Τέλη 2016, ο Α. Λοβέρδος επέστρεφε από μια εκδρομή με τα παιδιά του. Σταματάει κάπου στην Εθνική Οδό επειδή πεινούσαν οι μικροί κι ακούει στο ραδιόφωνο να λένε για μια υπόθεση Novartis στις ΗΠΑ που φέρεται να εμπλέκει (και) «έλληνες αξιωματούχους».
Αργότερα οι ΗΠΑ θα διευκρινίσουν πως με τον όρο «αξιωματούχος» δεν εννοούσαν φυσικά πολιτικούς αλλά στελέχη του ευρύτερου δημόσιου τομέα υγείας.
Στην Εθνική Οδό όμως ο Λοβέρδος δεν ήξερε τίποτα για αξιωματούχους ή πολιτικούς. Δεν ήξερε καν τη Novartis!
Κυρίως όμως δεν γνώριζε ότι ξεκινούσε ένας εφιάλτης για τον ίδιο και την οικογένειά του που θα συνεχιζόταν τα επόμενα τέσσερα χρόνια κι έως πρόσφατα.
Τον εφιάλτη περιγράφει με ακρίβεια ο ίδιος σε ένα βιβλίο που περισσότερο αποτελεί την προσωπική μαρτυρία μιας αδιανόητης πολιτικής περιπέτειας με τίτλο «Απόπειρα Δολοφονίας» (εκδόσεις Ινδικτος). Κυκλοφόρησε προ ημερών.
– Αυτά έχει η πολιτική, ίσως πείτε.
Η αλήθεια είναι ότι καμία πολιτική δεν τα έχει αυτά. Τα αποκτά μόνο όταν την πολιτική οικειοποιείται μια συμμορία παλιανθρώπων με ένα σχέδιο.
Ποιο ήταν το σχέδιο στην προκειμένη περίπτωση;
Να εμπλέξει σε μια ποινική υπόθεση κορυφαίους πολιτικούς αντιπάλους της ώστε να αποκτήσει ένα ηθικό και πολιτικό προβάδισμα στον δρόμο προς τις εκλογές.
Πρόβα τζενεράλε της μεθόδου ήταν η λίστα Λαγκάρντ. Είχε χρησιμοποιηθεί (αν και σε μικρότερο βαθμό…) από τους ίδιους ανθρώπους και για τον ίδιο σκοπό στις εκλογές του 2015.
Τότε, τον Σεπτέμβριο 2015, τα νήματα είχε κινήσει ο (υπηρεσιακός) υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Θάνου.
Ηταν ένας πρώην εισαγγελέας, προϊόν της βαθιάς δικαστικής Δεξιάς, που είχε παίξει ρόλο σε πολλές υποθέσεις της καραμανλικής διακυβέρνησης. Διετέλεσε εισαγγελέας αρμόδιος για την τρομοκρατία και κατέληξε (για λίγους μήνες) διοικητής της ΕΥΠ.
Το 2009, πολιτικός προϊστάμενός του ήταν ο Προκόπης Παυλόπουλος. Το 2015, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν κυβέρνηση κι ο Παυλόπουλος είχε γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ο πρώην εισαγγελέας λεγόταν Δ. Παπαγγελόπουλος. Εκτοτε τον ξανασυναντήσαμε ως δραστήριο κυβερνητικό παράγοντα της «πρώτης φοράς Αριστερά» όχι μόνο με άλλα πολιτικά αφεντικά αλλά και με ευρύτερες φιλοδοξίες.
Υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ, υπόθεση Βγενόπουλου, υπόθεση Μιωνή, υπόθεση Λαυρεντιάδη, όλα τα νήματα κατέληγαν σε εκείνον και τους εισαγγελείς που ήλεγχε ή καθοδηγούσε.
Την άνοιξη 2017, όταν οι τράπεζες δεν μπορούσαν να αποτρέψουν την έκδοση των «ΝΕΩΝ» και του «ΒΗΜΑΤΟΣ» (πριν αποκτηθούν σε πλειστηριασμό από τον Β. Μαρινάκη…) οι κυβερνητικοί παράγοντες με πρώτον τον τότε υπουργό Ν. Παππά απειλούσαν τις διοικήσεις των τραπεζών πως «αν δεν τους κλείσετε, θα σας στείλω την Εισαγγελία Διαφθοράς».
Η εν λόγω Εισαγγελία φυσικά παρενέβη αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ευτυχώς… Το βέβαιο είναι ότι η διαφθορά (και η αρμόδια Εισαγγελία της…) είχε αναδειχθεί σε μοχλό διακυβέρνησης.
