Το 1978, σε μια συναυλία τους στο Σαν Φρανσίσκο, ο Τσικ Κορία και ο Χέρμπι Χάνκοκ έκαναν κάτι μάλλον ανάρμοστο για τους συντηρητικούς ομοτέχνους τους. Σχεδόν σκαρφάλωσαν ο καθένας στο πιάνο του και άρχισαν να τσιμπούν τις χορδές και να χτυπούν τα ξύλινα μέρη του, παράγοντας ήχους παράξενους, προτού στραφούν τελικά στα ασπρόμαυρα πλήκτρα και παίξουν μια «κανονική» μελωδία. Ηταν μια τεχνική που ειδικά ο Κορία είχε ενσωματώσει στο παίξιμό του καιρό πριν, όχι λόγω εκζήτησης, αλλά για τη χαρά της δημιουργίας. Γι’ αυτήν μιλούσε και στο αποχαιρετιστήριο μήνυμά του, που συνόδευε την ανακοίνωση του θανάτου του την περασμένη Τρίτη, από μια σπάνια μορφή καρκίνου: «Ελπίζω όσοι έχουν μια κλίση προς το παίξιμο, τη σύνθεση ή τη ζωντανή εμφάνιση, να το κάνουν», έλεγε. «Αν όχι για τους ίδιους, τότε για τους υπόλοιπους. Δεν είναι μόνο ότι ο κόσμος χρειάζεται περισσότερους καλλιτέχνες. Είναι και πολύ διασκεδαστικό».
Γεννήθηκε το 1941 στο Τσέλσι της Μασαχουσέης. Λόγω του τρομπετίστα πατέρα του άκουσε από νωρίς αρκετούς κλασικούς συνθέτες και, βέβαια, την bebop του Μπαντ Πάουελ, του Τσάρλι Πάρκερ και του Χόρας Σίλβερ. Αρχισε να μαθαίνει πιάνο σε ηλικία τεσσάρων ετών, αλλά όταν αργότερα πήγε για σπουδές στο Columbia και στο Juilliard School, άντεξε μόλις λίγους μήνες, προτιμώντας τις μουσικές σκηνές και τα κλαμπ. Τελικά, δεν ήταν καν 30 χρόνων όταν τα άλμπουμ του «Tones for Joan’s Bones» και «Now He Sings, Now He Sobs» θα ενθουσίαζαν κοινό και κριτικούς με τον κρυστάλλινο ήχο του πιάνου, τη ζωηρή ρυθμολογία τους και τους δρόμους που άνοιγαν αναμειγνύοντας τη hard bop και την avant-garde. Σύντομα, οι κυκλοφορίες του με το γκρουπ Return to Forever και ειδικά τα κομμάτια «Spain» και «500 Miles High» θα καταχωρίζονταν ως χαρακτηριστικά παραδείγματα των κοινών δυνατοτήτων της jazz fusion και της λάτιν μουσικής.
Η ηλεκτρική πλευρά του θα γοήτευε τον Μάιλς Ντέιβις (που τον επιστράτευσε μεταξύ άλλων στο μυθικό «Bitches Brew»), ο ίδιος ο Κορία θα γοητευόταν από τη σαϊεντολογία, ενώ η μουσική του θα ακολουθούσε και αυτοσχεδιαστικές, ακουστικές, ροκ ή και κλασικές ατραπούς. Κάποια στιγμή, ο μουσικός θα έφτανε να έχει ηχογραφήσει περισσότερα από εκατό άλμπουμ και να έχει στο παλμαρέ του 23 βραβεία Grammy, κυρίως στις κατηγορίες της τζαζ και της λάτιν. Μιλώντας πάντως ο ίδιος για τις ταμπέλες στη μουσική, θα έλεγε στους New York Times το 1983: «Είναι τα Media που κατηγοριοποιούν τη μουσική. Τα Media και οι επιχειρηματίες που τους συμφέρει να κρατούν το μάρκετινγκ σαφές και διαχωρισμένο. Αν οι κριτικοί ζητούσαν τη γνώμη των μουσικών, θα έβλεπαν ότι πάντοτε συμβαίνει κάποια μείξη των ειδών. Είναι μια συνεχής ανάπτυξη, μια διαρκής συγχώνευση διαφορετικών ρευμάτων».