Έχοντας ζήσει τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής της στην Ελλάδα ως ανταποκρίτρια μεγάλων ειδησεογραφικών πρακτορείων και ΜΜΕ και έχοντας υπάρξει υποψήφια για το βραβείο Όργουελ (2001) και βραβευθείσα από τη Διεθνή Αμνηστία, η Helena Smith γνωρίζει καλά τη σημασία του να καλύπτεις δημοσιογραφικά την Ελλάδα. Μιλώντας στον Guardian, η Βρετανίδα δημοσιογράφος περιγράφει τις δυσκολίες και τις προκλήσεις, τα γεγονότα που σημάδεψαν την ταραχώδη τελευταία δεκαετία και τη σχέση της χώρας μας με την άκρα δεξιά.
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε ως δημοσιογράφος στην Αθήνα;
Κάθε χώρα έχει τις δικές της προκλήσεις και το να γράφεις για τους Έλληνες και την Ελλάδα περιλαμβάνει τους δικούς του κινδύνους. Πλέον δεν είναι τόσο έντονο, αλλά όταν οι Έλληνες αντιλαμβάνονται κάτι ως επίκριση, υπάρχει η τάση να γεννιούνται εντάσεις και να εκφέρονται καταδίκες. Το μακεδονικό ζήτημα, ζητήματα ταυτότητας και εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων είναι τα πλέον ευαίσθητα, όπως και ο εμφύλιος πόλεμος του 1946-49 και οι ταραχές που προηγήθηκαν αυτού.
Είναι βέβαιο ότι έχει παίξει ρόλο και μια φυσική καχυποψία προς τους ξένους, που προκύπτει ως αποτέλεσμα δεκαετιών εμπλοκής στα εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδας. Ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε μια ακροδεξιά εφημερίδα σε ένα φαινομενικά αθώο θέμα για την αντιπαλότητα Αθήνας-Θεσσαλονίκης στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Είχε εκδοθεί με banner στο εξώφυλλο που έγραφε «Ο Guardian και το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών διχοτομούν τη χώρα μας».
Χρόνια αργότερα, ο συνταξιούχος πλέον εκδότης της εφημερίδας μου είπε ότι για να αποφασίσει να δημοσιεύσει αυτό το θέμα με τόση ένταση, θα πρέπει να ήταν σε «εξαιρετικά συνωμοσιολογική διάθεση».
Στην περίοδο διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου έλαβα απειλές για τη ζωή μου, που έκαναν τη βρετανική πρεσβεία να αποστείλει αξιωματικό πολιτικής προστασίας για να ψάξει ενδελεχώς το σπίτι μου.
Ποιες είναι οι πιο μεγάλες στιγμές στην καριέρα σας μέχρι σήμερα;
Όταν μια ιστορία καταφέρνει να δημιουργήσει αντιδράσεις που φέρνουν αλλαγή προς το καλύτερο. Αυτό συνέβη με βεβαιότητα με το θέμα για τα μωρά του Κοσόβου που είχαν συλληφθεί μετά από βιασμό της μητέρας τους. Χρόνια αργότερα, υποστηρικτές ανθρώπινων δικαιωμάτων μιλούσαν για τις επιδράσεις αυτού του άρθρου, που είχε βοηθήσει να γίνει ορατός ο ανθρώπινος πόνος.
Η Ελλάδα μπορεί να είναι η χώρα των ηρώων της μυθολογίας, όμως εδώ γνώρισα και αρκετούς σύγχρονους ήρωες. Μεγάλοι Έλληνες, όπως ο Μανόλης Γλέζος, ένας άνδρας που συνδύαζε την ταπεινότητα και την αντοχή με μια εξαιρετική αποφασιστικότητα και δύναμη πνεύματος.
Ο χαρακτηρισμός μου ως «βρώμικο κουρέλι» από το Εθνικό Μέτωπο του Ζαν Μαρί Λεπέν, όταν κολύμπησα για να του πάρω συνέντευξη από μια προβλήτα στην Κέρκυρα ήταν εξαιρετικά κολακευτικός, ενώ αντίστοιχα συναισθήματα μου προκάλεσε ο χαιρετισμός από τον πάπα Φραγκίσκο στη Λέσβο και τα εκατοντάδες άτομα γύρω μου τη στιγμή που αποβιβαζόταν στο αεροδρόμιο της Μυτιλήνης.