Ολη αυτή η μεθόδευση δεν ήταν τελικά τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την προσπάθεια μιας συμμορίας ασυνείδητων πολιτικών, ενεργούμενων δικαστικών κι ενός δημοσιογραφικού-εκδοτικού υποκόσμου να ελέγξουν την πολιτική ζωή του τόπου.
Να την καταστήσουν όμηρο (και παράρτημα της τσέπης τους) απειλώντας, πιέζοντας κι εκβιάζοντας υπέρ της «πρώτης φοράς». Χωρίς φυσικά να στείλουν ποτέ στη φυλακή κανέναν «διεφθαρμένο».
Τα περισσότερα της συνέχειας είναι γνωστά. Αλλωστε όλοι τους πλέον βρίσκονται αντιμέτωποι με τη Δικαιοσύνη – θα την αφήσουμε να κάνει τη δουλειά της.
Αλλά πάμε πίσω στη Novartis που έμπλεξε τον Λοβέρδο κι άλλους εννέα κορυφαίους ή λιγότερο κορυφαίους πολιτικούς.
Η υπόθεση είχε τρεις πτυχές.
Πρώτον, την οικειοποίηση μιας έρευνας στην Αμερική, η οποία υποτίθεται ότι είχε και ελληνικές προεκτάσεις. Φυσικά τα περίφημα στοιχεία του FBI δεν εμφανίστηκαν ποτέ.
Στην εκδοχή αυτή συνέπραξε και μια μερίδα του Τύπου σε απευθείας σύνδεση όπως φαίνεται με τους καθοδηγούμενους δικαστικούς κύκλους και τους καθοδηγητές τους («Δημοκρατία», «Εφημερίδα των Συντακτών», «Documento» κ.λπ.).
Κάποιοι από αυτούς ερευνώνται σήμερα από τη Δικαιοσύνη ή διώκονται για σύσταση συμμορίας.
Στην πολιτική αξιοποίηση της σκανδαλολογίας συμμετείχαν και παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ, με πιο χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις Πολάκη, Τζανακόπουλου και Κούλογλου.
Υποθέτω ότι η εμπλοκή των τελευταίων ήταν εθελοντική κι υπηρετούσε καθαρά πολιτικές ή προσωπικές σκοπιμότητες. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις…
Δεύτερον, τον επισύναψη στη διεθνή έρευνα μιας «ελληνικής διάστασης» μέσα από κατασκευασμένες καταθέσεις προστατευόμενων μαρτύρων. Καταθέσεις που αποδείχτηκαν όχι μόνο παράτυπες, κακόβουλες ή ανυπόστατες αλλά και ιδιοτελείς.
Συνεπώς πολλαπλά αναξιόπιστες.
Τρίτον, την απουσία κάθε άλλου στοιχείου που να επιβεβαιώνει τις μαρτυρίες αυτές.
Είναι χαρακτηριστικό πως τα σχεδόν τρία χρόνια που μεσολάβησαν από τον Φεβρουάριο 2018 η έρευνα δεν προχώρησε ούτε εκατοστό.
Από τους δέκα εμπλεκόμενους πολιτικούς οι επτά υποθέσεις τέθηκαν στο αρχείο. Οι δυο παραμένουν ανοιχτές αλλά χωρίς να έχει προκύψει τίποτα αξιόλογο διότι διαφορετικά θα είχε ασκηθεί δίωξη. Και μόνο σε έναν εξ αυτών ασκήθηκε δίωξη χωρίς κανένα πρόσθετο στοιχείο για ένα αδίκημα που έχει παραγραφεί και μόνο επειδή ο ίδιος αρνήθηκε να επικαλεστεί την παραγραφή.
Αν δεν ήταν ένα αποτυχημένο πολιτικό σχέδιο, θα αποτελούσε ένα πρωτοφανές δικαστικό φιάσκο.
Με τη σοφία του χρόνου που μεσολάβησε και φρεσκάροντας τη μνήμη μου με τη μαρτυρία του Λοβέρδου, μου γεννήθηκε μια ουσιώδης απορία.
Οχι ποιος σκαρφίστηκε τη μεθόδευση της αλητείας – δυστυχώς, πάντα υπάρχουν πρόθυμοι παλιάνθρωποι…
Αλλά πώς μπόρεσαν να φανταστούν οι εγκέφαλοί της πως αυτό το εφιαλτικό σχέδιο και θα επιτύχει αλλά κι οι ίδιοι θα ξεφύγουν όταν γυρίσει ο άνεμος.
Προφανώς έπεσαν έξω.
Ισως επειδή βαυκαλίστηκαν ότι έχουν περισσότερο μυαλό ή θράσος από τους υπόλοιπους.
Ισως επειδή αγνοούσαν πως από τη δημοκρατία δεν ξεφεύγει κανείς.