηδες και δημόσια διαπόμπευση
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, εμφανίζονται οι τεντιμπόηδες («teddy boys») και στην Ελλάδα, ως ένα κύμα νεανικής παραβατικότητας για κατά κύριο λόγο ήσσονος σημασίας αδικήματα, όπως μικροκλοπές «για πλάκα», γιαουρτώματα καθηγητών και άλλων ευυπόληπτων εκπροσώπων της ελληνικής «καλής» κοινωνίας. Η «χωρίς λόγο» μικρο-παραβατικότητα των ελλήνων τεντιμπόηδων (οι αντίστοιχοι «teppisti» στην Ιταλία, «stiliagi» στη Σοβιετική Ένωση και «rowdies» στην Ανατολική Γερμανία ) συνίστατο σε μια αμφισβήτηση χωρίς συλλογικά πολιτικά και ιδεολογικά προτάγματα, η οποία προκάλεσε έναν πανικό, ουσιαστικά δυσανάλογο με την πραγματική έκταση και σοβαρότητα της νεανικής παραβατικότητας. Ο «τεντιμπόης» άρχισε να προβάλλεται σταδιακά ως μια φιγούρα «ιδιαίτερα απωθητική», «ο καρπός της επιχείρησης επηρεασμού των νέων», που θεωρήθηκε άμεσα συνδεδεμένος με τη διάδοση του ροκ εν ρολ, ως παράγοντα που υποτίθεται στόχευε στην ψυχοσυναισθηματική ‘‘απονεύρωση’’ και πολιτική ουδετεροποίηση των νέων. Η διάσταση της «πλάκας» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων το 1957 και η απροσδιόριστη παραβατικότητα και ασέβεια των τεντιμπόηδων προκάλεσε την κατάπληξη των ενηλίκων και πολέμιων του ροκ εν ρολ που επαγρύπνησαν για τη διατήρηση της κοινωνικής ευταξίας. Αν ανατρέξει κανείς σε στήλες του Αθηναϊκού τύπου της εποχής θα βρει μια σειρά από ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των ομολογούμενων παραβατικών πράξεων.
«Τα μάτια μου έχουν δει πολλά. […] Μα το παραστράτημα με τη σημερινή του μορφή, ποτέ δε το αντιμετώπισα. Δεν ισχυρίζομαι ότι τα παιδιά ήταν άλλοτε ‘‘αγγελούδια’’. Αδικοπραγούσαν και εμφανίζονταν στα δικαστήρια για πράξεις όμως, που οι αιτίες τους μας ήταν κατανοητές και πολλές φορές τραγικές. […] Ποτέ όμως δε συναντήσαμε τέτοιες ασεβείς, σαν τις σημερινές, πράξεις νέων, που γίνονται ‘‘για γούστο’’…»
(-Μια επίκαιρη κοινωνική έρευνα της Αυγής. Τεντυμποϊσμός. Ο κίνδυνος που απειλεί τη νεολαία μας, Αυγή, 1958)
Μια πραγματικά εμβληματική πράξη του τεντιμποϊσμού φαίνεται πως ήταν η κλοπή αυτοκινήτων. Η έννοια της διασκέδασης υπήρξε καταλυτική και στην περίπτωση αυτή, αφού οι νεαροί δράστες δεν έκλεβαν αυτοκίνητα για να τα πουλήσουν και κατ’ επέκταση να αποκομίσουν χρηματικό όφελος, αλλά για εφήμερη χρήση και διασκέδαση. Η προνομιακή θέση του αυτοκινήτου στις προτιμήσεις των νέων παραβατών δεν υπήρξε καθόλου τυχαία, καθώς για τους νέους της δεκαετίας του ’50, το αυτοκίνητο υπήρξε κάτι παραπάνω από απλό όχημα: «υπήρξε» περισσότερο «ένα σύμβολο σεξουαλικής ισχύος και αντικείμενο του πόθου, πλήρως ταυτισμένο με τον ηδονισμό, ικανοποιούσε παράλληλες ανάγκες για επίδειξη και ψυχαγωγία, ενίσχυε την εκτίμηση της παρέας, αλλά και την αυτοεκτίμηση του δράστη».
Στα τέλη, λοιπόν, του ’50 και αρχές του ‘60, επικράτησε μεγάλη ένταση ανάμεσα στις εκάστοτε πολιτικές κυβερνήσεις και τους εκφραστές της νεανικής αμφισβήτησης. Η διάσταση του τεντιμποϊσμού έλαβε θεσμική υπόσταση όταν το φθινόπωρο του 1959 η κυβέρνηση της ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή έφερε στο κοινοβούλιο τον προς ψήφιση νόμο που στόχευε στην «πάταξη του τεντιμποϊσμού». Σύμφωνα με το διαβόητο νόμο 4000, η αστυνομία συλλάμβανε τους νεαρούς ταραξίες, τους κούρευε με την «ψιλή» και τους διαπόμπευε δημόσια κρεμώντας τους στο λαιμό ταπεινωτικές πινακίδες.
Η πρόθεση αυτή για αναχαίτιση της «θρασύτητας» των «οχληρών νέων» υποδήλωνε «τον φόβο των ενηλίκων για τη σταδιακή απομάκρυνση των νέων από την κοσμιότητα που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των νέων παραδοσιακά, και η οποία έδειχνε πως μετά την εμφάνιση του ροκ εν ρολ στην ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε υποχώρηση.»
Διαβάστε περισσότερα στο neolaia.gr 

Πηγή

About moneyreview