Γεννήθηκε το 1961 σε μία ήσυχη γειτονιά της Νέας Ζηλανδίας. Όταν ήταν μικρός τον γοήτευαν ταινίες κινουμένων σχεδίων και ταινίες με τέρατα. Κυρίως του άρεσαν οι ταινίες του Ρέι Χαριχάουζεν. Η αγαπημένη του όμως ήταν ο Κινγκ Κονγκ, στην οποία και έκλαψε. Κάποια στιγμή, άρπαξε την κάμερα του πατέρα του και άρχισε να γυρίζει ταινίες με τέρατα, μόνος του. Χρησιμοποιούσε πλαστελίνη για να φτιάξει τα τέρατα και έπαιζε και εκείνος. Άλλες φορές γύριζε πολεμικές ταινίες με τους ελάχιστους φίλους που είχε. Αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωνε καμία ταινία διότι γρήγορα έχανε το ενδιαφέρον. Το 1976 σκηνοθέτησε την ταινία μικρού μήκους «The Valley», στην οποία φαίνεται να πολεμάει ένα τέρας φτιαγμένο από πλαστελίνη. Τ
ην υπέβαλε σε τοπικό διαγωνισμό νέων σκηνοθετών αλλά δεν κέρδισε. Στο σχολείο δεν ήταν ιδιαίτερα καλός μαθητής. Οι συμμαθητές του τον θεωρούσαν φυτό επειδή γύριζε ταινίες στο σπίτι μόνος. Ήταν μοναχοπαίδι αλλά το έβλεπε ως προνόμιο. Πίστευε πως τον βοήθησε να καλλιεργήσει την φαντασία του, επειδή έπρεπε να φαντάζεται συνεχώς διάφορες καταστάσεις ώστε να μην νοιώθει μόνος. Όταν τελείωσε το λύκειο εργάστηκε ως τσιγκογράφος. Τότε ήταν που αγόρασε επαγγελματική κάμερα με φιλμ και άρχισε να γυρίζει ταινία με εξωγήινους εισβολείς. Μάζεψε μία ομάδα φίλων και κάθε Σαββατοκύριακο γύριζαν σκηνές.
Προκειμένου να φτιάξει τους εξωγήινους, κατασκεύασε μάσκες που τις έψηνε στον φούρνο της μητέρας του. Έπεισε τους γονείς του να πάρει άδεια για να κάνει γυρίσματα σε ένα ιστορικό κτίριο, εκείνο το καλοκαίρι. Κατασκεύασε με τους φίλους του μέχρι και τρία μοντέλα του κτιρίου για να το ανατινάξει. Τα γυρίσματα διήρκεσαν τελικά 4 χρόνια και το αποτέλεσμα ήταν μία «σπλατεριά», μια ιδιαίτερα βίαιη ταινία, στην οποία ο ίδιος έπαιζε τρεις διαφορετικούς ρόλους. Στην ταινία κόβονται χέρια, πόδια, κεφάλια, άνθρωποι τρώγονται ζωντανοί, πέφτουν από γκρεμούς και σπίτια εκτοξεύονται στο διάστημα. Όλα τα εφέ τα έκανε μόνος του. Η ταινία έφτασε σε ειδική προβολή των Κανών και τον καταξίωσε ως σκηνοθέτη καλτ ταινιών. Είχε ζήτηση από διάφορα στούντιο, ακόμη και από την εταιρεία παραγωγής του Ντάστιν Χόφμαν. Συνέχισε να σκηνοθετεί στη χώρα του σπλατεριές χαμηλού προϋπολογισμού οι οποίες διακρίνονταν για την μακάβρια αίσθηση χιούμορ και το άφθονο αίμα. Μερικές από αυτές ήταν το «Meet the Feebles», «Κυνηγός Φαντασμάτων» και «Braindead», η ταινία με το περισσότερο αίμα όλων των εποχών.
Το 1995 συνεργάστηκε με την νεαρή Κέιτ Γουίνσλετ σε μια ταινία στην οποία εκείνος προτάθηκε για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου. Η ταινία βασιζόταν στην πραγματική ιστορία της Πολίν Πάρκερ που δολοφόνησε την μητέρα της με την βοήθεια της καλύτερης φίλης της. Παρά τις προσφορές από το Χόλιγουντ εκείνος επέμενε να εργάζεται στη χώρα του. Το 1997 ξεκίνησε μαζί με τη σύζυγό του την παραγωγή μίας επικής ταινίας που διήρκεσε 5 ολόκληρα χρόνια. Όταν η χρηματοδότηση κατέρρευσε είχε ήδη κατασκευάσει τα περισσότερα σκηνικά και κοστούμια της ταινίας. Χωρίς άλλη επιλογή, γύρισε ντοκιμαντέρ για να επιδείξει όλη την προσπάθεια που είχε γίνει για την επική ταινία και το έστειλε στο Χόλιγουντ. Του απάντησαν μόνο δύο στούντιο και του ζήτησαν να κλείσει ραντεβού. Ωστόσο, εκείνος, στην προσπάθειά του να τους πείσει να χρηματοδοτήσουν την ταινία, έκανε τάχα πως είχε πολλή δουλειά λόγω ζήτησης από άλλα στούντιο. Το τελευταίο στούντιο δέχτηκε όχι απλώς να χρηματοδοτήσει την ταινία αλλά να την «σπάσει» σε τρεις, όπως και τα βιβλία στα οποία βασιζόταν.
Τελικά, οι ταινίες γυρίστηκαν όλες ταυτόχρονα στην χώρα του με συνολικό προϋπολογισμό 281 εκατομμυρίων δολαρίων. Γνώρισαν τεράστια εισπρακτική επιτυχία και κέρδισαν συνολικά 17 Όσκαρ. Ήταν η τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Το 2005 σκηνοθέτησε το ριμέικ της αγαπημένης του ταινίας «Κινγκ Κονγκ». Ο Σπίλμπεργκ, όταν είδε τα εφέ του «Άρχοντα των Δαχτυλιδών», ζήτησε να τον βοηθήσει στην σκηνοθεσία της ταινίας «Τεν Τεν». Ο εικονιζόμενος σκηνοθέτης είναι ο Πίτερ Τζάκσον.
πηγή : mixanitouxronou.gr