Με πέντε Έλληνες πεζογράφους, διαλεγμένους από τη σοδιά της χρονιάς που φεύγει, αποχαιρετά το 2020 το ΑΠΕ-ΜΠΕ, προτείνοντας βιβλία για τις γιορτές.
Η επιλογή δείχνει πόσο πλούσια και πολυθεματική συνεχίζει να είναι η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, που κόντρα σε ποικίλες δυσκολίες, παραμένει άκρως παραγωγική και γόνιμη, συνομιλώντας διακριτικά με τους διεθνείς (Ευρωπαίους και άλλους) εταίρους της.
Αρχή με το μυθιστόρημα της Έλενας Μαρούτσου «Θηριόμορφοι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Ξεκινώντας από τη Χίο και την Κρακοβία και φτάνοντας μέχρι το Άουσβιτς και τη Σικελία, σε μια γραμμή η οποία συνδέει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πρώτα με τη δεκαετία του 1950 και κατόπιν με τη δική μας εποχή, η Μαρούτσου στεγάζει στο βιβλίο της όχι μόνο μια σειρά από άλλοτε σκληρούς και άλλοτε τρυφερούς έρωτες, αλλά και ένα πλήθος από αλληλοσυμπληρούμενα μοτίβα: μοτίβα για τη μητρότητα και την πατριαρχία, για τη γέννηση και την υιοθεσία ή για τη δύναμη της σεξουαλικότητας και την άβυσσο του θανάτου. Η βία αποτελεί τον κεντρικό, όχι, όμως, και τον αποκλειστικό άξονα των «Θηριόμορφων». Γιατί άλλο θηριόμορφοι και άλλο ζωώδεις και διότι το ζωώδες δεν είναι ένα μηχανικό ένστικτο, αλλά μια πολύμορφη έκφανση της ύπαρξης, που συμπεριλαμβάνει στο εσωτερικό της τα πάντα: το θριαμβικό θαύμα του σώματος και το σημείο μηδέν του ξεπεσμού του, την καταβρόχθιση της σάρκας και τη γενναιοδωρία της λατρείας της, τον συνειδητό πόθο και την ασύνειδη παρόρμηση, τον τρόμο του κενού και την τόλμη της ελευθερίας.
Ένα αισιόδοξο μήνυμα εκπέμπει το μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου «Γράμματα στη Χιονάτη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Τα περίεργα παιδιά, τα κορίτσια που θέλουν να γλυτώσουν από την εγκατάλειψη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, και οι μοναχικές γυναίκες που φεύγουν από τον τόπο τους για να απαλλαγούν από τον ανερμάτιστο βίο τους, μαζί με τη λατρεία του φυσικού περίγυρου και τη γλώσσα των ονείρων, αποτελούν πάγια μοτίβα της πεζογραφίας της Φακίνου. Μοτίβα τα οποία επανέρχονται στα «Γράμματα στη Χιονάτη» για να εγγραφούν στον ιστό μιας απέριττης και ταυτοχρόνως εξαιρετικά ζωντανής αφήγησης, που παρά τους σταθερά μελαγχολικούς (κατά τόπους ακόμα και σκοτεινούς) τόνους, δεν παύει να αποτελεί έναν ύμνο για την αξία της διάσωσης, για την ανάγκη της επιβίωσης και για την ελπίδα του μέλλοντος, ακόμα κι αν το αύριο προορίζεται μόνο για τις επόμενες γενιές. Την προσδοκία για ένα τέτοιο αύριο αντιπροσωπεύει η Χιονάτη του τίτλου – ακριβώς επειδή ως νεότερη γενιά καταφέρνει να οπλίσει την ποικιλοτρόπως καταβεβλημένη κεντρική ηρωίδα με ένα όπλο σπάνιας αποτελεσματικότητας: με τη δύναμη και το σθένος της αγάπης.
