Τα στοιχεία για το ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο του 2020 ήρθαν να υπογραμμίσουν το μέγεθος της οικονομικής κρίσης. Η χώρα μας δείχνει να έχει –σε αυτή τη φάση– τις χειρότερες οικονομικές επιδόσεις στην Ευρώπη, τουλάχιστον με βάση τα στοιχεία που μέχρι τώρα υπάρχουν.
Με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε όρους όγκου, κατά το 3ο τρίμηνο 2020 παρουσίασε αύξηση κατά 2,3%, σε σχέση με το 2ο τρίμηνο 2020, ενώ σε σύγκριση με το 3ο τρίμηνο 2019 παρουσίασε μείωση κατά 11,7%.
Συγκριτικά τα αντίστοιχα στοιχεία για το σύνολο της ΕΕ-27 είναι αύξηση κατά 11,6% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μείωση 4,3% σε ετήσια βάση. Στην ευρωζώνη, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι αύξηση κατά 12,6% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μείωση 4,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Το δύσκολο τρίτο τρίμηνο
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες το τρίτο τρίμηνο ήταν αυτό της μεγάλης ανάκαμψης. Εκεί το «άνοιγμα» των οικονομιών (και των κοινωνιών) μετά τον αρχικό εγκλεισμό οδήγησε σε σημαντικά ανάκαμψη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ενδεικτικά αναφέρουμε το 16,7% της Ισπανίας, το 18,2% της Γαλλίας, το 16,1% της Ιταλίας, το 13,3% της Πορτογαλίας. Είναι αλήθεια ότι σε κάποιες περιπτώσεις, όπως η Ισπανία, ακόμη και τέτοια ανάκαμψη δεν κάλυψε το μέγεθος της υποχώρησης στο πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο, όμως ακόμη και σε αυτή την περίπτωση υποχώρηση σε ετήσιο επίπεδο είναι μικρότερη από την ελληνική (για την περίπτωση της Ισπανίας η υποχώρηση σε ετήσια βάση στο τρίτο τρίμηνο ήταν 8,7%, δηλαδή μικρότερη από την ελληνική).
Η εξάρτηση από τον τουρισμό
Η υποχώρηση αυτή εκτός όλων των άλλων εκφράζει και την ειδική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό. Παρά την προσπάθεια προσέλκυσης τουριστών είναι σαφές ότι η μείωση των αφίξεων, εξαιτίας της όλης παγκόσμιας συνθήκης, σήμαινε πολύ μεγάλη απώλεια τουριστικού εισοδήματος που αποτυπώνεται και στα δεδομένα του ΑΕΠ.
Δηλαδή, το απλό άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς και η επιστροφή σε κάποιου είδους «κανονικότητα» μετά τον Ιούνιο δεν κατάφερε να μεταφραστεί σε μια μεγάλη ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική και αυτό εξηγεί τη μικρή συγκριτικά ανάκαμψη στο τρίτο τρίμηνο σε σχέση με το δεύτερο.
Η αναμέτρηση με το μέγεθος της κρίσης
Το μόνο θετικό στοιχείο στην τρέχουσα εκδοχή των εκτιμήσεων για το ΑΕΠ είναι ότι η Ελλάδα δεν φορτώνεται αυτή τη στιγμή και το βάρος μιας υποχώρησης για το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς, όπου τα τρέχοντα δεδομένα δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έτρεχε ακόμη στο οριακά θετικό πρόσημο του 0,4% σε ετήσια βάση, όπως και ότι η ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο εκτιμάται τώρα στο 14,2% σε ετήσια βάση.
Όμως, οι βασικές δυναμικές δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν θετικές. Το γεγονός ότι το τρίτο τρίμηνο κινήθηκε – σε ετήσια βάση – σε αρκετά αρνητική τάση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του τελευταίου τριμήνου είναι σε καθεστώς lockdown, με κλειστά εμπορικά καταστήματα και εστίαση και περιορισμούς στην κυκλοφορία σημαίνει ότι μια δυναμική συρρίκνωσης θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της χρονιάς, κάτι που ήδη φαίνεται σε προβλέψεις για συνολική ετήσια ύφεση σε διψήφιο ποσοστό. Γιατί μπορεί αυτό το lockdown να μην έχει την αίσθηση «παγώματος» που είχε το πρώτο, όμως σίγουρα σημαίνει πολύ μεγάλη οικονομική υποχώρηση.
Αυτό διαμορφώνει ένα δυσμενές τοπίο για την ελληνική οικονομία, που εκτός άλλων «εισπράττει» και την αρνητική δυναμική από τις χώρες με τις οποίες κυρίως συναλλάσσεται.
Το ερώτημα για τις κοινωνικές επιπτώσεις
Το γεγονός ότι υπάρχει ένα εκτεταμένο φάσμα από μέτρα όπως οι αναστολές συμβάσεων και διάφορες μορφές αναστολής πληρωμών υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα νοικοκυριά έχουν αναπτύξει πιο αποτελεσματικές «τεχνικές επιβίωσης», εξηγεί γιατί αυτή η οικονομική συρρίκνωση δεν έχει μέχρι τώρα μετατραπεί σε μια ανοιχτή κοινωνική κρίση, παρά το μέγεθος της ύφεσης. Αυτή, άλλωστε, ήταν και μια προτεραιότητα των κυβερνητικών μέτρων.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι σε βάθος χρόνου αυτό μπορεί να διατηρηθεί ως συνθήκη. Μια παρατεταμένη ύφεση δεν μπορεί παρά να μετατραπεί και αύξηση της ανεργίας (που στην Ελλάδα παρέμενε σε ποσοστά πολύ υψηλότερα των ευρωπαϊκών μέσων όρων) αλλά και κλεισίματα επιχειρήσεων.
Είναι δε πιθανό η απλή επανεκκίνηση της οικονομίας, που αυτή τη στιγμή δεν είναι γνωστό πότε πραγματικά θα γίνει, εφόσον ακόμη και με το εμβόλιο είναι πιθανό να πάμε σε κάποιου είδους περιοριστικά μέτρα μέχρι την άνοιξη, να μην αρκεί για να μπορέσει να αντιστραφεί η υφεσιακή δυναμική και αυτό θα αποτελέσει δοκιμασία για το όποιο πραγματικό «κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας» ακόμη υπάρχει.
Το αγωνιώδες βλέμμα προς τις Βρυξέλλες
Αυτό εξηγεί γιατί τα κυβερνητικά βλέμματα είναι στραμμένα με αρκετά αγωνιώδη τρόπο στις Βρυξέλλες.
Για την ελληνική οικονομία το ξεμπλοκάρισμα της διαπραγμάτευσης για τον πολυετή προϋπολογισμό και κυρίως για το «Ταμείο Ανάκαμψης» αποκτά ξεχωριστή σημασία.
Και αυτό γιατί είναι εμφανές ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται επειγόντως μια εισροή πόρων (κυρίως του Ταμείου Ανάκαμψης που έχουν πιο άμεσο ορίζοντα) για να μπορέσει να καλύψει ένα μέρος των μεγάλων απωλειών που υπήρξαν το προηγούμενο διάστημα.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί και την ανάγκη αναμέτρησης με τα «δομικά» όρια της ελληνικής οικονομίας. Η εικόνα του ΑΕΠ για το τρίτο τρίμηνο είναι από μόνη της ένα ισχυρό επιχείρημα για την ανάγκη σταδιακής απεμπλοκής από τη «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού και την επανεξέταση συνολικά του αναπτυξιακού «υποδείγματος».