Με διαδικασίες εξπρές ολοκληρώνεται η δεύτερη δίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Υστερα από τις τρεις πρώτες ημέρες της ακροαματικής διαδικασίας στη Γερουσία, όπου οι Δημοκρατικοί βουλευτές οι οποίοι λειτουργούν ως εισαγγελείς παρουσίασαν τα αποδεικτικά στοιχεία, χθες ήρθε η σειρά της υπεράσπισης.
Οι συνήγοροι του Τραμπ αναμένονταν να ολοκληρώσουν την επιχειρηματολογία τους σε χρονικό διάστημα μόλις τριών έως τεσσάρων ωρών. Εάν δεν κληθούν μάρτυρες, όπως ήταν το πιο ισχυρό ενδεχόμενο μέχρι χθες, είναι πολύ πιθανό η αποφασιστική ψηφοφορία στη Γερουσία, η οποία λειτουργεί ως δικαστήριο για τον τέως πρόεδρο, να διεξαχθεί σήμερα, κάτι που σημαίνει ότι τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή (ώρα Ελλάδας) θα γνωρίζουμε αν ο Τραμπ θα έχει ή όχι τη δυνατότητα να διεκδικήσει εκ νέου πολιτικό αξίωμα.Βάσει του κατηγορητηρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων, η Γερουσία καλείται να απαντήσει σε ένα και μοναδικό ερώτημα: Κατά πόσον ο πρώην πρόεδρος «υποκίνησε σε ανταρσία» τον αλαφιασμένο όχλο που εισέβαλε στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου, προσπαθώντας να ακυρώσει τη νίκη του Τζο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Οι Δημοκρατικοί κατήγοροι του Τραμπ τόνισαν, στις καταληκτικές αγορεύσεις τους, ότι είναι ζωτικής σημασίας να καταδικαστεί, διότι σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να επαναλάβει ανάλογες προκλήσεις κατά της αμερικανικής Δημοκρατίας.«Αν επιστρέψει στην εξουσία και συμβεί κάτι ανάλογο και πάλι, δεν θα έχουμε κανέναν άλλο να κατηγορήσουμε παρά μόνον τους εαυτούς μας», προειδοποίησε ο επικεφαλής των Δημοκρατικών «εισαγγελέων» Τζάμι Ράσκιν. «Η 6η Ιανουαρίου δεν ήταν μια αναπάντεχη απόκλιση από τη συνήθη, νομιμόφρονα και ειρηνόφιλη διάθεση (του Τραμπ). Ηταν ο τυπικός τρόπος λειτουργίας του», προσέθεσε. Ενας άλλος εκ των Δημοκρατικών κατηγόρων, ο βουλευτής Τεντ Λιου, δήλωσε: «Δεν φοβάμαι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα κατέβει ξανά υποψήφιος και θα κερδίσει σε τέσσερα χρόνια. Φοβάμαι ότι θα κατέβει, θα χάσει και θα κάνει τα ίδια».Το βράδυ της Πέμπτης, τρεις Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές που στέκονται στο πλευρό του Τραμπ, οι Τεντ Κρουζ, Λίντσεϊ Γκράχαμ και Μάικ Λι, συναντήθηκαν με τους δικηγόρους του για να καθορίσουν την υπερασπιστική γραμμή.
Στην αρχική τοποθέτησή του κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, την Τρίτη, ο επικεφαλής των συνηγόρων του τέως προέδρου, Μπρους Κάστορ, δέχθηκε ότι η αιματηρή εισβολή στο Καπιτώλιο ήταν πρόκληση εναντίον της αμερικανικής Δημοκρατίας, αλλά υποστήριξε ότι δεν υπάρχει καμία ευθεία διασύνδεση των πράξεων και των λόγων του προέδρου με τα πρωτοφανή έκτροπα. Η κατά γενική ομολογία ασθενική τοποθέτησή του προκάλεσε δυσφορία στους Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές, τόσο στους υποστηρικτές όσο και στους επικριτές του Ντόναλντ Τραμπ. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να θεωρείται απίθανο να βρεθούν 17 Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές, σε σύνολο 50, που θα συμπαραταχθούν με τους Δημοκρατικούς ώστε να προκύψει η απαιτούμενη πλειοψηφία δύο τρίτων για να ληφθεί καταδικαστική απόφαση.Στο μεταξύ ο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος έχει αποφύγει δηλώσεις για την πολύκροτη δίκη, συνεχίζει τις πρωτοβουλίες του που αποδομούν την κληρονομιά του προκατόχου του σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.
Τελευταίος κρίκος σε αυτή την αλυσίδα ήταν η ακύρωση της κήρυξης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στα σύνορα ΗΠΑ- Μεξικού, με την οποία η προηγούμενη διοίκηση δικαιολόγησε τη διοχέτευση σημαντικών κρατικών κονδυλίων στην κατασκευή του διαβόητου Τείχους κατά των μεταναστών. «Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στα νότια σύνορά μας είναι αδικαιολόγητη», έγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος σε επιστολή του στην πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόσι. «Πολιτική της κυβέρνησής μου θα είναι να μη διοχετευθούν και άλλα δολάρια των Αμερικανών φορολογουμένων στην κατασκευή μεθοριακού φράχτη», προσέθεσε. Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος προανήγγειλε αναθεώρηση της πολιτικής της Ουάσιγκτον έναντι των δεκάδων χιλιάδων αιτούντων άσυλο, που έχουν καθηλωθεί σε παραμεθόριες περιοχές του Μεξικού εν αναμονή δικαστικών αποφάσεων. Οι πρώτοι από τις 25.000 ανθρώπους που έχουν ζητήσει άσυλο αναμένεται να αρχίσουν να γίνονται δεκτοί στις ΗΠΑ από τη 19η Φεβρουαρίου.
Κινδύνευσε σοβαρά
The New York Times
Η περιπέτεια του Ντόναλντ Τραμπ με την COVID-19 ήταν πολύ πιο σοβαρή από ό,τι υποστήριξαν ο ίδιος και οι γιατροί του, σύμφωνα με ρεπορτάζ των New York Times, που επικαλείται τέσσερα άτομα τα οποία ήταν σε θέση να γνωρίζουν την κατάστασή του. «Η πρόγνωση ήταν τόσο ανησυχητική προτού ακόμη εισαχθεί στο στρατιωτικό νοσοκομείο Walter Reed, ώστε αξιωματούχοι πίστευαν ότι θα χρειαζόταν να διασωληνωθεί», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι ακτινολογικές εξετάσεις αποκάλυψαν πνευμονικές διηθήσεις που υποδηλώνουν λοίμωξη, ενώ τα επίπεδα του οξυγόνου στο αίμα είχαν πέσει κάτω από το 90%, στοιχεία που προειδοποιούν για οξεία φάση της νόσου. Τα ανησυχητικά δεδομένα ώθησαν τους γιατρούς του να του χορηγήσουν το μη εγκεκριμένο κοκτέιλ μονοκλωνικών αντισωμάτων της εταιρείας Regeneron. Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι ο Τραμπ δεν ήθελε να μπει στο νοσοκομείο, εκάμφθη όμως όταν του είπαν ότι το δίλημμα ήταν να μπει μόνος του και όρθιος, ή σηκωτός από τη μυστική υπηρεσία όταν θα έχει επιδεινωθεί η κατάστασή του.
ΗΠΑ
Ντόναλντ Τραμπ