Μικρός Σκύλος. Έτσι συστήνεται ο αφηγητής της ιστορίας. Για την ώρα ας μη μας απασχολήσει αν ταυτίζεται με τον συγγραφέα, Όσιαν Βουόνγκ, κάτι που εν πολλοίς συμβαίνει, αλλά ας σταθούμε στο ότι ο Μικρός Σκύλος αφηγείται την ιστορία της ζωής του μέσα από τα δικά του μάτια, όποια κι αν είναι αυτά, απευθυνόμενος στη μητέρα του, όποια κι αν είναι αυτή. Ένα μυθιστόρημα-επιστολή προς μια μητέρα: «Είμαι είκοσι οκτώ χρονών, ύψος ένα και εξήντα τρία, βάρος πενήντα κιλά. Είμαι όμορφος από τρεις συγκεκριμένες γωνίες και απαίσιος από κάθε άλλη. Σου γράφω μέσα από ένα σώμα που κάποτε ήταν δικό σου. Που παναπεί σου γράφω ως γιος». Ένα γράμμα ενός γιου προς τη μητέρα του δεν μπορεί να μην είναι φορτισμένο και υπό προϋποθέσεις μπορεί να γίνει και σκληρό, ειδικά αν κάποιος έχει ζήσει τη ζωή του Μικρού Σκύλου. Ή του Όσιαν Βουόνγκ.
Όταν πριν από ενάμιση χρόνο κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Βουόνγκ, «Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι», που μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, προκάλεσε σπάνιο θόρυβο. Ο 32χρονος σήμερα συγγραφέας, γεννημένος στο Βιετνάμ αλλά μεγαλωμένος στις ΗΠΑ, έγινε ξαφνικά περιζήτητος. Εκτενή προφίλ στα μεγάλα περιοδικά και στις εφημερίδες, αποθεωτικές κριτικές, τηλεοπτικές συνεντεύξεις. Το βιβλίο του δεν απέδειξε μόνο ότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερο συγγραφέα, αλλά τον ανέδειξε και ως έναν μοντέρνο λογοτεχνικό σταρ. Ποιος θα το ’λεγε;
Ποιος θα το ’λεγε αυτό για το παιδί που γεννήθηκε στις στάχτες της Σαϊγκόν, που δύο χρονών η οικογένειά του εκδιώχτηκε λόγω της μεικτής τους καταγωγής (η γιαγιά του είχε παντρευτεί έναν Αμερικανό στρατιώτη), που πέρασε οκτώ μήνες σε έναν καταυλισμό προσφύγων στις Φιλιππίνες περιμένοντας το άσυλο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Που πήγε σχολείο σε ένα προάστιο του Χάρτφορντ στο Κονέκτικατ χωρίς να μιλάει λέξη αγγλικά, που διαγνώστηκε με δυσλεξία και έμαθε ανάγνωση στα έντεκα – ο πρώτος στην οικογένειά του που έμαθε να διαβάζει. Που ο πατέρας του κακοποιούσε τη μητέρα του κι έπειτα εξαφανίστηκε, που μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και τον ρατσισμό, μαζί με μια μάνα με βίαια ξεσπάσματα και σοβαρό μετατραυματικό στρες από τα χρόνια του πολέμου. Που στην εφηβεία του συνειδητοποίησε την ομοφυλοφιλία του, γεγονός που τον έσπρωξε πιο βαθιά στο περιθώριο στην υποβαθμισμένη κοινότητα όπου μεγάλωνε, όπου οι άντρες αναλώνονταν ως επί το πλείστον σε καβγάδες, στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά. Ποιος θα το ’λεγε ότι ο Όσιαν Βουόνγκ θα είχε καταφέρει στα τριάντα του να γράψει ένα παγκόσμιο μπεστ σέλερ και να κερδίσει την υποτροφία «ιδιοφυΐας» ΜακΆρθουρ. Ποιος θα το ’λεγε;
Μετά το σχολείο μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει μάρκετινγκ, αλλά παράτησε γρήγορα τις σπουδές. Γράφτηκε στο Μπρούκλιν Κόλετζ στο τμήμα της λογοτεχνίας, ελπίζοντας να νιώσει επιτέλους κάπου οικεία, χωρίς κανείς να ασχολείται με την εξωτική του καταγωγή ή τη σεξουαλικότητά του. Ατυχώς, βέβαια, όπως συνειδητοποίησε, δεν ταίριαζε στα πάρτι της καλής κοινωνίας των εκκολαπτόμενων συγγραφέων της γενιάς του, δεν ήταν συμβατός στις παρέες των Νεοϋορκέζων συμφοιτητών του της μεσαίας και ανώτερης τάξης. Άλλωστε, γι’ αυτούς ήταν τυχερός: είχε ζήσει μια ζωή που του εξασφάλιζε άφθονο υλικό για να γράψει. Το ανέφερε αυτό σε μια συνέντευξή του στον Guardian και σχολίασε γελώντας ότι η Βιρτζίνια Γουλφ έγραψε ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών επειδή κάποιος διέσχισε ένα παρτέρι – αναφερόταν καθ’ υπερβολήν στον «Φάρο».
