Το τραγούδι «Που ‘σαι Θανάση» , που ερμήνευσε για πρώτη φορά ο Γιώργος Ζαμπέτας στις αρχές της δεκαετίας του ’70, τραγουδιέται μέχρι σήμερα.
Είχα έναν παλιόφιλο, τα ίχνη του έχω χάσει σ’ ένα στέκι απόμερο, το στέκι του Θανάση Πού ‘σαι Θανάση, Πού ‘σαι Θανάση ήθελα να σ’ αντάμωνα, η γρουσουζιά να σπάσει
Η επιτυχία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον ερμηνευτή του, καθώς τόσο ο «Θανάσης» όσο και ο δημιουργός του, σχετίζονταν μαζί του.
Ποιος ήταν ο Θανάσης;
Ο Θανάσης που αναφέρεται στο τραγούδι ήταν ένας τακτικός θαμώνας ενός μαγαζιού της οδού Πατησίων, όπου εμφανιζόταν ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Ο θαυμαστής του τραγουδιστή του έλεγε συχνά: «Ε, ρε Ζαμπέτα. Ξέρεις από πού έρχομαι για να δω το κάδρο σου;». Μετά από τις πολλές επισκέψεις ο μαέστρος τον έμαθε και όταν τον έβλεπε να μπαίνει στο μαγαζί του φώναζε, «που’ σαι Θανάση».
Κάποια στιγμή ο φανατικός θαυμαστής σταμάτησε να πηγαίνει στο μαγαζί με αποτέλεσμα ο Ζαμπέτας άρχισε να μονολογεί: «που ‘σαι Θανάση».
Δεν είναι γνωστό αν ο στιχουργός άκουσε τον Ζαμπέτα και έγραψε τους στίχους ή αν ο ίδιος ο μαέστρος το είχε «παραγγείλει».
Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή «Τσάντας» συνήθιζε να γράφει στίχους κατά παραγγελία. Το σίγουρο είναι πως το τραγούδι έφτασε στα χέρια του Ζαμπέτα αμέσως μετά τον θάνατο του στιχουργού.
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο τραγουδιστής στη βιογραφία του, επιστρέφοντας από μια σειρά εμφανίσεων στο εξωτερικό, πληροφορήθηκε τα άσχημα νέα για τον χαμό του φίλου του. Αμέσως πήγε στο σπίτι του για να συλλυπηθεί τη σύζυγό του. Η χήρα τον ενημέρωσε πως ο άντρας της λίγο πριν φύγει από τη ζωή, της ζήτησε να δώσει στον Ζαμπέτα τους στίχους για ένα τραγούδι.
Ήταν οι στίχοι για τον Θανάση, οι οποίοι συγκίνησαν διπλά τον τραγουδιστή. Τόσο λόγω της ανάμνησης του θαυμαστή του, όσο και για την απώλεια του αγαπημένου του συνεργάτη.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας περιέγραψε πως έφτασαν οι στίχοι στα χέρια του:
Ποιος ήταν ο «Τσάντας»
Πολλά τραγούδια που φέρουν την υπογραφή του σαν στιχουργό, είναι πασίγνωστα. Το όνομα του, σχεδόν άγνωστο, αποδεικνύοντας πως οι δημιουργοί και ειδικά οι στιχουργοί, τις προηγούμενες δεκαετίες παρέμεναν στην αφάνεια.
«Ο πιο καλός ο μαθητής», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Άναψε το τσιγάρο δως μου φωτιά», «Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει», είναι μόνο μερικά από τα διάσημα τραγούδια του. Ο στιχουργός υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Ταμβάκης», που ήταν το πατρικό της συζύγου του. Στη μουσική «πιάτσα» όμως, ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Τσάντας» που λέγεται ότι ήταν δημιούργημα του Στράτου Παγιουμτζή.
Ο Βασιλειάδης συνήθιζε να κουβαλά μαζί του στα μουσικά στέκια που σύχναζε μια τσάντα που έμοιαζε με χαρτοφύλακα, μέσα στην οποία φύλαγε τους στίχους του. Παρόλο που οι στίχοι του ήταν καλοί, ο Τσάντας ή Λόγιας, όπως ήταν το δεύτερο προσωνύμιο του, δεν είχε καταφέρει να «δικτυωθεί» και έτσι συχνά αναγκαζόταν να τους πουλάει πολύ φτηνά ή ακόμα και να τους χαρίζει, προκειμένου να γίνει γνωστός. Έχει χαρακτηριστεί σαν διάσημος «άγνωστος», ενώ μετά τον θάνατό του καταγράφηκαν σαν δικά του, περισσότερα από 1.400 τραγούδια. Ο στιχουργός Κώστας Βίρβος μάλιστα, έχει αναφέρει πως πριν από τη δική του εμφάνιση στο χώρο του τραγουδιού, οι μόνοι επαγγελματίες στιχουργοί ήταν ο Βασιλειάδης και η Ευτυχία Παπαγιανοπούλου.
Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 25 Ιανουαρίους 1902 στο Τσανάκ Καλέ, ήρθε στην Ελλάδα σαν πρόσφυγας και εγκαταστάθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Μιλούσε πέντε γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και γι’ αυτό εργάστηκε σαν μεταφραστής. Ωστόσο, η συγγραφή στίχων ήταν η μεγάλη του αγάπη, την οποία αποφάσισε να κάνει επάγγελμα, χωρίς όμως να κερδίσει αρκετά χρήματα.
Η αναγνώριση ήρθε μετά θάνατον και οι στίχοι του τραγουδιούνται ακόμα.
πηγή : mixanitouxronou