Συγκινητική ήταν η αναφορά του Μπαράκ Ομπάμα σε κείμενό του στο τελευταίο του ταξίδι ως πρόεδρος των ΗΠΑ. Ήταν η τελευταία του σημαντική ομιλία σε ξένο έδαφος, μόλις δυο εβδομάδες πριν την αναπάντεχη νίκη του Τραμπ, και επέλεξε να επαναλάβει τα λόγια της Μέλιας Ελευθεριάδη, μιας νομαρχιακής υπαλλήλου που μου είχε δώσει συνέντευξη στην κορύφωση της προσφυγικής κρίσης, λέγοντας ότι γυναίκες όπως εκείνη του έδιναν ελπίδα. Είχα συναντήσει τυχαία τη Μέλια, έξω από το ΟΑΚΑ όπου παρέδιδε ανθρωπιστική βοήθεια για τους πρόσφυγες. Περιέγραφε τη γενναιοδωρία που είχε βιώσει παρά το δράμα του δημόσιου χρέους που είχε τσακίσει τόσο πολλούς Έλληνες. Σε αυτό το πλαίσιο είχε πει: «Αυτό που αισθανόμαστε αυτή τη στιγμή, είναι ότι όλοι ζούμε κάτω από τον ίδιο ήλιο. Ερωτευόμαστε κάτω από το ίδιο φεγγάρι. Είμαστε όλοι άνθρωποι –είμαστε υποχρεωμένοι να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους».
Η φράση της ήταν τόσο όμορφη που την υπογράμμισα στο σημειωματάριό μου. Όταν άκουσα τον Ομπάμα να επαναλαμβάνει τα λόγια της λαμβάνοντας ενθουσιώδη χειροκροτήματα οκτώ μήνες αργότερα, έκανα παύση για να θαυμάσω τη δύναμη του ρεπορτάζ, σε μια εποχή που ο άνδρας που είχε φέρει τις κραυγές περί «fake news» στον πολιτικό διάλογο είχε μόλις κερδίσει τις αμερικανικές εκλογές.
Πώς ήταν η εμπειρία του ρεπορτάζ για την κρίση χρέους;
Η Ελλάδα δεν βγήκε από το τελευταίο bailout μέχρι το 2008. Η κρίση ξεκίνησε στα τέλη του 2009, και στην κορύφωσή της, όταν μια χαοτική έξοδος από την ευρωζώνη έμοιαζε αναπόφευκτη, θύμιζε τραίνο που έχει εκτροχιαστεί. Κανείς δεν γνώριζε τι παραμόνευε στην επόμενη στροφή. Ήταν μια υπαρξιακή κρίση που τα εκρηκτικά αποτελέσματά της θα μπορούσαν να παρασύρουν όλη την Ευρώπη. Αυτό έγινε σαφέστερο καθώς ξεδιπλώνονταν τα γεγονότα και από κάποια άποψη έδινε νέο περιεχόμενο στο παλιό ρητό: Να φοβάστε τα μικρά κράτη.
Το 2015, το τραινάκι του τρόμου γινόταν πιο επικίνδυνο. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε με μια ριζοσπαστική αριστερή ατζέντα, υποσχόμενος να «διαγράψει» τα μέτρα λιτότητας που η Αθήνα είχε δεσμευτεί ότι θα εφαρμόσει για την αποτροπή της χρεοκοπίας. Η απόφαση του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να διενεργήσει δημοψήφισμα για τους αφόρητους όρους που είχαν θέσει οι δανειστές, θα ήταν και το κρεσέντο του δράματος.
Δεν αναγνώριζα τη χώρα που αγαπούσα. Είχε μετατραπεί σε μια μεγάλη πληγή. Είχα φίλους που είχαν πληγεί άσχημα και με πονούσε να το βλέπω.
Μια δεκαετία μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, οι άνθρωποι στις περιοχές της μεσαίας τάξης κάτω από την Ακρόπολη δυσκολεύονταν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, η πείνα και η κακή διατροφή αναδύονταν μαζί με την ανεργία και την αστεγία. Είναι βέβαιο ότι η κρίση αποκάλυψε τις αδυναμίες του κράτους. Όμως παράλληλα ανέτρεψε τις προσδοκίες. Παρά το γεγονός ότι είχαν βιώσει την απώλεια με αμέτρητους τρόπους, οι Έλληνες έδειξαν αξιοθαύμαστη δύναμη, και έγιναν τα πρότυπα της εποχής μας για την αντίσταση και της αντοχή.