Οι εμπειρίες της ζωής του, βέβαια, αν μιλήσουμε καθαρά λογοτεχνικά, ασφαλώς και τον βοήθησαν. Αυτές περιγράφει. Τις ιστορίες της οικογένειάς του, το τραύμα που μετέφεραν από το κατεστραμμένο Βιετνάμ, τη διαλυμένη ζωή και την αδύνατη ενηλικίωση στη σύγχρονη Αμερική. Και το κάνει με γενναιότητα, με μια ορμητική ποιητική γλώσσα. Έτσι κι αλλιώς, ο Βουόνγκ, πριν από όλα, υπήρξε ποιητής. Πριν γίνει ευρέως γνωστός μέσα από το «Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι», είχε προλάβει να διαπρέψει στην ποίηση, και μάλιστα είχε κερδίσει το πολύ σημαντικό βραβείο Έλιοτ για τη συλλογή «Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου», η οποία κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας συγχρόνως με το μυθιστόρημά του, προσφέροντας στους Έλληνες αναγνώστες την ευκαιρία για μια διπλή γνωριμία μαζί του – τα εύσημα στις εκδόσεις Gutenberg γι’ αυτή την κίνηση.
«ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΙΑΣ ΦΑΦΟΥΤΑΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΡΙΑΣ»
Τα ποιήματά του κινούνται στην ίδια θεματολογία, υπάρχει παντού η βιετναμέζικη καταγωγή του και η σύγχρονη Αμερική, όμως εδώ συναντάμε και το φάντασμα του απόντα πατέρα και, ξανά, τη μητέρα. Σε ένα σημείο δανείζεται τη φωνής της που λέει: «Ηλίθιο αγόρι / Μπορείς να χαθείς μέσα σ’ οποιοδήποτε βιβλίο / μα ποτέ δεν θα ξεχάσεις / με τον τρόπο που ο θεός ξεχνάει / τα χέρια του / Όταν σε ρωτήσουν / από πού είσαι / πες τους ότι τ’ όνομά σου αρθρώθηκε από το στόμα μιας φαφούτας πολεμίστριας / Ότι δεν γεννήθηκες / μα μπουσούλησες, με το κεφάλι – / μες στην πείνα των σκυλιών. Γιε μου, πες τους / το σώμα είναι λεπίδι που ακονίζεται / κόβοντας». Τα ποιήματα και το μυθιστόρημα του Βουόνγκ διαβάζονται συμπληρωματικά, είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, εκδοχές της ίδιας κραυγής.
Σε έναν κόσμο που ορίζεται από την οικονομική επιφάνεια και την τάξη, το χρώμα του δέρματος, το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ο Βουόνγκ έμοιαζε πάντα να περισσεύει. Όχι πια, βέβαια, αφού η λογοτεχνία τού έδωσε μια ταυτότητα που τον έκανε ξεχωριστό. Με τον καλό τρόπο. Διαβάζοντάς τον, συνειδητοποιούμε πώς είναι να νιώθει κανείς ξεχωριστός με τον κακό τρόπο. Τον πόνο ο Βουόνγκ τον έκανε λέξεις. Τον έκανε ελπίδα. Το Paris Review το έθεσε ως εξής: «Η επιβίωση ως αποτέλεσμα ενεργητικής αυτογνωσίας, και ακόμα περισσότερο, ως δημιουργικής δύναμης». Η μητέρα του, μέσα απ’ τα μάτια της οποίας είδε τα καμένα χωριά του Βιετνάμ ολοζώντανα μπροστά του, και στην οποία αφιερώνει και τα δύο βιβλία, πρόλαβε να δει την επιτυχία του, πρόλαβε να δει ότι ο γιος της τελικά βρήκε έναν καλύτερο δρόμο – πέθανε λίγες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος, 51 ετών. Η απουσία της πιθανόν να κλείνει έναν κύκλο. Αυτό σημαίνει ότι ανοίγει ένας καινούριος. Σε αυτή τη γη δεν αρκεί να είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι.
«Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου», Μετάφραση: Δημήτρης Μαύρος / «Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι», Μετάφραση: Έφη Φρυδά / Κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Gutenberg.