Μετακινούμενος με τη νουβέλα του «Ενάμισι δευτερόλεπτο φως», η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία, από τη Χίο, που αποτελεί το συνηθισμένο σκηνικό για τη δράση των ηρώων του, στην Ικαρία, ο Γιάννης Μακριδάκης θέτει στο κέντρο της πλοκής έναν φάρο. Φάρος που έχοντας χάσει την αίγλη του, υπό το βάρος των συντριπτικών τεχνολογικών εξελίξεων στη ναυσιπλοΐα, ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Είναι ο φάρος στον οποίο επιστρέφει μετά από τριάντα και πλέον χρόνια ο Μάριος Τσόχος, γιος του παλαιού φαροφύλακα και πολύ γνωστός από την τηλεόραση μετεωρολόγος. Εκείνο που κυριαρχεί στην αφήγηση είναι η σκοτεινή πλευρά του μικρόκοσμου της ελληνικής περιφέρειας: τα κακά πάθη της απομονωμένης κοινότητας, που αν και δημοσίως παραμένουν ανομολόγητα, δεν παύουν να ασκούν καταλυτική επίδραση στους πάντες. Γυρίζοντας στο νησί, στον φάρο και στα παιδικά του χρόνια, ο Μάριος θα ανακαλύψει μέσα από τα μισόλογα και τους υπαινιγμούς των παλαιότερων τα ημαρτημένα του πατέρα του. Παρόλα αυτά, ο έρωτας που έφερε τον Μάριο στον γενέθλιο τόπο του και οι στιγμιαίες λάμψεις του φάρου (ενάμισι δευτερόλεπτο φως, όπως το θέλει και ο τίτλος του βιβλίου) αρκούν για να σβήσουν το μαύρο παρελθόν και το ανταλλάξουν με ένα διαφανές κι ολοκάθαρο μέλλον.
Τόσο με την παλαιότερη νουβέλα του «Το μαύρο νερό» (2019) όσο και με την τωρινή «Θάλασσα» (και τα δύο βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κίχλη), ο Μιχάλης Μακρόπουλος αναπτύσσει τον προβληματισμό του για τους οικολογικούς κινδύνους που απειλούν τον πλανήτη. Στη «Θάλασσα», που παραπέμπει και στην πανδημία, ένας κομήτης εξαπολύει επί της γης έναν θανατηφόρο ιό (μοναδικός τρόπος να πιστοποιηθεί η μόλυνση είναι ο θάνατος από άγνωστη αιτία), με κατακλυσμιαίες βροχές να σαρώνουν το σύμπαν, με την άνοδο των θαλασσινών υδάτων να καλύπτει κάθε χερσαία επιφάνεια και με όσους αναπτύσσουν ανοσία έναντι του ιού να αναζητούν καταφύγιο σε πόλεις εγκατεστημένες κάτω από το έδαφος. Με πολλές λογοτεχνικές και κινηματογραφικές παραπομπές, ο συγγραφέας επιτρέπει στα δύο κορίτσια της ιστορίας του να επεξεργαστούν τις οδυνηρές οικογενειακές τους μνήμες και να εξοικειωθούν μαζί τους, κατακτώντας εντέλει και την αδηφάγο θάλασσα. Κι έτσι, το βιβλίο αποκτά, ακόμα και την ύστατη ώρα, μιαν αισιόδοξη όραση για τον ασφαλέστερο κόσμο τον οποίο μπορεί να κυοφορήσουν τα επερχόμενα.
Το μυθιστόρημα της Βάσιας Τζανακάρη «Αδελφικό», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, τοποθετείται στο χωριό Αδελφικό των Σερρών. Το βιβλίο είναι μοιρασμένο σε κεφάλαια τα οποία εναλλάσσουν, σε ισάριθμες περίπου δόσεις, μια ανδρική και μια γυναικεία φωνή. Πρόκειται για τις φωνές της Μάρως και του Μελισσινού – η πρώτη με το μικρό της όνομα, ο τελευταίος με το επίθετό του. Η Μάρω και ο Μελισσινός ταξιδεύουν από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη με προορισμό το Αδελφικό (είναι αμφότεροι Βορειοελλαδίτες), αποζητώντας μια καινούργια ταυτότητα. Μπορεί να πετύχουν τον σκοπό τους, μπορεί και όχι. Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η πάλη την οποία θα δώσει ο καθένας με τα φαντάσματά του. Η Μάρω πρέπει να αναμετρηθεί με τη βαριά οικογενειακή της προϊστορία ενώ ο Μελισσινός, που είναι γιατρός, οφείλει να επουλώσει το τραύμα το οποίο προκάλεσε η απώλεια ενός ασθενούς του. Η Τζανακάρη σκηνοθετεί προσεκτικά τις μνημονικές αναδρομές των ηρώων, αναπτύσσει πανοραμικά τις σχέσεις με το περιβάλλον τους και συνδέει αιτιωδώς το παρόν με το παρελθόν, έναν άξονα ο οποίος δεσπόζει στο μυθιστόρημά της.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