Η Διεθνής Αμνηστία σας απένειμε βραβείο για την κάλυψη της Χρυσής Αυγής και για άλλα θέματά σας το 2013. Σας ξάφνιασε η δημοτικότητα του κόμματος;
Απολύτως. Παρά το γεγονός ότι οι αναλυτές προέβλεπαν βουτιά στη δημοτικότητα του κόμματος όταν ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015, η Χρυσή Αυγή κράτησε τις έδρες της ως τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της χώρας.
Υπολογίζεται ότι 500.000 Έλληνες ψήφισαν το κόμμα με την αντιμεταναστευτική πλατφόρμα. Μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, οι ηγέτες του κόμματος είχαν κατηγορηθεί για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος.
Ήταν απόδειξη της ικανότητας των εξτρεμιστών να εκμεταλλεύονται όχι μόνο τον φόβο και την απελπισία –των επικίνδυνων παρενεργειών της κρίσης- αλλά και τους φόβους που είχαν προκύψει από την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, την ίδια εποχή που η κρίση χτυπούσε την Ελλάδα. Το κόμμα είχε βρει πολύτιμη υποστήριξη και από τους κόλπους της αστυνομίας και του στρατού. Και οι δύο πρόσφεραν την κάλυψη που επέτρεπε στο κόμμα να επιβιώνει, παρά το γεγονός ότι τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής έσπερναν τον τρόμο στους δρόμους με απίστευτο θράσος.
Υπήρξε κάποιο σημείο καμπής στα συναισθήματα του κόσμου απέναντι στη Χρυσή Αυγή;
Η δολοφονία του δημοφιλούς αντιφασίστα μουσικού, Παύλου Φύσσα, τον Σεπτέμβριο του 2013 ήταν σημείο καμπής. Χρειάστηκε η δολοφονία ενός Έλληνα από ένα δηλωμένο μέλος της Χρυσής Αυγής για να σοκαριστεί η κοινή γνώμη και να ξυπνήσει ξανά το αντιφασιστικό κίνημα. Πριν το θάνατό του, οι επιθέσεις σε μετανάστες γίνονταν ανεκτές από τις αρχές.
Καθώς η δίκη προχωρούσε και ο φάκελος με τα ενοχοποιητικά στοιχεία της υπόθεσης μεγάλωνε, χάρη στις προσπάθειες γυναικών δικαστικών, η υποστήριξη άρχισε να μειώνεται.
Η Χρυσή Αυγή αυτοπαρουσιαζόταν ως εθνικιστική δύναμη, απορρίπτοντας μέχρι το τέλος κάθε ταμπέλα που τη συνέδεε με το ναζισμό ή το φασισμό. Μεταμφίεζε σε πατριωτισμό τη ρατσιστική της ιδεολογία.
Μέχρι τον Ιούλιο του 2019, όταν η Ελλάδα είχε περάσει σχεδόν ένα χρόνο στην «κανονικότητα» που ακολούθησε το bailout, το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας κατάφερε να νικήσει παίζοντας και η ίδια το χαρτί του εθνικισμού. Από τη στιγμή που η Χρυσή Αυγή δεν κατάφερε να ξαναμπεί στο κοινοβούλιο, ήταν θέμα χρόνου μέχρι οι εσωτερικές διαμάχες και αδυναμίες να σφραγίσουν τη μοίρα της.
Έχει ξεριζωθεί εντελώς;
Η εποχή εκείνη έχει τελειώσει. Η Χρυσή Αυγή έπεσε θύμα της ίδιας της της ροπής στη βία. Η ηγεσία του κόμματος έλαβε ποινές 13 ετών και αναμένεται να μείνει στη φυλακή για πολύ καιρό ακόμα. Όμως είναι πιο δύσκολο να ξεριζωθούν οι ιδέες που οδήγησαν στην απότομη άνοδό της. Οι ακροδεξιοί εθνικιστές θα θελήσουν να ανασυνταχθούν και ενδέχεται ακόμη και να δουν τη δημοτικότητά τους να αυξάνεται αν οι διαβρωτικές επιπτώσεις της πανδημίας γίνουν υπερβολικά αισθητές και η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση ενταθεί και πάλι.