Οι άνθρωποι, για να μπορέσουν να πιστέψουν στον Θεό, αχρηστεύουν μια βασική εγκεφαλική λειτουργία: Την αναλυτική σκέψη.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν ερευνητές. Επίσης διαπιστώθηκε ότι αυτοί οι άνθρωποι συμπάσχουν περισσότερο (με ανθρώπους, καταστάσεις κτλ) σε σχέση με εκείνους που δεν πιστεύουν.
Η ακριβώς αντίθετη λειτουργία γίνεται όταν σκεφτόμαστε και προσπαθούμε να αναλύσουμε τον φυσικό κόσμο.
«Όταν τίθεται ένα θέμα πίστης, θεωρείται παράλογο από την πλευρά της αναλυτικής σκέψης» λέει ο επικεφαλής της έρευνας καθηγητής Tony Jack. Αλλά, από όσα καταλαβαίνουμε για τον εγκέφαλο, η πίστη στα υπερφυσικά οδηγεί στο να παραμερίσουμε τον κριτικό/αναλυτικό τρόπο σκέψης για να μας βοηθήσει να επιτύχουμε μεγαλύτερη κοινωνική και συναισθηματική διορατικότητα».
Σε μια ανάλυση 8 πειραμάτων, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό PLOS ONE, οι ερευνητές μέτρησαν στην σχέση μεταξύ της πίστης στον Θεό και των μετρήσεων της αναλυτικής σκέψης και τις ηθικές ανησυχίες. Σε κάθε ένα από τα 8 πειράματα έλαβαν μέρος από 159 έως 527 άτομα.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής, όσοι πιστεύουν σε κάτι υπερφυσικό όπως ο Θεός, βάζουν στην άκρη τις διεργασίες κριτικής και αναλυτικής σκέψης ώστε να τα καταφέρουν. Επίσης όταν κάποιος βάζει στην άκρη τη νατουραλιστική κοσμοθεωρία του, του επιτρέπεται να εμβαθύνει τη συναισθηματική-κοινωνική πλευρά του.
Ο επικεφαλής καθηγητής εξηγεί ότι αυτό δείχνει πώς επιζούν οι θρησκείες στο πέρασμα του χρόνου.
Ωστόσο η αναλυτική σκέψη δεν χάνεται και οι δύο τρόποι σκέψεις (ή δίκτυα όπως αναφέρονται) μπορούν να συνυπάρχουν. Ο ανθρώπινο εγκέφαλος μπορεί να χρησιμοποιεί τα δύο δίκτυα: Όταν του παρουσιαστεί ένα πρόβλημα φυσικής ή ένα ηθικό ζήτημα, ένας υγιής εγκέφαλος ενεργοποιεί το κατάλληλο δίκτυο ενώ καταστέλλει το άλλο.
Πηγή: Independent