Ο τραμπισμός απειλεί μόνο τις ΗΠΑ; Προφανώς όχι, αφού ό,τι γίνεται στην άλλη άκρη του Ατλαντικού επηρεάζει, λιγότερο ή περισσότερο, όλο τον κόσμο. Μήπως, όμως, δεν χρειάζεται καν να διασχίσουμε έναν ωκεανό για να τον συναντήσουμε; Και είναι σε διάφορες εκφάνσεις του, λάιτ ή φαινομενικά πιο αθώες, πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζουμε;
Δεν είναι το πρόσωπο, αλλά οι συμπεριφορές και οι λογικές που συνθέτουν το φαινόμενο. Ακρατος λαϊκισμός, ανερμάτιστες και καιροσκοπικές πολιτικές, προσπάθεια παραβίασης της ανεξαρτησίας των θεσμών, περισσή άγνοια των προβλημάτων, διατήρηση της εξουσίας «με νύχια και με δόντια», μετατροπή του μαύρου σε άσπρο, πόλωση και διχασμός της κοινωνίας με ένα μόνιμο μότο: «Οι αντίπαλοι είναι εχθροί του λαού».
Μπορεί να διαφέρουν η ένταση, το εύρος και ο τρόπος, αλλά η Ελλάδα έζησε ανάλογα φαινόμενα την περασμένη δεκαετία της χρεοκοπίας. Η ελληνική κοινωνία πέρασε από τη φωτιά των Μνημονίων και του λαϊκισμού που αυτά γέννησαν και τσουρουφλίστηκε. Οταν οι πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις και το πολιτικό προσωπικό στην πλειονότητά του έκαναν το ένα λάθος μετά το άλλο, ανήμπορα να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα. Και η αντιπολίτευση υποκινούσε τους Αγανακτισμένους, ενώ αργότερα ως κυβέρνηση, αφού πειραματίστηκε με την έξοδο της χώρας από το ευρώ, εφάρμοσε ό,τι κατέκρινε, πουλώντας «ηθικό πλεονέκτημα» και διάφορα ευφάνταστα αφηγήματα για την πορεία της χώρας που διαψεύδονταν το ένα μετά το άλλο.
Στην Ελλάδα, το 2010, ήταν η χρεοκοπία και τα άγρια μέτρα λιτότητας που άναψαν τη σπίθα των Αγανακτισμένων με την εισβολή στο προαύλιο της Βουλής και όλα όσα ακολούθησαν. Στις ΗΠΑ, είναι το χαμένο αμερικανικό όνειρο που εκφράζεται με την έλλειψη προοπτικής για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού και έχει οδηγήσει σε έναν βαθύ διχασμό που εκμεταλλεύτηκε με τον χειρότερο (για την αμερικανική κοινωνία) τρόπο ο Τραμπ.
Το ερώτημα παραμένει για τη χώρα μας: έχει διαφύγει από τη ζώνη κινδύνου μετά τη 10ετή περιπέτεια που πέρασε; Δυστυχώς, η πανδημία έχει δημιουργήσει νέα αρνητικά δεδομένα και απειλεί να αφήσει μόνιμες και βαθιές πληγές στην αγορά εργασίας και στο επίπεδο διαβίωσης μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού. Είναι αναμενόμενο ότι, ύστερα από αυτήν, πολλές από τις επιχειρήσεις που σήμερα έχουν κατεβάσει ρολά δεν πρόκειται να ανοίξουν. Οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις θα είναι τα μεγάλα θύματα, αφήνοντας πίσω τους ανέργους. Μια νέα στρατιά εργαζομένων με αμοιβές των 500 ευρώ αρχίζει, ήδη, να διαφαίνεται στον ορίζοντα, ενώ τα συσσωρευμένα από την πανδημία χρέη θα είναι βουνό για τα νοικοκυριά. Και όλα αυτά, ενώ το ελληνικό «αμερικανικό όνειρο» για μια θέση στο Δημόσιο έσβησε μαζί με τη χρεοκοπία του 2010.
Μια τέτοια προοπτική, στον βαθμό που επιβεβαιωθεί, δίνει την απάντηση στο ερώτημα. Γιατί όσο πιο φτωχοποιημένο και περιθωριοποιημένο νιώθει ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, τόσο πιο ευάλωτο έχει αποδειχθεί ότι είναι στις σειρήνες του λαϊκισμού, έτοιμο να πιστέψει σε οποιαδήποτε αυταπάτη. Σίγουρα δεν είναι εύκολο να διορθωθούν από τη μια μέρα στην άλλη βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα δεκαετιών της ελληνικής οικονομίας, που αποτυπώνονται σήμερα με ιδιαίτερη ένταση στην αγορά εργασίας. Αλλά όσο πιο γρήγορα επιχειρηθεί να λυθούν με γενναίες αποφάσεις, μέτρα στήριξης της εργασίας και ελέγχους στην εφαρμογή της νομοθεσίας, τόσο το καλύτερο για το αύριο.