Είναι πράγματι άξια θαυμασμού και απορίας η ταχύτητα με την οποία εξαπλώνεται και επιβάλλεται κατά περιόδους στη γλώσσα μας, προφορική και γραπτή, η άστοχη χρήση του πληθυντικού αριθμού ορισμένων ονομάτων.
Έχοντας ίσως την ψευδαίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα και αξία στις θέσεις και τα επιχειρήματά τους, δημόσια πρόσωπα και δημοσιογράφοι, ως επί το πλείστον, καταφεύγουν στην άμετρη και λανθασμένη χρήση του πληθυντικού διαφόρων αφηρημένων ουσιαστικών.
Δυστυχώς, το κακό δεν έχει περιοριστεί στις εμπεδωμένες πλέον «πρακτικές», «συμπεριφορές», «λογικές», «νοοτροπίες», «πολιτικές», «στρατηγικές», «τακτικές» και «δομές», ούτε και στους φοβερούς και τρομερούς «ρυθμούς», που έχουν γίνει εδώ και δεκαετίες αναπόσπαστο τμήμα του πολιτικού λόγου, των δημοσιογραφικών κειμένων και των δελτίων ειδήσεων.
Σε συνάρτηση με το θέμα που βρίσκεται κάθε φορά στην επικαιρότητα, κακόηχοι και δύσπεπτοι τύποι εισβάλλουν ορμητικά στο λεξιλόγιό μας και αναπαράγονται κατά κόρον, σε πείσμα των κανόνων της γραμματικής (ας μη λησμονούμε ότι αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε περιληπτικές έννοιες) αλλά και της αισθητικής της γλώσσας.
Έτσι έχουν κάνει την εμφάνισή τους, μεταξύ άλλων, οι «ροές» των προσφύγων και των μεταναστών, οι «συλλογικότητες» όσων προβαίνουν σε κατ’ ευφημισμόν παρεμβάσεις, οι «εντάσεις» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Στο ίδιο πνεύμα, μιας στερεότυπης και ξερής γλώσσας με πομπώδεις λέξεις και εξεζητημένη χρήση πληθυντικού, θραύση κάνουν στις μέρες μας οι «συνωστισμοί» και οι «συγχρωτισμοί», συνυφασμένοι με τις ειδήσεις και τα κάθε λογής μέτρα για τη φονική πανδημία.
Αναρωτιέμαι πότε επιτέλους θα καταφέρουμε να απαγκιστρωθούμε από την επιρροή της ξύλινης αυτής γλώσσας, από αυτά τα λεκτικά βαρίδια, που καθιστούν το λόγο μας λιγότερο εύηχο, λιγότερο αρεστό και λιγότερο σαφή.